Σελίδες

Translate

Σάββατο 26 Απριλίου 2014

ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΩΝ




H A΄ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ

ΤΟ ΠΡΟΑΝΑΚΡΟΥΣΜΑ ΜΙΑΣ ΠΟΛΥΕΤΟΥΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑΣ

Η έλευση του 1822 βρήκε τους ΄Ελληνες ταλαιπωρημένους και δοκιμασμένους σκληρά από την πολύμηνη αναμέτρηση με τον πολυπληθέστερο εχθρό.
 Ο αγώνας, όμως, συνεχιζόταν με αμείωτη ένταση, παρά τις απώλειες εκατέρωθεν. Ειδικότερα για το δεύτερο έτος της Επανά¬στασης, οι Τούρκοι είχαν σχεδιάσει πιο συστηματικά τις ενέργειες τους. 
Ο στρατός του Χουρσίτ πασά, μετά τον θάνατο του Αλή πασά, ήταν ελεύθέρος να κινηθεί απειλητικά εναντίον των επαναστατών στη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο.

Αναλυτικότερα, σύμφωνα με την "Εφημερίδα των Αθηνών", 14 Ιουλίου 1825, η κατάσταση των Ελλήνων στην Πελοπόννησο κατά το 1822 είχε ως εξής: 
«Τον Ιούλιο μήνα του 1822 ευρίσκοντο εις Πελοπόννησον 30.000 Τούρκοι. 
Δυο χιλιάδες παλληκάρια τους εκράτησαν εις τους Μύλους.

Οι Τούρκοι εξουσίαζαν τα φρούρια: της Κορίνθου, της Πάτρας, της Μεθώνης, Κορώνης και Ναυπλίου. Οι Ελληνες εξουσίαζαν μόνον το Νεόκα στρον και την Μονεμβασίαν.
 Τον Σεπτέμβριον μήνα οι 30.000 Τούρκοι εξωλο&ρεύ&ησαν και ύστερον από δυο μήνας η Κόρινθος και το Ναύπλιον έπεσαν εις χείρας των Ελλήνων».

Σύμφωνα με το τουρκικό σχέδιο, η στρατιά της Ηπείρου, με αρχηγό τον Ομέρ Βρυώνη, θα υπέτασσε τη δυτική Στερεά Ελλάδα και κατόπιν θα μετέβαινε στην Πελοπόννησο.
 Δεύτερη στρατιά, με επικεφαλής τον Χουρσίτ, θα ξεκινούσε από τη Λάρισα με σκοπό να επέμβει στην ανατολική Στερεά και να συνενωθεί με την πρώτη στην Πελοπόννησο. 
 Ο τουρκικός στόλος είχε αναλάβει πρωτίστως την εξόντωση του ελληνικού, την αποδυνάμωση των νησιών και την παροχή βοήθειας στις δύο στρατιές. 
Αν και οι σύντονη αυτές ενέργειες αποσκοπούσαν στην εξουδετέρωση της καρδιάς της Επανάστασης, εξέλιξη των γεγονότων ήταν διαφορετική από τις τουρκικές προσδοκίες.
Μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου του 1822, ο ελληνισμός είχε δοκιμαστεί σκληρά από τις τουρκικές θηριωδίες και είχε υποστεί τραγικές απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό.
 Τα σημάδια από την ανηλεή καταστροφή της Χίου ήταν ακόμη νωπά, ενώ ο αιφνιδιασμός του στρατεύματος του Μαυροκορδάτου στο Πέτα (4-7-1822) από τον Κιουταχή στοίχισε τη ζωή 400 και πλέον αξιόμαχων στρατιωτών, σημαίνοντας το τέλος της άκαιρης και κακοσχεδιασμένης ελληνικής εκστρατείας Ηπείρου.
 Σημαντική ήταν και η μάχη στα Δερβενάκια (26-7-1822), όπου ο ελληνικός στρατός, επιδεικνύοντας σε ύψιστο βαθμό τη γενναιότητα του, κατέστρεψε τα στρατεύματα του Δράμαλη και τα ανάγκασε να τραπούν σε φυγή.

Εν τω μεταξύ, η Επανάσταση στην κεντρική Μακεδονία βρισκόταν εν εξελίξει, παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες που αντιμετώπιζαν εξαιτίας της μικρής απόστασης από την Κωνσταντινούπολη, στην οποία οι Τούρκοι με μεγάλη ευκολία έστελναν στρατεύματα.
 Το ηθικό των Ελλήνων είχε σημαντικά καταπέσει και η κατάσταση επιδεινώθηκε στις αρχές Οκτωβρίου. Σε αυτό, βέβαια, συνέτεινε και η εχθρική αντιμετώπιση της Επανάστασης από τις κυριότερες ευρωπαϊκές δυνάμεις (Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία}, στάση που υπαγορευό¬ταν από τα άνομα, οικονομικά κυρίως, συμφέροντα τους.

Ο τουρκικός κίνδυνος, όμως, ήταν μια φλόγα που εκείνο το χρονικό διάστημα αναζωπυρώθηκε. Ο Ομέρ Βρυώνης στις 10 Οκτωβρίου, αφού υπέταξε τους οπλαρχηγούς του Ξηρόμερου και του Βάλτου, αναχώρησε από την ΄Αρτα και συναντήθηκε με το στράτευμα του Κιουταχή, Δημιουργήθηκε, έτσι, μια δύναμη περίπου 8.000 ανδρών, η οποία απειλούσε όχι μόνο την Αιτωλία, αλλά και ολόκληρη την Επανάσταση, εφόσον οι τουρκικές δυνάμεις είχαν καταλάβει καίρια σημεία του ελλα¬δικού χώρου και το ελληνικό στράτευμα είχε αποδυναμωθεί ακόμα και από εσωτερικούς εμφυλίους.

_________________


  



ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΑΠΕΙΛΗΤΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ

Από την αλληλογραφία του Μαυροκορδάτου (με άλλους σημαίνοντες οπλαρχηγούς διαφαίνεται πως διατηρούσε ακόμα κάποια ψήγματα αισιοδοξίας, αν και δεν έλειπαν οι προδοτικές κινήσεις, όπως συνάγεται από γράμμα του προς τον Α. Κανακάρη: «Οι εχθροί προχώρησαν εις το Βραχώρι, αλλά μήτε το δεξιόν όπου ευρίσκετο ο Μάρκος Μπότσαρης, μήτε το κέντρον, όπου εγώ εστεκόμην, εδυνήθησαν να σπάσουν.
 Μία βοήθεια όπου τους ήλθε, την διεύθυναν κατά το μέρος του ποταμού, του οποίου τας όχθας εκράτει ο Μακρής. Ούτος ο ανόητος και άνανδρος...άφησε: τον εχθρόν και απέρασεν..».

Ο Μαυροκορδάτος, στις 20 Οκτωβρίου, από το Μεσολόγγι όπου βρισκόταν για να οργανώσει την άμυνα της πόλης, απηύθυνε έκκληση στους Υδραίους για στρατιωτική Βοήθεια, εκθέτοντας την τραγικότητα, αλλά και την κρισιμότητα της κατάστασης. Τα τρόφιμα ήταν λιγοστά, όπως εξάλλου και ο στρατός, ενώ ο φόβος, μήπως μετά το Μεσολόγγι οι Τούρκοι προχωρούσαν στη Ναύπακτο και την Πελοπόννησο, ήταν ιδιαίτερα μεγάλος.

Στο μεταξύ, ο τουρκικός στρατός, αφού πέρασε χωρίς να συναντήσει αντίσταση από το Αγγελόκαστρο στις 18 Οκτωβρίου, έφθασε στο Κεφαλόβρυσο, το οποίο απείχε δυόμισι ώρες από το Μεσολόγγι. Εκεί, βρέθηκε αντιμέτωπος με ΄Ελληνες υπερασπιστές από διάφορα σημεία της Αιτωλίας, μεταξύ των οποίων ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Αλέξανδρος Βλαχόπουλος, ο Γ Τσόγκας και ο Δ. Μακρής, παρά το γεγονός ότι ο Μαυροκορδάτος είχε εκφραστεί περιφρονητικά για το άτομο του. Τον αγώνα εναντίον των Τούρκων εκείνη την κρίσιμη ώρα ενίσχυσε και ο Καραϊσκάκης, ο οποίος έστειλε 100 στρατιώτες στο Μεσολόγγι, αψηφώντας τις κατηγορίες και τους υπαινιγμούς του Μαυροκορδάτου για ενδεχόμενη συνεργασία του με τον εχθρό.


 Μάλιστα, ο ίδιος ο Μαυροκορδάτος αργότερα του ζήτησε ή να παρευρεθεί στο Μεσολόγγι ή να στείλει περισσότερη βοήθεια.
 ΄Υστερα από κάποιες αψιμαχίες μεταξύ των δύο αντιπάλων, οι Τούρκοι επιτέθηκαν εναντίον του ελληνικού στρατεύματος στις 21 Οκτωβρίου.

Το σχέδιο της επίθεσης φαίνεται πως είχε διαρρεύσει στο στρατόπεδο των Ελλήνων, αφού ο Μαυροκορδάτος με γράμματα του την παραμονή της τουρκικής επίθεσης, καλούσε τους καπεταναίους Γεώργιο Τσόγκα, Γιαννάκη Γιολδάση, Ανδρέα Σαφάκα και άλλους οπλαρχηγούς να πολεμήσουν γενναία και να κτυπήσουν τους εχθρούς.
 Σύμφωνα, όμως, με τον Τρικούπη, η αντίσταση των Ελλήνων στο Κεφαλόβρυσο δεν κράτησε πολύ και «οι μεν εντόπιοι οπλαρχηγοί ανέβησαν τα βουνά, ο δε Κίτσος και ο Μπότσαρης, οι μη έχοντες επαρχιακός οπλαρχηγίας, εισήλθον καταδιωκόμενοι υπό των εχθρών και κακώς έχοντες εις Μεσολόγγι, όπου είχε καταφύγει τεσσάρας ημέρας προτού και ο Μαυροκορδάτος».

Οι Τούρκοι προωθήθηκαν την ίδια ημέρα στην πεδιάδα του Μεσολογγίου, έχοντας πρώτα λεηλατήσει τα χωριά Μποχώρι και Γαλατά (ανατολικά της πόλης), ενώ στις 25 Οκτωβρίου έφθασαν έξω από το Μεσολόγγι Εκεί τα τουρκικά στρατεύματα χωρίσθηκα 
Ο Ομέρ Βρυώνης στρατοπέδευσε κοντά στον Αγιο Δημήτριο, ενώ ο Κιουταχής και, Ισμαήλ Πλιάσσας κοντά στον Αγιο Αθανάσιο 
Μαζί τους Βρίσκονταν και όσοι ΄Ελληνες είχε δηλώσει υποταγή, ο Γώγος Μπακόλας, ο Βαρνακιώτης, ο Ανδρέας Ισκος, ο Γιαννάκης Ρογκάγκος και ο Γεωργάκης Βαλτινός.
 Και ενώ χερσαία οδός αποκλείσθηκε, ενισχύσεις ά χισαν να καταφθάνουν από τη θάλασσα. Συγκεκριμένα, τρία πλοία του Γιουσούφ πασά των Πατρών έφθασαν μπροστά στη λιμνοθάλασσα, εμποδίζοντας την αποστολή ενισχύσεων και εφοδίων στους επαναστάτες και συμπληρώνοντας έτσι τον αποκλεισμό των Μεσολογγιτών.

_________________


  
 


Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΤΟΥ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΛΗΞΗ ΤΗΣ

Η κατάσταση στο Μεσολόγγι το πρώτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου ήταν εξαιρετικά ρευστή, ενώ ο χρόνος κυλούσε υπέρ των πολιορκημένων Οι Τούρκοι βρίσκονταν σε δεινή θέση, καθώς αντιμετώπιζαν τον 6αρύ χει¬μώνα, την καθυστέρηση των μισθών τους, την καταπόνηση τους και τις ασθένειες που είχαν κάνει την εμφάνιση τους στο στρατόπεδο.
 Η δυσαρέσκεια εναντίον των πασάδων ήταν διάχυτη και ο κίνδυνος διάλυσης του στρατεύματος ορατός.
 Ως μοναδική λύση προκρίθηκε η έφοδος, που ορίσθηκε για τη νύκτα των Χριστουγέννων, με το δόλιο σκεπτικό ότι οι Ελληνες εκείνη την ώρα θα εκτελούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.
 Το εγχείρημα, όμως, ήταν δύσκολο και οι κίνδυνοι πολλοί, γι' αυτό και οι πασάδες όρισαν μεγάλες χρηματικές αμοιβές για όσους θα ανέβαιναν στα τείχη του φρουρίου.

Οι προετοιμασίες για την έφοδο προχωρούσαν με γοργούς ρυθμούς και με άκρα μυστικότητα στο τουρκικό στρατόπεδο. 
 ΄Ενας Ηπειρώτης όμως, ο οποίος βρισκόταν αναγκαστικά στο στρατόπεδο των Τούρκων, ο Γιάννης Γούναρης, ειδοποίησε, με κίνδυνο της ζωής του και θυσιάζοντας την οικογένεια του που είχε αφήσει στην ΄Αρτα, τον γραμματικό του Μάκρη για το σχέδιο των Τούρκων.
Αξίζει κανείς να διαβάσει το εμπνευσμένο από την τραγική αυτή ιστορία διήγημα του Ανδρέα Καρκαβίτσα «Η Θυσία», για να αντιληφθεί το μέγεθος της εσωτερικής πάλης του Γούναρη μεταξύ του καθήκοντος προς την πατρίδα και της οικογενειακής αγάπης.

Ο Μαυροκορδάτος στο άκουσμα του σχεδίου έσπευσε να θωρακίσει την ανατολική πλευρά του φρουρίου, απ' όπου, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Γούναρη, θα γινόταν η έφοδος.
 Συγχρόνως, ανακάλεσε τη διαταγή του για επίθεση στα τουρκικά σώματα που βρίσκονταν στις ακτές της Ακαρνανίας και ζήτησε την επιστροφή του Μαυρομιχάλη, του Τσόγκα, του Τσέλιου και του Γρίβα, οι οποίοι είχαν ξεκινήσει το πρωί της ίδιας ημέρας για να λάβουν μέρος στην προαναφερθείσα επιχείρηση

Την επόμενη ημέρα, λίγο πριν από το μέρωμα, 800 Τουρκαλβανοί όρμησαν στην ανατολική πλευρά του φρουρίου με αλαλαμούς και ομοβροντίες, ανύποπτοι για τα μέτρα που είχαν λάβει οι ΄Ελληνες. Ελάχιστοι κατόρθωσαν να φθάσουν στο τείχος της πόλη και αυτοί αποκρούσθηκαν αμέσως από του υπερασπιστές. Η επίθεση των Τούρκων διήρκεσε μόνο τρεις ώρες, καθώς, όταν διαπίστο σαν πως το εγχείρημα τους δεν είχε κανέν αποτέλεσμα, ενώ ο αριθμός των νεκρών κ( των τραυματιών ολοένα μεγάλωνε, αναγκάσθηκαν να υποχωρήσουν. Πίσω τους άφησα 500 νεκρούς και 12 σημαίες, ενώ οι απώλειες των Ελλήνων ανήλθαν σε τέσσερις νεκρούς και δύο τραυματίες.

Η ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ

Μετά την αποτυχημένη προσπάθεια των Τούρκων, διαδόθηκε στο στρατόπεδο τους ότι ερχόταν από την ανατολική Στερεά ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, γεγονός που αλήθευε. 
Τέτοιος ήταν ο τρόμος που τους κατέλαβε, ώστε στις 31 Δεκεμβρίου έλυσαν την πολιορκία, εγκαταλείποντας το πυροβολικό και τις αποσκευές τους για να μπορέσουν να απομακρυνθούν όσο το δυνατό γρηγορότερα από τη δυτική Στερεά. Στον απελπισμένο δρόμο τους δέχονταν συνεχώς τις παρενοχλήσεις και τα πυρά των ντόπιων οπλαρχηγών.
 Ακόμη και ο ποταμός Αχελώος τους αντιμετώπισε εχθρικά.
 Η στάθμη των νερών είχε ανυψωθεί από τις ραγδαίες βροχοπτώσεις και τη συνεχή χιονόπτωση, με αποτέλεσμα ο ποταμός να γίνει ορμητικός και, βέβαια, δυσκολοδιάβατος.
 Περισσότεροι από 500 άνδρες παρασύρθηκαν από το ρεύμα και βρήκαν φρικτό θάνατο.
 Οσοι διασώθησαν, σε κακή κατάσταση, έφθασαν στην Πρέβεζα.
 Η καταστροφή των Τούρκων θα ήταν ολοκληρωτική, εάν οι ΄Ελληνες οπλαρχηγοί είχαν δράσει περισσότερο συντονισμένα και αποφασιστικά, παραμερίζοντας τις αντιζηλίες και τις διχογνωμίες που ματαίωναν κάθε δραστική ενέργεια.

Στο έντυπο «Εφημερίς των Αθηνών» (11 Νοεμβρίου 1825) αναδημοσιεύθηκε απόσπα¬σμα από τον "΄Υμνον εις την Ελευθερίαν" του Δ. Σολωμού, που περιέγραφε τη συμφορά των Τούρκων στον Αχελώο ποταμό:
105
Κακορίζικοι, που πάτε
του Αχελώου μες στη ροή
και επιδέξια πολεμάτε
από την καταδρομή
106
Να αποφύγετε! Το κύμα
έγινε όλο φουσκωτό
εκεί ευρήκατε το μνήμα
πριν να ευρήτε αφανισμό.
107
«Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει
κάθε λάρυγγας εχθρού,
και το ρεύμα γαργαρίζει
τες βλασφημίες του θυμού.
108
Σφαλερά τετραποδίζουν
πλήθος άλογα, και ορθά
τρομασμένα χλιμιντρίζουν,
και πατούν εις τα κορμιά.
109
Ποιος στον σύντροφο απλώνει
χέρι ωσάν να βοη9η&ή
ποιος την σάρκα του δαγκώνει,
όσο οπού να νεκρω&ή.
110
Κεφαλές απελπισμένες,
με τα μάτια πεταχτά,
κατά τ' άστρα σηκωμένες
για την ύστερη φορά.
111
Σβήεται - αυξαίνοντας η πρώτη
του Αχελώου νεροορμή,
το χλιμίντρισμα και οι κρότοι
και του ανθρώπου οι γογγυσμοί.

Για τους ΄Ελληνες αναμφισβήτητα η νίκη υπήρξε μεγάλη. Οφειλόταν σε όλους τους υ¬περασπιστές, Στερεοελλαδίτες και Πελοποννήσιους, οι οποίοι έσπευσαν να ενισχύσουν τους συναγωνιστές τους με συντονισμένες ενέργειες. 
Η επιτυχία έγινε ακόμη μεγαλύτερη, διότι αμέσως μετά την αποχώρηση των Τούρκων από το πολύπαθο Μεσολόγγι, ενώθηκαν με τον ελληνικό στρατό οι οπλαρχηγοί Ανδρέας Ισκος και Γεώργιος Βαλτινός, οι οποίοι λίγους μήνες νωρίτερα είχαν προσχωρήσει στο αντίπαλο στρατόπεδο.

Οι εξαγριωμένοι Τούρκοι, όταν έφθασαν στην Αρτα, σφάγιασαν τη σύζυγο και τα παι¬διά του Γούναρη ως αντίποινα.
 Συντετριμμένος ο δυστυχής Ηπειρώτης ασπάσθηκε το μοναχικό σχήμα και με ελεημοσύνες των Χριστιανών ανακαίνισε το εκκλησάκι της Παναγίας της Ελεούσας, που βρίσκεται στον δρόμο Μεσολογγίου - Βραχωρίου. 
Εκεί τελείωσε τον Βίο του, προσφέροντας νερό στους κουρασμένους διαβάτες και συντηρούμενος από τις ελεημοσύνες τους.

Οι τουρκικές επιχειρήσεις κατά τον Ιανουάριο-ΦεΘρουάριο του 1823 είχαν την ίδια τύχη με αυτή της δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Η στρατιά του Δράμαλη στην Ακρατα γνώρισε τη συντριβή, την ταπείνωση και τον θάνατο. Τραγικό τέλος είχαν και όλες οι εκστρατείες του Δράμαλη που είχαν σκοπό να υποτάξουν την ανατολική Στερεά και την Πελοπόννησο. Παρόμοια τύχη ανέμενε και τα στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη και του Κιουταχή που απέβλεπαν στην ανάκτηση της δυτικής Στερεάς Ελλάδας.

Ο θρίαμβος των ελληνικών ό¬πλων ήταν αποτέλεσμα τόσο των σταθερών και συντονισμένων ελληνικών ενεργειών, όσο και των σφαλμάτων του εχθρού. 
Ωστόσο, το Μεσολόγγι παρέμενε για τους Τούρκους ένα μέρος-πρόκληση, που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως εφαλτήριο για τα ε¬πεκτατικά τους σχέδια στην κεντρική Ελλάδα.
 Οι σημαντικές τουρκικές απώλειες σε έμψυχο και άψυχο δυναμικό δεν αποτέλεσαν τροχοπέδη για τα σχέδια τους. Το Μεσολόγγι επρόκειτο σύ¬ντομα να δοκιμαστεί εκ νέου από την εχθρική λαίλαπα.




 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

(1) Α. Βακαλόπουλος: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ 1821, ΟΕΔΒ, Α9ήνα, 1971.
(2) ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τόμ. ΙΒ', Εκδοτική Αθηνών, Α9ήνα, 1975.

(3) ΙΣΤΟΡΙΚΑ, έν9ετο της εφημ. «Ελευθεροτυπία», Λ/ο 44 (Περιηγητές, οι αυτόπτες μάρτυρες του αγώνα για ανεξαρτησία),111 (Οι οπλαρχηγοί της Στερεάς Ελλάδας), 128 (Γεώργιος Καραϊσκάκης).
(4) Α. Καρκαβίτσα: ΑΠΑΝΤΑ, εκδ. Καπόπουλος, Α9ήνα, 1973.

(5) Ο ΤΥΠΟΣΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ, Χειρόγραφες εφημερίδες, τόμ. Α', εκδ. Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1971.

(6) Κ. Παπαρρηγόπουλος: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, εκδ. Φάρος, Α9ήνα 1983.

(7) Γ. Τερτσέτης: ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΟΥ 1821, εκδ. Διεθνή Βιβλία, Αθήνα, 1970.

(8) Σ. Τρικούπης: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ, 4 τ., εκδ. Δημιουργία -Α.Χαρϊσης, Α&ήνα, 1996.

(9) ΥΔΡΙΑ, ΓΕΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ, τ. 4ος και
8ος, εκδ. Γ. Αξιωτέλλης, Α9ήνα, 1990.

(10) Χρυσαν9όπουλου Φωτίου (Φωτάκου):
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ
1821, 4 τ., εκδ. Βεργίνα, Α9ήνα, 1996.

(11) Γ. Μπενέκου: ΟΙ ΑΛΗΘΙΝΟΙ ΣΟΥΛΙΩΤΕΣ,
Α9ήνα, 1958. Δ. Φωτιάδη: Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ '21, τ. II, εκδ.
οίκος Ν. Βότση, Α9ήνα, 1977.
ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΞΕΝΩΝ ΕΘΕΛΟΝΤΩΝ
ΓΙΑ ΤΗΝ Α΄ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ


Η ΕΠΟΠΟΙΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΠΟΥ, ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ, ΠΟΥ ΟΔΗΓΗΣΕ ΣΤΟ ΘΡΥΛΙΚΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΗΣ ΣΤΙΣ 10 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1826,
 ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ. 
ΕΝ ΤΟΥΤΟΙΣ, ΑΠΟ ΚΑΘΑΡΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΑΠΟΨΗ Η Α' ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΟΥ 1822 ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΕΞΙΣΟΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΛΑΜΠΡΟΤΕΡΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ. ΕΞΑΛΛΟΥ, 
 Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ, ΜΕ ΤΟ ΜΕΓΕΘΟΣ ΤΗΣ ΕΘΕΛΟΘΥΣΙΑΣ ΤΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΩΝ, ΣΥΝΕΤΕΛΕΣΕ ΣΤΗΝ ΑΝΑΘΕΡΜΑΝΣΗ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΟΙΝΗΣ ΓΝΩΜΗΣ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ, ΣΤΗ ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ. ΟΣΟ ΚΑΙ ΑΝ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΤΟ ΣΧΗΜΑ ΟΞΥΜΩΡΟ. ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ ΤΩΝ ΟΘΩΜΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΥΠΑΘΗ ΕΛΛΑΔΑ. ΩΣΤΟΣΟ, ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΛΑΜΠΡΗ ΝΙΚΗ ΜΕ ΤΗ ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΑΛΒΑΝΩΝ ΣΤΗΝ Α' ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ, ΚΑΤΩ ΜΑΛΙΣΤΑ ΑΠΟ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΑΝΤΙΞΟΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ, ΣΥΝΕΒΑΛΕ ΣΤΗΝ ΑΝΑΖΩΠΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΞΕΓΕΡΣΗΣ ΣΤΗ ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΔΡΑΙΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ.

Μετά την πτώση του Ιουλίου και την καταστροφή του Πέτα, στις 4 Ιουλίου 1822, επικράτησε πανικός στη Ρούμελη, ενώ βαθύ σκοτάδι απλώθηκε στην υπόλοιπη εξεγερμένη Ελλάδα. Ακολούθησε, στις 9 Αυγούστου, σαν αναλαμπή, η κρατερή μάχη στον Αετό Ξηρομέρου, όπου ο Βαρνακιώτης κατήγαγε σημαντική νίκη και αναχαίτισε προσωρινά τα ασκέρια του Κιουταχή. Στη συνέχεια, όμως, ο εχθρός ήταν ελεύθερος να προχωρήσει νοτιότερα, να διαπεραιωθεί στον Μοριά και να καταπνίξει το κίνημα, επαναλαμβάνοντας τα τραγικά γεγονότα των Ορλωφικών του 1770.
 Τότε, εκτός από την Πελοπόννησο και άλλα μέρη, είχε καταστραφεί εκ θεμελίων και το Μεσολόγγι με τον ακμάζοντα εμπορικό του στόλο, τον πρώτο σε μέγεθος της προεπαναστατικής Ελλάδας.

Μοναδικό πλέον εμπόδιο για τις ορδές του Κιουταχή συνιστούσε το Μεσολόγγι, το οποίο, λόγω της στρατηγικής του θέσης, είχε χαρακτηρισθεί, όπως εξάλλου άδει και η λαϊκή μούσα, «κλειδί της Ρούμελης και του Μοριά κολόνα».
 Εκεί, κατέφυγε και ο Μαυροκορδάτος μετά τη διάλυση του εκστρατευτικού σώματος στο Πέτα, με μερικούς καπεταναίους και τα λείψανα του Τάγματος των Φιλελλήνων και του Συντάγματος του Τακτι¬κού.

Ανάμεσα στους λίγους ξένους εθελοντές που σώθηκαν στο Πέτα ήταν και ο Ιταλός αξιωματικός Μπρέντζερι, ο οποίος, έχοντας προσκολληθεί στον Μαυροκορδάτο, βίωσε τα περιστατικά της Α' Πολιορκίας του Μεσολογγίου.
Το ημερολόγιο του, (Αύγ. 1826 - Ιαν. 1827), αποτελεί μία πολύτιμη αυθεντική μαρτυρία, ιδιαίτερα αφού οι σχετικές πληροφορίες από ελληνικές πηγές είναι ελάχιστες.
 Κατά τον Μπρέντζερι, η Α' Πολιορκία του Μεσολογγίου διεκδικεί τη θέση της στις πιο ένδοξες σελίδες της ελληνικής Ιστορίας.

Συγκεκριμένα, ο Ιταλός εθελοντής παραδίδει: «Νομίζω πως πρόκειται για κάτι που δεν ξανάγινε ποτέ και πουθενά. 
Χωρίς όπλα, χωρίς τείχη, χωρίς στρατιώτες, αντιμετώπισε το Μεσολόγγι 14.000 εχθρούς από την ξηρά, μόνο με τα λόγια (εννοεί την παρελκυστική τακτική των διαπραγματεύσεων). 
Τα τείχη βρίσκονταν σε αθλία κατάσταση και 500 Ευρωπαίοι στρατιώτες θα μπορούσαν να καταλάβουν την πόλη μέσα σε μία ημέρα.
 Η οχύρωση του Μεσολογγίου, που έγινε στην αρχή του ξεσηκωμού, ήταν μια τάφρος, 8 πόδια πλάτος (2,5 μ.) και 6 (1,8μ.) βάθος, και ένα πλίθινο τοίχο, 5 μόλις πόδια (1,5 μ.) ύψος.
 Πίσω από το τείχος υπήρχε πολύ μεγάλος ελεύθερος χώρος για τους κατοίκους των περιχώρων και τα ζώα τους. Πολλά κοπάδια οδηνήθηκαν στην πόλη με εντολή του Μαυροκορδάτου, για να δημιουργηθούν απο¬θέματα πόστων κρεάτων σε περίπτωση αποκλεισμού.
 Από την πρώτη στιγμή διαπιστώθηκε πως ήταν αδύνατη η αναχαίτιση του εχθρού με τέτοιες οχυρώσεις.
 Πολλά σημεία του τείχους είχαν καταπέσει από τις βροχές.
 ΄Ηταν επιπόλαια κτισμένο και δεν υπήρχαν θεμέλια.
 ΄Αρχισαν αμέσως να μελετούν την ενίσχυση των τειχών από μέσα με ξυλεία και την επιδιόρθωση τους.

Ο Μαυροκορδάτος έδωσε εντολή να ανοιχθούν τα σπίτια των Μεσολογγιτών που είχαν εγκαταλείψει την πόλη και να μεταφερθούν στα τείχη όλα τα βαρέλια, οι κάδες και κάθε λογής ξύλινο αντικείμενο που βρισκόταν σ' αυτά.
 Στην ανάγκη, να γκρεμισθούν τα σπίτια για να αξιοποιηθεί η ξυλεία τους. 
Ετσι, αν απομακρύνονταν οι Τούρκοι, γυρίζοντας οι φυγάδες στην πόλη θα εύρισκαν τα σπίτια τους άδεια ή ερειπωμένα κι αυτό θα αποτελούσε ένα μάθημα για όλους, να μην εγκαταλείπουν τον τόπο τους».

Θα πρέπει εδώ να τονισθεί ότι δεν είχαν όλες οι οικογένειες των Μεσολογγιτών εγκαταλείψει την πόλη, όπως υπαινίσσεται ο Μπρέντζερι, αλλά και ο Γάλλος εθελοντής αξιωματικός Ολι6ιέ Βουτιέ.
 Κατά τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, στην πόλη, εκτός από τους 22 άνδρες του Μάρκου Μπότσαρη και τους 25 της σωματοφυλακής του Μαυροκορδάτου, υπήρχαν και 360 Μεσολογγίτες οπλοφόροι.
 Επίσης, όπως συνάγεται από μεταγενέστερη αναφορά των προκρίτων, είχαν παραμείνει και άμαχοι, καθώς σε μία περικοπή της τονίζεται:
 «... Ενώ όλοι όλαις δυνάμεσιν εβοηθήσαμεν την πατρί¬δα δια των όπλων, δεν ελείψαμεν και με συνεισφορά χρημάτων, αφού εδώσαμεν τα κρασιά μας, λάδια, τυριά, βούτυρα, ζώα και όσον ψωμί είχε έκαστος να ζήσει την οικογένειάν του».
 Αλλωστε, και ο Μαυροκορδάτος με γράμμα που απηύθυνε στους Υδραίους στις 20 Οκτωβρίου, τους καλούσε να στείλουν πλοία για να σώσουν «τον κινδυνεύοντα λαόν».

Ο Γάλλος αξιωματικός Ολιβιέ Βουτιέ υποστηρίζει ότι η ιδέα να αντιταχθεί άμυνα μέχρις εσχάτων στο Μεσολόγγι ανήκε στον Μαυροκορδάτο.
 Στο χρονικό του αναφέρει πως τον συμβούλεψε να καταφύγει στον Μοριά, όπου χρειαζόταν η παρουσία του, αλλά εκείνος απάντησε
«Πραγματικά, οι κάτοικοι των επαρχιών αυτών είναι ανάξιοι να θυσιασθούμε γι' αυτούς. Αλλά αν φύγω, θα υποταχθούν αμέσως και οι αλβανικές ορδές θα περάσουν στην Πάτρα... Η ελληνική υπόθεση, έτσι, χάνεται. Εδώ πρέπει να πεθάνουμε».

Θα πρέπει, επίσης, εδώ να σημειωθεί ότι είναι καταφανής η προσπάθεια του Μπρέντζε-ρι και του Βουτιέ να εμφανίσουν το κάστρο του Μεσολογγίου ως ένα απλό «λασποτοίχι» και να εξάρουν τον ρόλο του Μαυροκορδάτου, τόσο στην οργάνωση της άμυνας, όσο και στην απόφαση του για αντίσταση μέχρις εσχάτων. 
Ο σχολιασμός της γενικότερης «πολιτείας» του Μαυροκορδάτου κατά την περίοδο εκείνη δεν περιλαμβάνεται, βέβαια, στις προθέσεις του γράφοντος, ωστόσο πρέπει να επισημανθούν τα εξής:

Καταρχάς, είναι ιστορικά εξακριβωμένο ότι η οχύρωση της πόλης, χωρίς βέβαια ευρωπαϊκές προδιαγραφές και με πενιχρά μέσα, άρχισε αμέσως μετά την απελευθέρωση της στις 20 Μαΐου 1821, και πιο συγκεκριμένα την 1η Ιουνίου.
 Αυτό έγινε κατόπιν πρωτοβουλία του οξυδερκούς και δραστήριου αρχηγού τω» Μεσολογγιτών, Αθανάσιου Ραζηκότσικα, μί συνεισφορά και προσωπική εργασία των συμπολιτών του.
 Εχει διασωθεί ιδιόχειρος «Λογαριασμός της πολιτικής δοσοληψίας του /4θ Ραζηκότσικα από Ιουνίου 1821 έως 8ης Αυγού στου ιδίου έτους...», όπου ενδεικτικά αναγράφονται:

Ιούνιος 14. Των χαντακηζίδων ημερομίσθια 22 προς γρόσια 2,20 = 55.
Ιούνιος 17. Του Ανάσταση Καψάλη δια δύο πάτερα, γρόσια 26.
Ιούνιος 19. Του Μπουμποτά δια 1 ημερομίσθιο εκουβαλούσε πέτρες, γρόσια 2.
Ιούνιος 25. Του Ανάσταση Σκαρλάτου διαα• ποκοπήν εις οργιαίς, εδούλευεν εις το χαντάκι, γρόσια 23,5.
Ιούλιος 7. Των Ανατολικιωτών ημερομίσθια 9, γρόσια 22,20.
Ιούλιος 17. Δια Ν. Παπαζαφείρη και Ανδρέα Νιανιάρου βεκυλίδων, γρόσια 100,

Το όλον, γρόσια 18.401,22».

Επίσης, διασώθηκε «Λογαριασμός περιλαβής των όσων άσπρων όπου δια συνεισφορών μου εμέτρησαν οι κάτωθι πατριώτες...»:
- Ιωάννης Τρικούπης, Δημ. Πλατύκας, Σταμός Σιδέρης, Δ. Τζιντζιλόνης ανά γρόσια 1.000
- Δημήτρης Ζαβιτσάνος γρόσια 300
- Ανάστασης Μπακανδρέας γρόσια 300
- Νικολάκης Δροσίνης γρόσια 300
- Μητρός Πετρόπουλος γρόσια 300
- Ανάστασης Παλαμάς γρόσια 900
- Κωνσταντίνος Γουλψής γρόσια 50
- Μήτσιος Μαχαλίώτης γρόσια 212
- Ανδρέας Νανιάρας γρόσια 100
- Εκκλησία του Αγ.Σπυρίδωνα γρόσια 2.550

Σύνολον γρόσια 17.213».

Αλλά ακόμη και ο Γάλλος φιλέλληνας και τεχνικός αξιωματικός Μαξίμ Ρεϋμπώ, ο οποίος επισκέφθηκε το Μεσολόγγι τον Ιούλιο του 1821, περιγράφει στο χρονικό του ότι βρέθηκε μπροστά σε πυρετώδεις οχυρωματικές εργασίες: 
 "Υπήρχε ένα μικρό τείχος με επάλξεις, ανίοχυρο ν' αντιμετωπίσει τη δράση και του πιο ελαφρού πυροβολικού. ;
 Εσκαβαν τάφρο που θα κατακλυζόταν από τα νερά της θάλασσας, ώστε η πόλη να αποχωρίζεται από τη στεριά.
 Οι εργασίες όμως ακολούθησαν κακή κατεύθυνση. 
Για να μη θυσιάσουν δύο μικρές εκκλησίες, που οπωσδήποτε θα γκρεμίζονταν, οι ΄ Ελληνες έδωσαν μεγαλύτερη ανάπτυξη στο τείχος από εκείνη που χρειαζόταν.
 Ετσι, αυτή η εκδήλωση ευσέβειας δυσκόλεψε τα αμυντικά έργα...».

Χαρακτηριστικό, εν προκειμένω, είναι και το άρθρο που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Αθηνά» στις 28 Αυγούστου 1843, υπό τον τίτλο «Οί Μεσολογνίται αδικούμενοι», όπου με¬ταξύ άλλων αναφέρεται:
 «...Ουδένα λανθάνει ότι κατά την κατάβασίν του ο Ομέρ πασάς δεν απήντησε παρά 350 κατά πρώτον Μεσολογγίτας εντός της ηρωικής πόλεως των, προφυλαττομένους όπισθεν του τείχους εκείνου, το οποίον αϊ χείρες των γυναικών και θυγατέρων των προετοίμασαν εκ της ύλης των πατρώων οικιών.
 Οστις ενθυμείται τας παρθένους του Μεσολογγίου, τας φέρουσας περί το εσπέρας εις το παράλιον τους λίθους των ερειπωμένων οικιών δια να μετακομισθώσι την επιούσαν με τα πλοιάρια εις τον χάνδακα προς κατασκευήν του τοίχους και όστις ενθυμείται την ενθουσιώδη εκείνην των Μεσολογγιτών απόφασιν,εκείνος δύναται να εκτίμηση την προς τους Μεσολογγίτας οφειλομένην ευγνωμοσύνην...».

Τέλος, για την ενίσχυση της οχύρωσης το καλοκαίρι του 1822, δεν χρησιμοποιήθηκαν μόνο τα υλικά από τα σπίτια των απόντων.
 Οι ίδιοι οι Μεσολογγίτες που έμεναν στην πόλη, προσέφεραν εθελοντικά, όπως φαίνεται από κατοπινό διάβημα τους προς τη Διοίκηση. "Δεν ελυπήθημεν να δώσωμεν από εδικά μας όσα εχρειάζοντο, ξύλα, τάβλες, καρφιά, στρώματα, καλάθια και ό,τι άλλον εκρίναμεν αναγκαίον».

Σε ότι αφορά την απόφαση του Μαυροκορδάτου για την άμυνα στο Μεσολόγγι μέχρις εσχάτων, είναι αλήθεια ότι, αρχικά, δεν είχε σκοπό να αντιμετωπίσει τους Τούρκους στην πόλη.
 Για την ακρίβεια, δεν πίστευε πως ήταν δυνατό να αναχαιτισθεί εκεί ο εχθρός.
 Αυτό προκύπτει καθαρά από επιστολή του προς τον Βαρνακιώτη, την οποία συνέταξε στο Αιτωλικό, στις 17 Σεπτεμβρίου 1822: «Πόσον με ετάραξεν η διόλυσις του στρατοπέδου του Πλατάνου είναι αδύνατον να σου περιγράψω και μάλιστα όταν είδα το μωρόν και ανόητον σχέδιον της οχυρώσεως του Μεσολογγίου, έγινα άλλος εξ' άλλου... Τα φυσικά σύνορα, τα οποία πρέπει να διαφεντεύσωμεν... δεν είναι εν τοις χώραις, όπου και δέκα χανδάκια αν κάμωμεν δεν κατορθώνομεν τίποτε».

΄Αλλωστε, και η προαναφερθείσα στιχομυθία που μνημονεύει ο Ολιβιέ Βουτιέ στο χρο¬νικό του για την απόφαση του Μαυροκορδά¬του να αμυνθεί στο Μεσολόγγι, «άνευ ιδέας υποχωρήσεως», ελέγχεται ως μη έγκυρη, καθό¬σον ο Βουτιέ, όπως προκύπτει από το χρονικό του, βρισκόταν ταυτόχρονα στην πολιορκία του Μεσολογγίου και στην άλωση του Αναπλιού, γεγονός που στηλιτεύει και ο συμπατριώτης του Μαξίμ Ρεϋμπώ. 
Τελικά, ο Μαυροκορδάτος, διαπιστώνοντας την αμετάκλητη απόφαση των Μεσολογγιτών - πρωτοστατούντος του αρχηγού τους Αθανασίου Ραζηκότσικα -να υπερασπιστούν την πόλη τους, αποφάσισε να παραμείνει και επιδόθηκε με ζέση, είναι αλήθεια, στην οργάνωση της άμυνας.

Η αφήγηση του Μπρέντζερι, όμως, συνεχίζεται:
 «Τα τρία κανόνια - κατά τον Τρικούπη ήταν 14 παλαιά - που υπήρχαν στο Μεσολόγγι, τοποθετήθηκαν στα πιο επικίνδυνα σημεία.
 Στήσαμε και ψεύτικες πυροβολαρχίες, έτσι που να νομίζει ο εχθρός ότι έχουμε πολλά κανόνια. Βρήκαμε σε μια αποθήκη 300 μπαγιονέτες από τα μουσκέτα που είχε φέρει ο Μαυροκορδάτος από την Ευρώπη... ο Μάρκος Μπότσαρης πρότεινε να τις καλογυαλίσουμε, ώστε ν' αστράφτουν στον ήλιο, να τις προσαρμόσουμε σε κοντάρια και να τις τοποθετήσουμε κατά διαστήματα γύρω - γύρω στο κάστρο, ώστε οι Τούρκοι, βλέποντας τόσους λογχοφόρους φρουρούς να συμπεράνουν πως μέσα στην πόλη υπάρχουν πολυάριθμα στρατεύματα... κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να δίνουμε στους Τούρκους την εντύπωση ότι τα στρατεύματα γυμνάζονταν αδιάκοπα.
 Και ενώ εμείς εξαντλούσαμε όλα τα πιθανά στρατηγήματα, οι στρατιώτες γκρέμιζαν τα σπίτια και κουβαλούσαν τα υλικά.

Στις 25 Οκτωβρίου - και κατ' άλλους στις 19 - ο Ομέρ Βρυώνης και ο Ρεσίτ πασάς (Κιουταχής) άρχισαν την πολιορκία με 14.000 άνδρες (οι περισσότεροι ιστορικοί αναφέρουν 10 - 12.000άνδρες). 
Τα στρατεύματα τοποθετήθηκαν έξω από την ακτίνα βολής των ελληνικών πυροβόλων. 
Οι πασάδες και τα επιτελεία τους εγκαταστάθηκαν σε δύο μικρές εκκλησίες που δεν πρόλαβαν να γκρεμίσουν οι πολιορκημένοι. 
Ο αποκλεισμός του Μεσολογγίου από τη θάλασσα γινόταν με δύο βρίκια και μια γολέτα του Γιουσούφ πασά της Πάτρας»,

Κατά τον Ιταλό αξιωματικό, "αν οι Τούρκο; επιχειρούσαν επίθεση την ημέρα που έφθασαν μπροστά στα τείχη, θα μπορούσαν να καταλάβουν το Μεσολόγγι χωρίς να ρίξουν ούτε μία τουφεκιά.
 Αλλά αντί για έφοδο, ο Ομέρ Βρυώνης που διοικούσε τους Αλβανούς, στρατοπέδευσε στη δεξιά πτέρυγα και έδωσε εντολή να κατασκευασθούν παραπήγματα για την εγκατάσταση των ανδρών και κανονιοστάσια για την τοποθέτηση των πυροβόλων...
 Ο Ρεσίτ πασάς, με 6.000 Ασιάτες Τούρκους, ανέλαβε την αριστερή πτέρυγα κι έδωσε διαταγή να στηθούν καλύβες, δίνοντας την εντύπωση πως σκόπευε να παραμείνει εκεί για χρόνια».

Για την απροθυμία των πασάδων να εξαπολύσουν επίθεση αμέσως μετά την άφιξη τους και πριν ακόμη ενισχυθούν οι πολιορκημένοι έχουν υποστηριχθεί διάφορες εκδοχές:

Κατά τους ΄Ελληνες ιστοριογράφους Γαζή και Αγαπητό, η απροθυμία τους οφειλόταν στην πειστική παρέμβαση του Βαρνακιώτη προς τον Ομέρ Βρυώνη, με τον οποίο συνδεόταν με στενή φιλία και στο πλευρό του οποίοι προσχώρησε το φθινόπωρο του 1822.
 Η προσχώρηση αυτή - τα επονομαζόμενα «καπάκια» - σύμφωνα με έγκυρους μελετητές, έγινε με υπόδειξη του Μαυροκορδάτου, ώστε με έμμε¬σο τρόπο να διευκολυνθεί η υπόθεση του! Αγώνα. 
Στα πλαίσια αυτά εντάσσεται και η παραπάνω ενέργεια του Βαρκανιώτη. 
Το γεγονός ότι, εν συνεχεία, αυτός έμεινε ακάλυπτος από τον Μαυροκορδάτο και έλαβε από αρκετούς το στίγμα του προδότη, στηρίζει την άποψη ότι επρόκειτο για δολοπλοκία του Μαυροκορδάτου, προκειμένου να εξοντωθεί ηθικά ο κυριότερος οπλαρχηγός της δυτικής Ελλάδας.
 Ωστόσο, το θέμα αυτό παραμένει μέχρι σήμερα αμφιλεγόμενο.

΄Οσο για τους υπόλοιπους μελετητές, ο ΤόΙ μας Γκόρντον την αποδίδει στην ανατολίτικη νωχέλεια, ενώ ο Μαξίμ Ρεϋμπώ στη φιλαργυρία τους (για να μη καταστραφούν τα λάφυρα). Κατά τον Ολιβιέ Βουτιέ, «πίστεψαν πως είμαστε πολλοί». 
Τέλος, κατά τον Σπ. Τρικούπη, που θεωρείται και η πιθανότερη εξήγηση, για να μην ισοπεδωθεί το Μεσολόγγι, που προετοιμαζόταν ως χειμερινή διαμονή των στρατευμάτων.

Στη συνέχεια της αφήγησης του ο Μπρέντζερι παραδίδει:
 «Κάπου - κάπου, οι Τούρκοι προχωρούσαν ανάμεσα στις ελιές και ζύγωναν σε απόσταση μισής βολής τυφεκίου και πυροβολούσαν.
 Τους απαντούσαμε με σφοδρά πυρά και τους αναγκάζαμε να υποχωρήσουν... 
Αφού πέρασαν μερικές ημέρες, χωρίς σημαντικά αποτελέσματα, οι πασάδες σκέφθηκαν να μας προτείνουν όρους, σίγουροι πως 8α τους αποδεχθούμε.

Ο Μαυροκορδάτος και ο Μάρκος Μπότσαρης απάντησαν στον απεσταλμένο πως πρέπει να συμφωνηθεί ανακωχή μερικών ημερών. 
Οι πασάδες δέχθηκαν διακοπή του πυρός για ένα οκταήμερο και ζήτησαν επαφή μ' έναν από τους αρχηγούς. 
Ο Μάρκος Μπότσαρης, που επελέγη, αυτός ο γενναίος και προικισμένος αρχηγός, χωρίς κανένα δισταγμό, κατέβηκε από τα τείχη και κατευθύνθηκε ολομόναχος στο εχθρικό στρατόπεδο.
 Οι Τούρκοι, για. να μη δει ο Μπότσαρης τις πυροβολαρχίες τους, βγήκαν κι αυτοί να τον συναντήσουν στη μέση του δρόμου.
 ΄Υστερα από την ανταλλαγή φιλοφρονήσεων, κάθησαν κατάχαμα σε χαλιά που έφεραν ο; υπηρέτες των πασάδων.
 Αφού κουβέντιασαν τρεις ώρες, σηκώθηκαν, αποχαιρετίσθηκαν και ο Μάρκος Μπότσαρης γύρισε στο Μεσολόγγι καταχαρούμενος..,».

Ο Ιταλός αξιωματικός καταγράφει στο χρονικό του και τη στιχομυθία με τους Τούρκους πασάδες, όπως την αφηγήθηκε ο Μπότσαρης, ο οποίος επέτυχε και νέα παράταση της ανακωχής. Πάντως, κατά τους ΄Ελληνες ιστοριογράφους, ο Μπότσαρης δεν συναντήθηκε με τους πασάδες, αλλά με τον αντιπρόσωπο τους, τον Αλβανό ΄Αγο Βασιάρη, παλαιό φίλο του Σουλιώτη οπλαρχηγού.

«Εν τω μεταξύ, οι πολιορκούμενοι επωφελήθηκαν από τις ημέρες της ανακωχής και άνοιξαν μια τάφρο, εσωτερική, για να αντιμετωπίσουν ενδεχόμενη έφοδο και δημιουργία ρήγματος στα τείχη.

Ο Μάρκος συναντήθηκε κι άλλες φορές με τον Ομέρ Βρυώνη κι όλο ζητούσε αναβολές, με τη δικαιολογία πως οι ΄Ελληνες δεν ήθελαν ν' ακούσουν για συνθηκολόγηση. 
Ο Κίουταχής ευχαριστιόταν από αντιζηλία, βλέποντας πως οι Ελληνες αρνουντο να παραδοθούν

Οι βροχές προκάλεσαν κάποια αναστάτωση στο εχθρικό στρατόπεδο.
 ΄Επρεπε να επισκευασθούν τα παραπήγματα.
 ΄Ετσι, κερδίσαμε κι άλλον καιρό. 
Τελικά, οι πασάδες, βλέποντας πως δεν αποφασίζαμε, ξανάρχισαν τις εχθροπραξίες, βομβαρδίζοντας με 24 κανόνια τα ταλαίπωρα τείχη μας, 
Αλλά οι μπάλες δεν μας προκαλούσαν διόλου ζημιά, ούτε καν έσκαγαν».
_________________
 Για το ίδιο περιστατικό ο Βουτιέ γράφει:
 «Οί εχθροί μας βομβάρδιζαν με κανόνια των 24 λίτρων, αλλά οι μπάλες μόνο μικροζημιές μας προκαλούσαν. 
Οι στρατιώτες μας, για πρώτη φορά έβλεπαν τέτοια όπλα, έσβηναν τις περισσότερες μπόμπες και μας τις έφερναν για να εισπράξουν τη μικρή αμοιβή που είχε καθορισθεί. 
΄Ετσι εξοικονομούσαμε μπάλες για τα δικά μας κανόνια. Είδα μια μπόμπα να βυθίζεται στη λάσπη. Ενας ορεσίβιος στρατιώτης, που δεν είχε ως τότε ξανακούσει κανόνί, έτρεξε κοντά και διασκέδαζε πετροβολώντας τον πυροσωλήνα. Βάλαμε τις φωνές και τον απομακρύναμε πριν εκραγεί το βλήμα. Οι στρατιώτες μας ενθουσιάζονταν, κυρίως, όταν έβλεπαν να πυροβολούμε με ένα οβούζίο που έστελνε γρανάτες πολλές μαζί. Λυτά τα συγκεντρωμένα βλήματα τα ονόμαζαν περδίκάπουλα. Και ξεφώνιζαν χαρούμενα βλέποντας να σκάζουν τη νύκτα στον αέρα».

Και ο Μπρέντζερι συνεχίζει: «Πολύ σύντομα, οι ΄Ελληνες ανακάλυψαν πως υπήρχαν έντονες διαφωνίες μεταξύ των πασάδων. Καθένας τους διεκδικούσε για τον εαυτό του την κατάληψη του Μεσολογγίου. ΄Εστελναν αδίά κοπα γράμματα στον Μάρκο Μπότσαρη και συναγωνίζονταν σε προσφορές. Ο Μαυροκορδάτος προειδοποιούσε με πιεστικά μηνύματα τους Υδραίους ότι χωρίς άμεση βοήθεια το Μεσολόγγι θα αναγκαζόταν να παραδοθεί.
 Ο Γιουσούφ πασάς της Πάτρας, γνωρίζοντας τις διχογνωμίες των δύο πασάδων, θέλησε να επωφεληθεί, προτείνοντας στους ΄Ελληνες να παραδοθούν σε κείνον.
 Ο Μαυροκορδάτος σκέφθηκε να αξιοποιήσει τις προτάσεις του Γιουσούφ, για να προκαλέσει νέες αντιθέσεις στον εχθρό προς κέρδος χρόνου, μέχρι να φθάσουν τα καράβια μας με τις ενισχύσεις.
 Οι πασάδες αγανάκτησαν από αυτή την αποκάλυψη κι έδωσαν νέα αναστολή των εχθροπραξιών, ώσπου να ξαναρχίσουν οι διαπραγματεύσεις».
Εν τω μεταξύ, σχετικά με τις διαπραγματεύσεις, δημιουργήθηκαν παρεξηγήσεις και διατυπώθηκαν υπόνοιες ότι ο Μπότσαρης χρηματίσθηκε από τους Τούρκους.
 Κατά τον Νικ. Σπηλιάδη, έλαβε πράγματι χρήματα, προκειμένου να γίνουν οι διαπραγματεύσεις πιο πειστικές.
 Τότε ακριβώς, πυροδοτήθηκαν οι ανησυχίες των Μεσολογγιτών για ενδεχόμενη προδοσία.
 Στην εφημερίδα «Εστία» του 1903 (αρ. φυλ. 317), σε άρθρο με τίτλο «Βίος του Καραϊσκάκη», εξιστορείται η αναστάτωση που προκάλεσαν οι πληροφορίες για ύποπτες συνομιλίες του Μπότσαρη με τους πολιορκητές: 
 «... Ο Μαυροκορδάτος και ο Μπότσαρης επονηρεύθησαν δια ψευδών διαπραγματεύσεων να κρατήσωσι τον εχθρόν υπό ανακωχήν, μέχρις ου λάβωσιν επικουρίας... Οι μικρότεροι, όμως, εντός του Μεσολογγίου κλεισμένοι οπλαρχηγοί ήρχισαν να πιστεύουν ότι ο Μπό¬τσαρης σκέπτεται πραγματικώς να παραδώσει την πάλιν και μάλιστα δια χρήματα. Ο Θανάσης Ραζηκότσικας μεταξύ αυτών, ο ήρωας της τελευταίας πολιορκίας, έξω φρενών επί της ιδέας της προδοσίας, έσπευσε με ντελάληδες να καλέσει τον λαόν του Μεσολογγίου δια να του ομιλήση.

Οι Μεσολογγίται συνήλθαν και εις το μέσον της συνελεύσεως παρουσιάσθη ο Ραζηκότσικας, κρατών τη φουστανελαν του ανασηκωμένην εν είδει σάκου.
 Η βροντώδης φωνή του ηκοΰσθη:
 «Ποιος είναι εκείνος ο άτιμος που θέλει να παραδώσει το Μεσολόγγι; Ποιος είναι εκείνος που θα το πουλήσει; Παράδες θέλει; Ας πάρη παράδες! Και χώνων το χέρι εις τη διπλωμενην φουστανελαν, άρχισε να αρπάζη με τη χούφτα τα ασημένια νομίσματα και να τα σκορπά προς το πλήθος».

Οι υπόνοιες διαλύθηκαν με τη διακοπή των διαπραγματεύσεων και την επανάληψη των εχθροπραξιών.
 Στο μεταξύ, άρχισε η σταδιακή ενίσχυση της πόλης και το ηθικό των υπερασπιστών αναπτερώθηκε. Το διαλλακτικό πνεύμα των διαπραγματεύσεων είχε, πλέον, διαδεχθεί το αγέρωχο ύφος της απόρριψης κάθε ιδέας συνδιαλλαγής.

«Κατορθώσαμε να συγκεντρώσουμε 500 άνδρες, γράφει ο Βουτιέ, μεταφέροντας τους σχεδόν όλους από το Ανατολικό».
 Παράλληλα, τα ελληνικά πλοία, που είχαν λύσει την πολιορκία από τη θάλασσα, αποβίβασαν, κατά τον συμμετάσχοντα στις επιχειρήσεις Κανέλλο Δεληγιάννη, στις 11 Νοεμβρίου, 1.488 Πελοποννήσιους, υπό τους οπλαρχηγούς Πέτρο μπέη Μαυρομιχάλη, Κανέλλο Δεληγιάννη Ανδρέα Ζαΐμη και Θεοδωράκη Γρίβα, οι οποίο φαίνεται πως βρίσκονταν τότε στο στρατόπε δο των Πατρών. Επίσης, στις 16 ή 17 Δεκεμβρίου αποβίβασαν άλλους 462, υπό τον Ανδρέο Λόντο.

Και ο Ιταλός συνεχίζει: «Τα πολεμικά έφεραν και οκτώ κανόνια. Το ένα, των 36 λίτρων, τι τοποθετήσαμε στη στέγη μιας από τις εκκλησίες... Πολλοί από τους Μεσολογγίτες φυγάδες γύρισαν στο Μεσολόγγι με ελληνικά καράβια. Ποια ήταν, όμως, η έκπληξη τους, όταν είδαν τα σπίτια τους ισοπεδωμένα! Αλλά και τα σπίτια που δεν είχαν γκρεμιστεί ήταν ολάνοικτα και λεηλατημένα.

Οι Τούρκοι άρχισαν πάλι τις εχθροπραξίες. Κάθε νύκτα ενεργούσαν επιθέσεις, αλλα πάντοτε αποκρούονταν. 
Ο εχθρός είχε και 2.000 ιππείς, αλλά καθόλου ζωοτροφές.
 Συχνά τα άλογα έφθαναν κάτω από τα τείχη, όπου υπήρχε πολύ χορτάρι και εμείς διασκεδάζαμε πυροβολώντας τα.
 Και επειδή σκοτώσαμε μερικές εκατοντάδες, η αποσύνθεση των πτωμάτων είχε δηλητηριάσει την ατμόσφαιρα και δημιουργούσε κινδύνους.
 Η ζωή μας ήταν σκληρή.
 Περνούσαμε όλη τη νύκτα στα τείχη κάτω από τη βροχή.
 Ο ταλαίπωρος στρατηγος Νόρμαν, ο σύντροφος των δυστυχιών μας, πέθανε στο Μεσολόγγι σε μεγάλη ένδεια, σχεδόν γυμνός. 
Ο θάνατος τόσων γενναίων ανδρών στο Πέτα τον είχε συντρίψει.
 Δεν θα ξεχάσω την ημέρα που έφεραν τον στρατηγό στην εκκλησία για ταφή.
 Βρισκόμασταν όλοι οι Ευρωπαίοι εκεί και μεγάλος αριθμός Ελλήνων, άνδρες και γυναίκες, που έκλαιγαν αδιάκοπα.
Οι βροχές συνεχίζονταν.
 Επιδημία ξεσπά σε στο εχθρικό στρατόπεδο.
 Τα άλογα αφανίζονταν από έλλειψη τροφής. 
Η λάσπη έφθανε ως το γόνα, τα παραπήγματα και οι τέντες παρασύρονταν από τις πλημμύρες.
 Ο Ρεσίτ πασας, βλέποντας πως το στράτευμα του αποδεκατιζόταν, μετακίνησε το αρχηγείο του στον Γαλατά και το Βραχώρι.

Μια μπάλα από το κανόνι των 36 λίτρων έπεσε στο εκκλησάκι που χρησιμοποιούσε για κατοικία και διοικητήριο ο Ομέρ Βρυώνης τρύπησε τον τοίχο κι έπεσε πλάι στον πασά που κάπνιζε. Πέταξε το τσιμπούκι του και από σύρθηκε σε απόσταση ενός μιλίου. 
Τελικά, ο πασάδες αποφάσισαν έφοδο.
 Ο Ομέρ Βρυώνης προσέφερε 500 γρόσια στους στρατιώτες που θα έπαιρναν μέρος. Παρουσιάσθηκαν 800.
 Η επίθεση ορίσθηκε για τη νύκτα των Χρι στουγέννων. 
 Αλλά τα σχέδια του εχθρού ήταν γνωστά στο Μεσολόγγι οκτώ ημέρες πριν».

Ως προς το θέμα αυτό, οι περισσότερο σύγχρονοι Ελληνες ιστοριογράφοι (Τρικούπης, Δεληγιάννης, Μακρής, Κουτσονίκας κ.ά. αναφέρουν ότι την πληροφορία για την έφοδο των πολιορκητών έδωσε, την παραμονή των Χριστουγέννων, 
ο Γιαννιώτης κυνηγός του Ομέρ Βρυώνη, Γιάννης Γούναρης ή Κώνστα ντίνος ή Γεώργιος Ζούκας,
 όταν, με το προσχήμα του κυνηγιού στην περιοχή της Φοινικιάς, έκανε νόημα σε πριάρι που έπλεε προς από το Αιτωλικό και ειδοποίησε τους επιβαίνοντες.

Κατά τον Στ. Ξένο, την είδηση μετέφερε ο Ιταλός πειρατής Μπασσάνο. αιχμάλωτος των Τούρκων και ακολούθως, κατά την πολιορκία, αρχηγός του πυροβολικού τους, προφανώς για να εξιλεωθεί.
 Πολλοί, ακόμη, πιστεύουν ότι η ειδοποίηση δόθηκε με εντολή του Βαρνακιώτη, ο οποίος σε αυτή την εκστρατεία είχε ακολουθήσει τον Κιουταχή. 
Τέλος, κατά τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, την πληροφορία μετέδωσε «κρυφίως» ο καπετάν Γώγος Μπακόλας, ο οποίος συμπολεμούσε με τους Τούρκους.

Για την τύχη του Γιάννη Γούναρη ή Ζούκα, ο Σπυρίδων Τρικούπης επισημαίνει:
 «Ο Βρυώνης έμαθε ότι ούτος απεκάλυψε το μυστικόν και μη δυνηθείς να τον συλλαβή, φοβηθέντα και μείναντα εν Μεοολογγίω μετά την αποτυχία των Τούρκων, έσφαξεν επί της εις Αρταν επανόδου του, επί τη επιμόνω απαιτήσει των ουνεκοτρατευοάντων και παθόντων, την εκεί γυναίκα και τα παιδιά του».

Στη συνέχεια της αφήγησης του ο Ιταλός παραδίδει:

«Εκατόν πενήντα ναύτες των καραβιών βγήκαν στη στεριά για να ενισχύσουν την άμυνα, ϊοπο&ετή&ηκαν και άλλα 12 κανόνια για να καλυφθούν τα τείχη από όλες τις πλευρές.
 Ολοι περιμέναμε με ανησυχία τη νύκτα της εχθρικής εφόδου, για ι/α θερίσουμε τους καρπούς των κόπων μας.
 Σε μας τους Ευρωπαίους είχε ανατεθεί το καθήκον να κρατήσουμε τους σκοπούς άγρυπνους... 
Ο μόνος φόβος μας ήταν μήπως μας αιφνιδιάσουν σε κανένα αφύλαχτο σημείο.

Την ορισμένη νύκτα ο Μαυροκορδάτος έδωσε εντολή να βρεθούν όλοι στα πόστα τους. 
΄Ηταν τέσσερις μετά τα μεσάνυχτα.
 Δεν ακουγόταν τίποτα, ούτε βρόντος του εχθρικού κανονιού, όπως γινόταν κάθε βράδυ.
 Δεν ξέραμε τι να υποθέσουμε, όταν ξαφνικά ακούσαμε φοβερές κραυγές κι όλα τα εχθρικά κανόνια άρχισαν ομαδικό βομβαρδισμό. 
Τρέξαμε στο σημείο απ' όπου ακούγονταν οι κραυγές.
 Οχτακόσιοι Αλβανοί είχαν ζυγώσει απαρατήρητοι την τάφρο κι ένας θαρραλέος σημαιοφόρος την υπερπήδησε.
 Σκαρφάλωσε στο τείχος δύο φορές, στερέωσε τη σημαία, άνοιξε μία δίοδο και σκότωσε δύο (κοιμισμένους;) σκοπούς.
 Αν οι Αλβανοί κρατούσαν σιωπή και οι εχθρικές πυροβολαρχίες δεν άρχιζαν πρόωρα τον βομβαρδισμό οι Τούρκοι θα έμπαιναν στο Μεσολόγγι,
 Πίσω από τους 800, άλλοι 1.000 ήταν έτοιμοι να ορμήσουν στο ρήγμα. 
Οι ΄Ελληνες πίστευαν πως η έφοδος δεν θα γινόταν εκείνη τη νύχτα, καθώς άρχιζε να ξημερώνει.
________________________

Ολόκληρη η δύναμη μας κινήθηκε προς το σημείο εισβολής.
 Ο σημαιοφόρος είχε πληγωθεί θανάσιμα.
 Οι Αλβανοί, που έπρεπε να αναρριχηθούν στα τείχη, ήταν ελαφρά αρματωμένοι με σπαθιά και πιστόλες.
 Κάθε στρατιώτης κουβαλούσε ένα δεμάτι ξύλα και άλλα υλικά και τα έριχνε στην πλημμυρισμένη από τις βροχές τάφρο για να γεμίσει και να δημιουργηθεί πέρασμα.

΄Αρχισε μάχη σώμα με σώμα. 
Οι Αλβανοί αντιμετώπιζαν μεγάλες δυσκολίες.
 Εξαιτίας της βροχής δεν έβρισκαν σταθερό σημείο να πατήσουν και έτσι, ύστερα από ανώφελες προσπάθειες, αναγκόσθηκαν να εγκαταλείψουν τον αγώνα. 
Μόλις τους απωθήσαμε προς την τάφρο, αρχίσαμε καταστροφικά πυρά.
 Μεγάλος αριθμός Αλβανών σκοτώθηκε, καθώς προσπαθούσε να περάσεί στην αντικρινή πλευρά της τάφρου.
 Τα στρατεύματα που υποστήριζαν την έφοδο δεν μπόρεσαν να πυροβολήσουν εναντίον μας, γιατί θα κτυπούσαν τους δικούς τους. 
 Αντίθετα τα δικά μας πυρά ήταν φονικά και για τους δύο.
 Και μόλο που τα κανόνια τους βομβάρδιζαν αδιάκοπα, δεν είχαμε ούτε μια απώλεια.
 Ο εχθρός άφησε στο πεδίο της μάχης 600 νεκρούς και 200 τραυματίες. 
Από τους δικούς μας σκοτώθηκαν δύο και αυτοί γιατί παραμέλησαν το καθήκον τους...
 Και οι ΄Ελληνες κατέβηκαν από τα τείχη νια λάφυρα.
 Δεν υπήρχε ούτε ένας νεκρός χωρίς χρήματα».

Περιγραφή της εφόδου, σχεδόν ταυτόσημη με του Μπρέντζερι, παραδόθηκε και από τον Γάλλο αξιωματικό Ολιβιέ Βουτιέ: 
«Τη νύκτα 24 προς 25 Δεκεμβρίου, 800 Αλβανοί πέρασαν το χαντάκι-χωρίς να τους αντιληφθούν οι σκοπιές μας:
 Άλλοι 1.000 έλαβαν θέση σε μικρή απόσταση για να τους υποστηρίζουν. 
Το υπόλοιπο στράτευμα αποτελούσε την τρίτη γραμμή...".
Στην περιγραφή του ο Βουτιέ καταλήγει: 
«Εκεί, στην τάφρο, έμειναν κατά την επίθεση πάνω από 700 από τους διαλεχτότερους άνδρες του εχθρού».
Επιπλέον, στην κρίσιμη περίοδο της Α' Πολιορκίας, τη νυκτερινή έφοδο των Τούρκων είχε παρακολουθήσει από το πολεμικό «Θεμιστοκλής» και ο Αμερικανός εθελοντής Τζωρτζ Τζάρθις, ο οποίος αφηγείται στο χρονικό του: 
«7α ξημερώματα έπεσε μια κανονιά από το στρατόπεδο των Τούρκων, σύνθημα νια την προγραμματισμένη αιφνιδιαστική επίθεση. Ο άνεμος έφερνε τον αντίλαλο των κανονιών και των ελαφρών όπλων πολύ καθαρά. ΄Ηταν ένας τρομερός βρόντος που κράτησε πέντε ολόκληρες ώρες...».

Πληροφορίες για την αποτυχία της τουρκικής επίθεσης αντλούνται και από την αναφορά του παπικού προξενικού πράκτορα στην
Πρέβεζα, Ναρντίνι, προς τον γενικό πρόξενο του πάπα στην Κέρκυρα, με ημερομηνία 24 Ιανουαρίου 1823.
 «Νομίζοντας οι Τούρκοι πως οι ΄Ελληνες, την ημέραν των Χριστουγέννων, θα βρίσκονταν στις εκκλησίες κατά τα έθιμα τους, πραγματοποίησαν έφοδο την αυγή εναντίον της πρώτης τάφρου με 800 περίπου Αλβανούς, υπό τον Ταχήρ Τσαπάρη Τσάμη. 
Φαίνεται, όμως, ότι οι ΄Ελληνες ήταν πληροφορημένοι και είχαν προετοιμασθεί να τους αντιμετωπίσουν. 
Λένε ότι εκείνη τη νύκτα έδωσαν
εντολή - ως στρατήγημα - στον ντελάλη να καλεί τους ΄Ελληνες μεγαλόφωνα στην εκκλησία.

Στην πραγματικότητα, όμως, συγκεντρώθηκαν μέσα στην τάφρο της πόλης. 
Είχαν ενισχυθεί από 500 άνδρες που αποβιβάστηκαν από τα
ελληνικά καράβια, οπλισμένους με τρομπόνια. 
Μόλις οι Αλβανοί προχώρησαν αρκετά, οι ΄Ελληνες άρχισαν τα πυρά και αφάνισαν μεγάλον αριθμό...».
.
Ας υπενθυμιστεί εδώ ότι, σύμφωνα με τον Τρικούπη, η σφοδρή επίθεση των Τουρκαλβανών εκτοξεύθηκε στο ανατολικό μέρος του φρουρίου, όπου βρίσκονταν 1.200 Μεσολογγίτες, Ζυγιώτες, Καρυτηνοί, Γαστουναίοι «Πύργιοι, υπό τους Δημήτρη Μάκρη, Γιάννα Ραζηκότσικα, Θεοδωράκη Γρίβα, Κανέλλο Δεληγιάννη κ. ά.
 Ο εχθρός δεν προσέβαλε το κέντρο του φρουρίου, όπου αμύνονταν ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Ανδρέας Λόντος με 600 άνδρες.
 Αλλά ούτε και τη δυτική πλευρά, την οποία κάλυπταν ο Ανδρέας Ζαΐμης και ο Αναστάσιος Ραζηκότσικας με 600 άνδρες, κυρίως Καλαβρυτινούς, αλλά και Μεσολογγίτες και Ανατολικιώτες. 
Στους τομείς αυτούς, ο εχθρός περιορίσθηκε σε παραπλανητικές ενέργειες.

Την περίλαμπρη ελληνική νίκη έψαλε και ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός στον «Υμνον εις την Ελευθερίαν», αφιερώνονται οι στροφές 88 - 122:

«Πήγε εις το Μεσολόγγι
Την ημέρα του Χριστού
Μέρα που άνθισαν οι λόγγοι
Για τον Τέκνον του Θεού»

Αλλά και ο Ναρντίνι πληροφόρησε σχετικώς τον προϊστάμενο του:

«λένε πως οι ΄Ελληνες ονόμασαν το Μεσσολόγνι «Χριστόπολη», επειδή οι πολιορκημένοι απέκρουσαν την εχθρική έφοδο την ημέρα των Χριστουγέννων».

Στη συνέχεια της αφήγησης του Μπρεντζερι αναφέρεται:
 «Πέρασαν δέκα ημέρες χωρίς καμία καινούργια εχθρική απόπειρα.• πρωί της 6ης Ιανουαρίου (κατά τους ΄Ελληνες ιστοριογράφους την Πρωτοχρονιά), ο Μάρκος Μπότσαρης, παρατηρώντας απ' το κάστρο με το κιάλι, δεν είδε καμία κίνηση στο τουρκικό στρατόπεδο.
 Ούτε καπνός φαινόταν πουθενά
 ΄Εστειλε αμέσως οκτώ Σουλιώτες για αναννώριση.
 ΄Υστερα από μία ώρα γύρισαν με ευχάριστα νέα. 
Ο εχθρός είχε μετακινηθεί αιφνιδιιστικά, εγκαταλείποντας όλα τα εφόδια του.
Μόλις οι ΄Ελληνες άκουσαν την είδηση κι πριν ακόμα ανοίξουν οι πύλες του κάστροι πήδηξαν από τα τείχη κι έτρεξαν στο εχθρικό στρατόπεδο.
 Βρήκαν μεγάλο αριθμό βαρελιών μπαρούτης, βρεγμένης όμως με θαλσσόνερο, κάσες με φυσέκια και παξιμάδια, δέματα με ρύζια. 
Οι ΄Ελληνες, γνωρίζοντας ότι οι Τούρκοι συνήθιζαν να θάβουν ότι ήθελαν να κρύψουν, άρχισαν να σκαλίζουν τη γη. 
΄Οπου έβρισκαν αντίσταση έοκαβαν. 
 Ανακάλυψαν, έτσι, δέκα κανόνια.
 Τα είχαν αποκρύψει οι Τούρκοι ελπίζοντας πως θα επιστρέψουν με ενισχύσεις... 
Ολόκληρος ο κάμπος του Μεσολογγίου ήταν γεμάτος πτώματα.
 Τα όρνια κατασπάριζαν τα κουφάρια ανθρώπων και αλόγων•

Και ο Ναρντίνι από την Πρέβεζα έγραψαν στον παπικό πρόξενο της Κέρκυρας για την εικόνα διάλυσης που παρουσίαζε το εχθρικό στρατόπεδο: «Οι Τσάμηδες εξακολουθούν να λιποτακτούν κατά μεγάλες ομάδες. Χθες Ιανουαρίου 1823), πέρασαν τον Αούρο 51 Λιάπηδες που γύριζαν στα χωριά τους...".

Στο σημείο αυτό ολοκληρώνεται η περιγραφή από τον Μπρέντζερι της περίφανης νίκης που κατήγαγαν, οι Ελληνες στην Α' Πολιορκία του Μεσολογγίου.
 Ακολουθεί η φάση της καταδίωξης του εχθρού, η οποία, κατά πάσα πιθανότητα, θα κατέληγε σε ολοσχερή εξόντωση των εχθρικών δυνάμεων, εάν ο Μαυροκορδάτος, σύμφωνα Βέβαια με τον Μπρέντζερι (και όχι μόνον), δεν επεδείκνυε αδικαιολόγητη διστακτικότητα:
 "Ηταν ασυγχώρητο λάθος του», γράφει ο Ιταλός φιλέλληνας. 
Προβάλλεται, ωστόσο, και το ισχυρό επιχείρημα της άλλης πλευράς, σύμφωνα με την οποία αφενός τα στρατεύματα ήταν εξαντλημένα από την πολιορκία και τις στερήσεις, αφετέρου τα περισσότερα από τα μοραϊτικα στρατεύματα είχαν επιστρέψει στις εστίες τους.
__________________________________________





1823
H B΄ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ

Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ

ΟΡΙΣΜΕΝΟΙ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΟΙ, ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΟΙ ΣΤΙΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΕΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ, ΚΑΝΟΥΝ ΛΟΓΟ ΓΙΑ ΔΥΟ: ΤΗΝ Α' ( 25 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ - 31 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1822) ΚΑΙ ΤΗ Β' ( 15 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1823 - 10 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1826).
 ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΦΑΝΕΣ ΠΩΣ ΠΑΡΑΒΛΕΠΟΥΝ ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΟΤΙ Ο ΠΡΩΤΟΣ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ, ΑΜΕΣΩΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ( 2 ΜΑΪΟΥ 1829 ), ΜΕ ΤΗΝ ΥΠ' ΑΡΙΘΜΟΝ 12.449/14 ΜΑΙΟΥ 1829 ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΟΥ ΑΠΟΦΑΣΗ, ΚΑΘΟΡΙΖΕ ΩΣ ΕΤΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΤΟ 1822, ΤΟ 1823 ΚΑΙ ΤΟ 1825 - 1826. ΕΠΙΠΛΕΟΝ, ΣΤΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΓΓΡΑΦΑ, ΤΟΝ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΟΥ '21 ΓΙΝΕΤΑΙ ΕΙΔΙΚΗ ΜΝΕΙΑ ΓΙΑ ΤΡΕΙΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΕΣ, ΤΗΝ Α' (1822), ΤΗ Β' (1823) ΚΑΙ ΤΗΝ Γ (1825-1826).
 ΠΕΡΑ, ΟΜΩΣ, ΑΠΟ ΤΑ ΑΝΩΤΕΡΩ «ΤΥΠΙΚΑ» ΣΤΟΙΧΕΙΑ, Η ΠΑΡΑΘΕΣΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΩΝ ΠΟΥ ΔΙΑΔΡΑΜΑΤΙΣΤΗΚΑΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟΥ ΤΟΥ 1823, ΤΕΚΜΗΡΙΩΝΕΙ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ, ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ Α' ΚΑΙ ΤΗΣ Γ΄, ΜΙΑΣ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗΣ Β' ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ.

Μετά την αίσια έκβαση που είχε για τους ΄Ελληνες η Α' Πολιορκία του Μεσολογγίου (25 Οκτωβρίου - 31 Δεκεμβρίου 1822), ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο οποίος διατηρούσε και την ιδιότητα του προέδρου του Εκτελεστικού Σώματος, στις 28 Μαρτίου 1823, αναχώρησε από την πόλη με προορισμό το ΄Αστρος Κυνουρίας, προκειμένου να συμμετάσχει στις εργασίες της Β' Εθνοσυνέλευσης. Πριν αποχωρήσει, με βάση το από 11ης Μαΐου 1822 σχετικό θέσπισμα του Βουλευτικού Σώματος, εξέδωσε τα ακόλουθα διατάγματα:

• Το υπ' αρ. 1.915/14 Φεβρουαρίου 1823, σύμφωνα με το οποίο το Μεσολόγγι και το Ανατολικό (μετά την απελευθέρωση ονομάσθηκε Αιτωλικό) «μετά των περιχώρων των όπως κότα το έκπαλαι (από παλαιά)» ενώθηκαν σε μία επαρχία με πρωτεύουσα το Μεσολόγγι. 
Αποφασίστηκε, επίσης, η σφραγίδα της επαρχίας να φέρει στο
μέσον το εθνικό σύμβολο και γύρω την επιγραφή "Επαρχία Αιτωλίας».

• Το υπ'αρ. 1.916/15 Φεβρουαρίου 1823, κατά με το οποίο, «Αντί Επαρχου» και με την ονομασία «Διευθυνταί των Κοινών Υποθέσεων της Επαρχίας Αιτωλίας», διορίσθηκαν οι Κωνσταντίνος Πεταλάς, Ιωάννης Τρικούπης, Κωνσταντίνος Τζάλλας και Αναστάσιος Παπαλουκάς.

• Το υπ' αρ. 1.892/7 Μαρτίου 1823, δυνάμει του οποίου συγκροτήθηκε τριμελής επιτροπή, υπό τον τίτλο "Γενικοί Αρμοσταί της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος», αποτελούμενη από τους ΙωάνΙ Παπαδάκη, Αλέξιο Βλαχόπουλο και Τάτση Μαγγίνα. Εδρα της ήταν το Μεσολόγγι και ως αποστολή είχε τη ρύθμιση των πολιτικόστρατιωικών υποθέσεων της Δυτικής Ελλάδας.

Επίσης, με εντολή του Μαυροκορδάτου, άρχισε η εκ βάθρων ανοικοδόμηση της οχύρωσα τόσο της πόλης, όσο και του Ανατολικού. Την επίβλεψη του έργου είχε αναλάβει ο Χιώτης - κατα την επικρατέστερη άποψη .

Ο πληθυσμός του Μεσολογγίου αριθμού!
 περίπου 5.500 κατοίκους, οι περισσότεροι απο τους οποίους ήταν έμποροι, ψαράδες, ναυτικοί αγρότες, καθώς και πρόσφυγες από τις κονα νές περιοχές.
 Από αυτούς οι μάχιμοι ήταν περίπου σε 1.000 άνδρες, οι οποίοι είχαν αποκτήσει πολεμική εμπειρία κατά τη διαρκεί της Α' Πολιορκίας.
 Επιπλέον, το Ανατολικό, το οποίο τότε ήταν ισοθαλάσσιο νησάκι, είχε περί που 2.000 κατοίκους, από τους οποίους μάχιμοι ήταν ένα οι 400, ενώ στην πόλη είχαν καταφύγει και πολλές οικογένειες από το Ξηρόμερο.

Το νέο Εκτελεστικό Σώμα, που προέκυψε στις 18 Απριλίου 1823 από τις εργασίες της β΄ Εθνοσυνέλευσης, στις αρχές Ιουνίου κατήργησε τις Αρμοστείες και Γερουσίες της Στερεάς Ελλάδας, ενώ στις 4 Ιουνίου διόρισε «Γενικό ΄Επαρχο της Δυτικής Ελλάδος» τον αρχηγό του σώματος των Κεφαλλονιτών, Κωνσταντίνο Μεταξά, ο οποίος διάκειτο φιλικά προς τον Κολοκοτρώνη. Με άλλο διάταγμα, της 13ης Ιούνιου απονεμήθηκε το δικαίωμα άσκησης στρατιωτικής εξουσίας σε όλη τη Δυτική Ελλάδα ενώ ήδη από τις 28 Ιανουαρίου 1823 του είχε χορηγηθεί και δίπλωμα στρατηγίας.

Στις 17 Ιουνίου 1823, ο Κ. Μεταξάς, επικεφαλής μίας δύναμης 100 περίπου Κεφαλλονιτών και μετά από ένα περιπετειώδες θαλάσσιο ταξίδι, διαπεραιώθηκε με δύο μεσολογγίτικα μίστικα και δύο βρατσέρες, από την περιοχή Ριόλου Πατρών στο Μεσολόγγι, προκειμένου να αναλάβει τα καθήκοντα του.

Η ΠΟΛΙΤΙΚΟ - ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΙ

Ο τουρκικός στόλος, υπό τον καπουδέ Χοσρέφ Μεχμέτ πασά, είχε φθάσει ήδη από τις 6 Ιουνίου στον Πατραϊκό κόλπο και, αφού ενισχύθηκε από τον καταπλεύσαντα στόλο της Αλγερίας και της Τυνησίας, προέβη σε θαλάσσιο αποκλεισμό του Μεσολογγίου και των παραλίων της Αιτωλίας.

Την ίδια εποχή, η Δ. Ελλάδα, και συγκεκριμένα το Μεσολόγγι, απειλείτο από την ξηρά με τις εκστρατείες του Μουσταή πασά οτης Σκόδρας και του Ομέρ πασά Βρυώνη, ο οποίος έπραττε με τον Μεχμέτ Ρεσίτ Μεχμέτ πασα (Κιουταχή).

Σε ότι δε αφορούσε τους ΄Ελληνες η κατάσταση μέσα στην πόλη είχε καταστεί έκρυθμη λόγω εσωτερικών τριβών. Μετά το πέρας της Α' Πολιορκίας, στο Μεσολόγγι είχαν παραμείνει τα σώματα των Σουλιωτών, υπό τον Μάρκο Μπότσαρη και Ζυγούρη Τζαδέλλα, καθώς και αυτά του Ξηρομερίτη οπλαρχηγού Γεωργίου Τσόγκα, αριθμώντας δύναμη 1.000 ανδρών περίπου. Η διαβίωση και η διατροφή αυτής της δύναμης, ελλείψει άλλων προσόδων, βάραιναν τους Μεσολογγίτες, οι οποίοι ως εκ τούτου δυσφορούσαν.

Παράλληλα, στο Ξηρόμερο είχε ξεσπάσει σφοδρή διαμάχη για τα πρωτεία, μεταξύ του Θεοδωράκη Γρίβα αφενός και των Χασαπαίων (οικοιγένεια αγωνιστών από το Ξηρόμερο) με τον Τσόγκα αφετέρου. Ο Θεοδωράκης Γρίβας σκότωοε τρεις Χαααπαίους, γεγονός που είχε ως συνέπεια οι αντιμαχόμενες σουλιώτικες φάρες των Μποτσαραίων και Τζαβελλαίων να προστρέ¬ξουν σε βοήθεια, οι μεν πρώτοι των Χασαπαίων, οι δε δεύτεροι του Γρίβα. Τελικά, όμως, η ρήξη αποφεύχθηκε, καθώς ο Γρίβας φυγαδεύθηκε Βάλτο, περιοχή των οπλαρχηγών Αντρέα Ισκου και Γιαννάκη Ράγκου.

Στο Μεσολόγγι, λόγω της αποχώρησης των παραπάνω δυνάμεων, είχε σημειωθεί πρόσκαιρη ανακούφιση, αλλά μετά την απομάκρυνση του Γρί6α από το Ξηρόμερο, τα σώματα των υλιωτών και του Τσόγκα επέστρεψαν, στην όλη πιο άγριες διαθέσεις. Εγκαταστάθηκαν αυθαίρετα σε σπίτια της προτίμησης τους, αφού απέ6αλαν τους ιδιοκτήτες, και αξίωναν μερίδες τροφής περισσότερες από τους άνδρες που διέθεταν.

Πέρα, όμως, από τις διαφορές αυτές, υπήρχαν και άλλα ζητήματα που είχαν προκαλέσει δυσαρέσκεια μεταξύ των οπλαρχηγών. Ειδικότερα:

• Ο προβιβασμός του Μάρκου Μπότσαρη στον βαθμό της στρατηγίας στις 12 Οκτωβρίου 1822, με υπόδειξη του Μαυροκορδάτου, τη στιγμή που αρκετοί αρχαιότεροι του παρέμεναν χιλίαρχοι, προκαλούσε δυσαρέσκεια. Προκειμένου πάντως. να κατασιγασθούν αυτές οι αντιζηλίες, η κεντρική διοίκηση προέβη σε αθρόες προαγωγές χιλιάρχων στον βαθμό του στρατηγού στο διάστημα από 5 έως 16 Ιουνίου 1823.

• Η προβλεπόμενη διάθεση στους ανέστιους Σουλιώτες των τουρκικών κτημάτων του χωριού Ζαπάντι (αντίστοιχο με το Λάλα της Πελοποννήσου), που βρισκόταν ΒΔ του Βραχωρίου (μετά την απελευθέρωση μετονομάσθηκε σε Αγρίνιο), έφερνε σε αντίθεση τους Τριχώνιους οπλαρχηγούς οποίοι τα διεκδικούσαν, καθώς οι ίδιοι κυρίως είχαν απελευθερώσει τα μέρη αυτά.

Ο Κ. Μεταξάς, με την υπερκομματική του στάση, τη φρόνηση και τη διαλλακτικότητα του, κατόρθωσε να αμβλύνει σταδιακά τις αντιθέσεις. Καταρχάς, έπεισε τον Μ. Μπότσαρη, ο οποίος πρόσκειτο στον Μαυροκορδάτο, για την ειλικρίνεια των προθέσεων του, κυρίως με τον διορισμό του «Μαυροκορδατικού» Νικολάου Λουριώτη ως γραμματέα του Γενικού Επαρχείου του. Κατόπιν, απηύθυνε προκήρυξη και συγκέντρωσε τόσο τους οπλαρχηγούς της Δ. Ελλάδας, όσο και τρεις εξέχοντες προκρίτους του Μεσολογγίου, στα Κερασοβίτικα Καλύβια, στο όρος Αράκυνθος, στις 7 Ιουλίου 1823, όπου έδωσε ικανοποιητικές απαντήσεις και πρότεινε αποτελεσματικές λύσεις στις παραπάνω εκκρεμότητες.

Τελικά, επιτεύχθηκε συνδιαλλαγή και συμφωνήθηκε να κινηθούν όλοι προς αντιμετώπιση του επερχόμενου εχθρού. Αποφασιστικό ρόλο στην επίλυση των διαφορών διαδραμάτισε και η, μετά από λίγες ημέρες, συμφιλίωση των Σουλιωτών. Συγκεκριμένα, στις 14 Ιουλίου, στο Με¬σολόγγι, ο Μ. Μπότσαρης σε κοινή συγκέντρωση όλων των Σουλιωτών έκανε ένθερμη έκκληση για ενότητα, σχίζοντας το δίπλωμα στρατηγίας, που του είχε απονεμηθεί, και λέγοντας: «Οποιος είναι άξιος μεθαύριο, παίρνει το δίπλωμα πολεμώντας τον εχθρό». Επίσης, διευθετήθηκε και το θέμα του Θ. Γρίβα με την εκούσια αναχώρηση του για την Πελοπόννησο, ενώ το πρόβλημα των κτημάτων του Ζαπαντίου αποφασίστηκε να επιλυθεί στο μέλλον, μετά την οριστική απελευθέρωση της περιοχής. Τέλος, ρυθμίσθηκε συναινετικά το θέμα της διαμονής και διατροφής των «ξένων» σωμάτων στο Μεσολόγγι.

Μετά την εξομάλυνση των παραπάνω αντιθέσεων, αποφασίσθηκαν τα εξής σχετικά με την αντιμετώπιση του εχθρού στους δύο άξονες εισβολής, από τον Μακρυνόρος και το Καρπενήσι.


• Πρώτον: ο Α. Ισκος και ο Γ Ράγκος θα κατελάμβαναν τις διαβάσεις του Μακρυνόρους, ο Δ. Μακρής θα προωθείτο νοτιότερα, στην τοποθεσία της Λάσπης, ο Γ Τσόγκας θα παρέμενε στην περιοχή της Βόνιτσας, ενώ ο Δημοτσέλιος θα οργάνωνε το Λεσίνι. Τα σώματα αυτά, τα οποία αριθμούσαν περίπου 4.000 άνδρες, όφειλαν να βρίσκονται σε επαφή μεταξύ τους. προκειμένου να αντιμετωπίσουν από κοινού μία δύναμη 6.000 Αλβανών, υπό τους Ομέρ πασά Βρυώνη και Κιουταχή. Οι τελευταίοι αναμενόταν να κατέλθουν μέσω του Αμβρακικού κόλπου ή του Μακρυνόρους, με σκοπό να ενωθούν στο ύψος του Βραχωρίου με τα ασκέρια του Μουσταή πασά που θα κατέφθαναν από το Καρπενήσι και κατόπιν να κατευθυνθούν όλοι νοτιότερα, στην περιοχή Μεσολογγίου.

• Δεύτερον: οι ενωμένοι Σουλιώτες, υπό τους Μ. Μπότσαρη και Ζ. Τζαβέλλα, θα μετέβαιναν στο Καρπενήσι, για να συνεργαστούν με τα σώματα των Γιολδασαίων (οικογένεια αγωνιστών από το Καρπενήσι), Πεσλή και Σαδήμα. Αποστολή τους ήταν η αντίκρουση των δυνάμεων του Μουσταή πασά, οι οποίες υπολογίζονταν σε 16.000 και αποτελούντο κυρίως από Αλβανούς Γκέκηδες και καθολικούς Μιρδίτες (χριστιανοί Αλβανοί καταγόμενοι από την περιοχή της Σκόδρα), που προέλαυναν διαμέσου των Αγράφων προς τη Δ. Ελλάδα.

Οι μετακινήσεις των ελληνικών τμημάτων, τα οποία ο Κ. Μεταξάς εφοδίασε με τα λιγοστά τρόφιμα και χρήματα που μπόρεσε να εξασφαλίσει, πραγματοποιήθηκαν μέσα στο τελευταίο δεκαήμερο του Ιουλίου του 1823. Παράλληλα, ο Κ. Μεταξάς ζήτησε απόβ Α. Λόντο, γνωστό πρόκριτο και οπλαρχηγό 9 Βοστίτσας (Αιγίου), ενισχύσεις και μερίμνηα Ν διαίτερα τόσο για την εξοικονόμηση τροφί με και πολεμοφοδίων, όσο και για τη βελτίωση; Ο οχυρώσεων του Μεσολογγίου, αλλά και  Ανατολικού .

Στο μεταξύ, ο Τούρκος ναύαρχος Χοσρέβ οποίος είχε αποκλείσει με τον στόλο του τα Παράλια της Αιτωλίας, πληροφορήθηκε ότι τα Ελληνικά τμήματα αναχώρησαν από την πόλη. Αποβίβασε λοιπόν για αντιπερισπασμό, κατά τα τέλη Ιουλίου, μία δύναμη 300 ανδρών στην παραθαλάσσια περιοχή του Κρυονερίου, 12 περίπου χιλιόμετρα ανατολικά του Μεσολογγίου οποία κινήθηκε προς τα χωριά Γαλατάς και Ευηνοχώριο (Μποχώρι).

Ο Μεταξάς, με την προσωπική του φρουρά και Μεσολογγίτες, έσπευσε να τους αντιμετωπίσει, ενώ παράλληλα ζήτησε να σταλεί βοήθεια από το Ανατολικό. Στη σύγκρουση που επακολούθησε κατά τη δύση του ηλίου, οι Τούρκο, αποκρούσθηκαν και αναγκάσθηκαν να επισρέψουν βιαστικά στα πλοία τους, τα οποία είχαν προσορμισθεί και τους υποστήριζαν, κανονιοβολώντας τα ελληνικά τμήματα.

Το επόμενο πρωινό, οι Τούρκοι αποβίβασαν διπλάσια δύναμη ανδρών, αλλά ο Μεταξάς, έχοντας στο μεταξύ ενισχυθεί και με άλλες δυνάμεις Μεσολογγιτών και Ανατολικιωτών, τους έστησε ενέδρα και, μετά από τρίωρη μάχη, τους εξανάγκασε να τραπούν σε φυγή και να φύγουν εκ νέου στα πλοία τους.

Στις παραπάνω συγκρούσεις οι Τούρκοι είχαν περισσότερους από 95 νεκρούς, οι δε Έλληνες καταμέτρησαν οκτώ νεκρούς και τρεις τραυματίες, ενώ την προηγούμενη ημέρα είχαν τρεις νεκρούς και 11 τραυματίες. Επίσης κατοχή των επαναστατών περιήλθαν πολλά λάφυρα, κυρίως όπλα και σπαθιά.

_________________

ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΟΥΡΚΩΝ ΚΑΙ ΑΛΒΑΝΩΝ
ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ

Στις αρχές Αυγούστου, οι δυνάμεις Τούρκων και των Αλβανών κινήθηκαν νοτιώτερα. Συγκεκριμένα, οι εμπροσθοφυλακές Μουσταή πασά με 5.000 άνδρες, υπό τον Τζελελαντιν μπέη, στρατοπέδευσαν στο Κεφαλόβρυσο Καρπενησίου, ενώ οι δυνάμεις του Ομέρ Βρυώνη και του Κιουταχή με 6.000 άνδρες έφθασαν στην ΄Αρτα.

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 9ης Αυγούστου εξαπολύθηκε η εξαιρετικά επιτυχής νυκτερινή έφοδος των Σουλιωτών, υπό τον Μπότσαρη, κατά του στρατοπέδου των δυνάμεων του Τζελελεντήν μπέη. Ο αδόκητος; όμως θάνατος του Μάρκου στο κρισιμότερο σημείο της μάχης ανάγκασε τους ΄Ελληνες να αποχωρήσουν. Κατά την απομάκρυνση τους δεν παρενοχλήθηκαν γεγονός που τους επέτρεψε να μεταφέρουν σημαντικό αριθμό αιχμαλώτων και να αποκομίσουν άπειρα λάφυρα. Οι ΄Ελληνες άφησαν εκεί γύρω στους 60 νεκρούς και διακόμισαν τραυματίες, ενώ οι απώλειες των Αλβανών ανήλθαν στους 800 περίπου νεκρούς και τραυματίες.
di Redaelli


Δυστυχώς, ο θάνατος του ηρωικού Μάρκου, ο οποίος κηδεύθηκε την επόμενη ημέρα στο Μεσολόγγι με όλες τις τιμές και πάνδημη συμμετοχή, διαίρεσε και πάλι τους Σουλιώτες. ΄Ετσι, οι Τζαβελλαίοι με άλλους Στερεοελλαδίτες οπλαρχηγούς παρέμειναν στην περιοχή νοτίως του Καρπενησίου, στο στρατόπεδο του όρους της Καλιακούδας με 2.500 άνδρες για να δώσουν εκεί τη μάχη με τον εχθρό, ενώ οι Μποτσαραίοι με άλλους Σουλιώτες (Δαγκλήδες. Ζέρβηδες κ.ά.) κατήλθαν στην. περιοχή του Βραχωρίου, στις γέφυρες του Αλάμπεη.

Πράγματι λίγες ημέρες αργότερα, ο πασάς της Σκόδρας με την κύρια δύναμη του διάβηκε τα ΄Αγραφα και ενώθηκε με τον Τζελελεντή στο Κεφαλόβρυσο. Παράλληλα, ο Ομέρ πασάς Βρυώνης με τα ασκέρια του διαπεραιώ-θηκε δια¬μέσου του Αμβρακικού κόλπου στον Καρδασαρά (Αμφιλοχία).

Στη συνέχεια, στις 28 Αυγούστου, ο Μουσταής, επιθυμώντας να εξαλείψει την απειλή που θα συνιστούσε για τα νώτα του το στρατόπεδο της Καλιακούδας πριν προχωρήσει νοτιό¬τερα, επιτέθηκε κατά των Ελλήνων, οι οποίοι εν τω μεταξύ είχαν ενισχυθεί και με 400 Πελοποννήσιους, υπό τον Ροδόπουλο, αξιωματικό του Ανδρέα Λόντου. Ωστόσο, παρά τις σχετικά ευνοϊκές για τους Ελληνες προϋποθέσεις και τη φύσει - θέσει οχυρή τοποθεσία της Καλιακούδας, οι Αλβανοί κατήγαγαν σημαντική νίκη. Κατόρθωσαν να διεισδύσουν στα νώτα των σθεναρά αμυνόμενων επαναστατών από αφύλακτη απόκρημνη διάβαση, που όφειλαν να φρουρούν οι Πολδάοης και Σαδήμας, στους οποίους και καταλογίσθηκε η ήττα. Ο επικεφαλής Ζυγούρης Τζα6έλλας, ο Ν. Κοντογιάννης και άλλοι 150 Ελληνες έπεσαν μαχόμενοι ηρωικά, στην προ¬σπάθεια διάσπασης του κλοιού, ενώ οι Αλβανοί απώλεοαν περίπου 400 άνδρες. Ο δρόμος για το Μεσολόγγι ήταν πλέον ανοικτός...

Κατόπιν αυτών των δραματικών εξελίξεων και κάτω από τις διαμορφωθείσες δυσμενείς συνθήκες, ελήφθησαν από τους ΄Ελληνες οι ακόλου8ες αποφάσεις: τα σώματα των Σουλιωτών. Τσόγκα και Μάκρη, η δύναμη των οποίων ανερχόταν σε 1.500 άνδρες, θα συγκεντρώνονταν στο Μεσολόγγι, οι Ισκος και Ράγκος θα παρέμεναν εκτός, ενώ ο Δημοτσέλιος θα οργάνωνε την περιοχή του Λεσινίου. Συνολικά, η εντός του Μεσολογγίου δύναμη, συμπεριλαμβανομένων και των ένοπλων κατοίκων, υπό τον αρχηγό Αθ. Ραζηκότσικα, αριθμούσε περίπου 500 άνδρες.

Σχετικό με τη φρούρηση των οχυρώσεων, τα σώματα κατανεμήθηκαν έτσι ώστε οι Μποτσαραίοι να καλύπτουν το δυτικό μέρος, ο Τοόγκας το κεντρικό, οι Τζαβελλαίοι με τον Μάκρη το ανατολικό, ενώ τα κανονοστάσια επανδρώθηκαν από τους έμπειρους Μεσολογγίτες πυροβολητές. Τέλος, ο Μεταξάς διατήρησε το εφεδρικό τμήμα 250 ανδρών, για να επεμβαίνει ανάλογα με τις ανάγκες, ενώ στο δε Ανατολικό στάλθηκε δύναμη 200 ανδρών, προς ενίσχυση των 400 μάχιμων ντόπιων κατοίκων, και εκεί τέθηκαν υπό τις διαταγές των Αποστόλη Κουσουρή και Κίτσου Κώστα Σουλιώτη.

Επίοης, ο Μεταξάς διόρισε στο Ανατολικό ως αντιπρόσωπο του, τον Κεφαλλονίτη Διονύσιο Φωκά με μικρή δύναμη.
Από την άλλη μεριά, οι δυνάμεις των πασάδων, ανεμπόδιστες πλέον, ενώθηκαν στην περιοχή του Βραχωρίου, σχηματίζοντας ενιαίο σώμα από 15,000 πεζούς και 2.000 ιππείς, και περί τα μέσα Σεπτεμβρίου προχώρησαν νοτιότερα. Επειδή, όμως, στο Μεσολόγγι είχε συγκεντρωθεί σοβαρή δύναμη οπλοφόρων και τα τείχη της πόλης είχαν σημαντικά ισχυροποιηθεί, αρχικά επεδίωξαν την άλωση του Ανατολικού, το οποίο και πολιόρκησαν από τις 17 Σεπτεμβρίου, κατά τη δυτική κυρίως πλευρά. Το στρατόπεδο τους εκτεινόταν στην περιοχή Παληοσάλτσενα, προς τα νησάκια των Εχινάδων, προκειμένου να έχουν και ανταπόκριση με τον περιπολούντα οθωμανικό στόλο. Επιπλέον, έστειλαν ένα ισχυρό τμήμα ανατολικά, το οποίο κατέλαβε κατά τη διάρκεια νυκτερινής αιφνιδιαστικής ενέργειας την περιοχή Γαλατά, Ευηνοχωρίου και Κρυονερίου, με σκοπό να τη χρησιμοποιήσει για τον ανεφοδιασμό των δυνάμεων τους και από τη θάλασσα, μέσω Πατρών. Τέλος, παρόλο του έναντι του Μεσολογγίου δεν στάθμευσαν δυνάμεις Οθωμανών, ωστόσο η συχνή και σε μικρή απόσταση από την πόλη διέλευση ισχυρών εφοδιοπομπών τους, δεν επέτρεπε την α προσκοπτη κίνηση τμημάτων η και ατόμων «εκτός τειχών».


ΕΝΑΡΞΗ ΕΧΘΡΟΠΡΑΞΙΩΝ

Στις αρχές Οκτωβρίου και ενώ προηγουμένως είχαν απορριφθεί προτάσεις για συνθηκολόγηση, μικρό αναγνωριστικό απόσπασμα Ελλήνων διαπεραιώθηκε δυτικά του Ανατολικού και συγκρούσθηκε με προφυλακές του Μουσταή. Αποτέλεσμα ήταν να σκοτωθούν τέσσερις ΄Ελληνες, ενώ οι εχθροί υπέστησαν βαρύτερες απώλειες. Ταυτόχρονα, οι Τούρκοι μετέφεραν από τη Ναύπακτο, όπου ήταν προσορμισμένη η κύρια δύναμη του στόλου τους, τέσσερα πυροβόλα και δύο βομβοβόλα, από τα οποία το ένα ήταν υπερμέγεθες, και από τις 2 Οκτωβρίου άρχισαν να βομβαρδίζουν το Ανατολικό. Αντίστοιχα, οι ΄Ελληνες, διαμέσου της λιμνοθάλασσας, μετακίνησαν από το Μεσολόγγι ισάριθμα πυροβόλα και με τα δύο ή τρία που ήδη υπήρχαν στο Ανατολικό, ανταπέδιδαν τα πυρά.

Στη συνέχεια, οι Τούρκοι, προκειμένου να ελέγχουν την κυκλοφορία των πλοιαρίων στη λιμνοθάλασσα, εγκατέστησαν προωθημένο κανονοστάσιο κοντά στη δυτική παραλία του Ανατολικού, στη θέση ΄Αγιος Νικόλαος - εκτός του στρατοπέδου τους- δυσχεραίνοντας έτσι σοβαρά την επικοινωνία με το Μεσολόγγι. Οι ΄Ελληνες, όμως, κατά τη διάρκεια της νύκτας έσπευσαν εργαζόμενοι πυρετωδώς να στήσουν κανονοστάσια με δύο πυροβόλα σε επίκαιρη θέση στο νησάκι Πόρος, 1.000 μέτρα περίπου ΝΑ του Ανατολικού, και με τα εύστοχα πυρά τους ανάγκασαν τους Τούρκους να αποσυρθούν.

Ενώ η μονομαχία πυροβολικού συνεχιζόταν, οι Τούρκοι έστειλαν νέες προτάσεις για συνθη¬κολόγηση, οι οποίες όμως και πάλι απορρίφθηκαν. Στη συνέχεια, στα δυτικά παράλια, απέναντι από το Ανατολικό, επεδίωξαν να ναυπηγήσουν πλοιάρια, κατάλληλα για τα αβαθή νερά της λιμνοθάλασσας, με πρόθεση να πραγματοποιήσουν απόβαση στο νησί.

Οι ΄Ελληνες, όμως έστειλαν έγκαιρα από το Μεσολόγγι οκτώ κανιοφόρες πάσσαρες, οι οποίες με τα εύστοχα πυρά τους υποχρέωσαν τους Τούρκους να εγκαταλείψουν την απόπειρα τους αυτή και να κάψουν τα υπό κατασκευή σκάφη.

Τον καιρό αυτό, με βάση πληροφορίες επέκειτο επέμβαση στόλου χριστιανικών κρατών κατά των λιμένων της Τυνησίας και της Αλγερίας προς καταστολή της πειρατείας, ο οθωμανικάς στόλος έλυσε τον στενό αποκλεισμό και εξέπλευσε από τα παράλια της Αιτωλίας. Εκ παρέμειναν μόνο τρία ή τέσσερα βρίκια, τα ποία συνέχισαν τον χαλαρό, πλέον, έλεγχο τι ακτών.

Την ίδια περίοδο, στο Ανατολικό, έλαβε χώρα ένα θλιβερό επεισόδιο μεταξύ Ελλήνων ανταλλαγή πυροβολισμών βρήκε τραγικό θάνατο ο Κεφαλλονίτης τοποτηρητής του Μετοξά Διονύσιος Φωκάς. Επίσης, τραυματίστηκε θανάσιμά ο υπαξιωματικός Ντόβας, ο οποίος ανήκε στο σώμα του Μάκρη. Το πρόβλημα διευθετήθηκε με την εύστοχη και άμεση επέμβαση του Μεταξά, ο οποίος απομάκρυνε τους υπαίτιοι και απείθαρχους αγωνιστές, που επρόσκειτο στον Ντόβα και η τάξη αποκαταστάθηκε

Εκεί, επίσης, συνέβη ένα εκπληκτικό περιστατικό, το οποίο αποδόθηκε στη Θεία Πρόνοια και συνετέλεσε στην αναπτέρωση του ηθικού των πολιορκημένων. Συγκεκριμένα, η έλλειψη πόσιμου νερού είχε αρχίσει να γίνεται έντονα αισθητή στην πόλη, επειδή η μέχρι τότε μεταφορά του από την ξηρά είχε πλέον καταστεί δυνατή. Ως εκ θαύματος, όμως, στις 8 Νοεμβρίου, μια τουρκική οβίδα που έπληξε τη στέγη της εκκλησίας των Ταξιαρχών, διαπέρασε το δάπεδο του ναού και δημιούργησε ένα μικρό κράτη που διατηρείται έως σήμερα - από τον οποίο ανάβλυσε άφθονο πόσιμο νερό, που έσβησε δίψα των πολιορκημένων.

_________________



ΕΝΕΔΡΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΦΡΟΥΡΑ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ

Το γεγονός ότι το Μεσολόγγι πολιορκεί! ουσιαστικά μόνο από τη θάλασσα, σε συνδιασμό με την πρόκληση που συνιστούσε η ακώλητη διέλευση των τουρκικών εφοδιοπομπών από και προς το Κρυονέρι σε κοντινή απόσταση από την πόλη, ώθησε τον Μεταξά, έστω και καθυστερημένα, να παροτρύνει τους στρατιωτικούς αρχηγούς να αναλάβουν ενεργό δράση.

Στις 17 Νοεμβρίου, ο Κίτσος Τζαβέλλας, με περίπου 300 Σουλιώτες, και ο επιφανής Μεσολογγίτης Γιαννάκης Ραζηκότσικας, με 50 - ή κατάλληλους -100 Μεσολογγίτες, έστησαν ενέδρα στη τοποθεσία Σκαλί, στα νότια κράσπεδα του Αράκυνθου και στο ύψος της Φοινικιάς, σε απόσταση περίπου 7 χιλιομέτρων από το Μεσολόγγι τεσσάρων από το Ανατολικό. Ως αποτέλεσμα οι Ελληνες αιφνιδίασαν και κυριολεκτικά εξόντωσαν τμήμα 300 περίπου Τούρκων ιππέων. Στο πεδίο της μάχης και στο παρακείμενο έλος, μετρήθηκαν τα νεκρά πτώματα 137 Τούρκων, κυριεύθηκαν 195 όπλα και 160 πιστόλες, ενώ στην κατοχή των Ελλήνων περιήλθαν και 40 άλογα. Η επιτυχία αυτή εμψύχωσε τους ΄Ελληνες, οι οποίοι συνέχισαν την εγκατάσταση νυκτερινών ενεδρών, με αποτέλεσμα μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα να σκοτώσουν άλλους 120 Τούρ¬κους και να αποκομίσουν πολλά λάφυρα.

ΕΚΦΥΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ

Οι συχνές αποτυχίες των πολιορκητών, οι σημαντικές απώλειες τους, ο επερχόμενος χειμώνας, η έλλειψη εφοδίων, αλλά και τα κρούσματα πανώλης που είχαν εκδηλωθεί στο στρατόπεδο των Οθωμανών, έφθειραν σοβαρά το ηθικό τους. Πέρα από αυτά, οι πληροφορίες ότι στην περιοχή της Σκόδρας είχαν σημειωθεί σο6αρές εσωτερικές ταραχές, καθώς και η απομάκρυνση του οθωμανικού στόλου από τον Πατραϊκό κόλπο, εξανάγκασαν τελικά τους πασάδες να λύσουν την πολιορκία κατά τα τέλη Νοεμβρίου 1823 και να επιστρέψουν άπρακτοι στις έδρες τους. Ο Μουσταής και ο Ομέρ Βρυώνης κατευθύνθηκαν προς την Πρέβεζα, ο πρώτος μέσω Μακρυνόρους και ο δεύτερος μέσω Ακαρνανίας, μεταδίδοντας την επιδημία του λοιμού στις περιοχές από τις οποίες διέρχονταν.

Η κυρίως πολιορκία διήρκεσε περισσότερες από 70 ημέρες. Στο διάστημα αυτό οι Ελληνες είχαν ελάχιστες απώλειες. Συγκεκριμένα, καταμέτρησαν 20 έως 23 νεκρούς και ευάριθμους τραυματίες, ενώ κανένας δεν αιχμαλωτίσθηκε. Ιδιαίτερη μνεία αρμόζει στην καρτερικότητα και θάρρος που επέδειξαν οι κάτοικοι του Ανατολικού, των οποίων η πόλη δέχθηκε περισσότερες από 2.500 οβίδες, χωρίς, ωστόσο, να προκληθούν σοβαρές ζημίες, με εξαίρεση ορισμένα ετοιμόρροπα σπίτια. Αντίθετα, οι Τούρκοι υπέστησαν σοβαρή φθορά. Με βάση τους ομαδικούς τάφους που εντοπίσθηκαν, εκτιμάται ότι οι νεκροί τους υπερέβησαν τους 1.000 οφειλόμενοι κυρίως στην επιδημία πανώλους που ενέ¬σκηψε στο στρατόπεδο τους. Με αυτόν τον τρόπο, άδοξα και ταπεινωτικά, έληξε για τους Τούρκους η Β' Πολιορκία της περιοχής του Μεσολογγίου το 1823, ενώ το ηθικό των Ελλήνων κατοίκων αναπτερώθηκε σε μεγάλο βαθμό, ως απόρροια των αλλεπάλληλων αποτυχιών του εχθρού.

ΠΗΓΕΣ - ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

(1) Γενικά Αρχεία του Κρότους (ΓΑΚ).
(2) Γεωρ. Δημακόπουλος: Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΝ 1821-1827, Αδηναι, 1966.
(3) Ανδρέας Δημητρίου: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΙΚΟΥ, Πότροι, 1929.
(4) Εθνική Τράπεζα: ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ, Αθήνα, 1976. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕθΝΟΥΣ, τόμ. ΙΒ, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975.
(5) Χρ.Ευαγγελάτος:ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΠΟΥ, Αθήναι, 1959.
(6) Ιω.Ιωαννίδης: ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΙ, ΕΞΟΔΟΣ ΚΑΙ ΗΡΩΟΝ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΝ, Μεσολόγγιον, 1926. (Νικόλαος Κασομούλης: ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ, τόμ. Α', Αθήνα, 1939. (91 Λάμπρος Κουτσονίκας: ΓΕΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ, Αθήναι, 1863.
(7) Ιωάννης - Ιάκωβος Μα γερ: ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, Αθήναι, 1926.
(8) Κων. Μεταξάς; ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ, Αργοστόλι, 1878.
(9) Παν. Ντοΰλης: ΜΙΧΑΗΛ Π. ΚΟΚΚΙΝΗΣ, Ανάτυπον ΤΕΕ, Αθήνα, 1976.
(10) Κων. Στασινόπουλος: ΟΙ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΤΑΙ, Τυπογραφείον Θ. Τζαβέλλα, Αθήναι, 1926.
(11) Βασ.Στρατόπουλος: ΠΥΛΗΝΗ, ΕΞΩΧΩΡΑ, ΑΙΤΩΛΙΚΟ, Θεσσαλονίκη, (αχρονολόγητο).
(12) Στεφ. Τσίντζος: ΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ ΚΟΙΤΙΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ,ΑΘήναι, 1936.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Ο Μ.Π. Κόκκινης, ο οποίος βρήκε ηρωικό θάνατο κατά την ΄Εξοδο της Φρουράς στις 10 Απριλίου 1826, είχε από την αρχή ως βοηθό στην εκτέλεση των οχυρωματικών έργων τον Μεσολογγίτη αρχιτέκτονα Κουζούκη ή Κουτζούκη Σταύρο, ο οποίος αργότερα, στις 15 Ιουνίου 1825, κατά τη διάρκεια της Γ' Πολιορκίας σκοτώθηκε επιθεωρώντας τα τείχη. Επίσης, στις 11 Μαΐου 1825 στην ομάδα τους προστέθηκε ο Ιταλός φιλέλληνας οχυρωματοποιός Ραζιέρ, ο οποίος, κατά ατυχή συγκυρία, σκοτώθηκε στις 20 Ιουνίου 1825, ενώ συμμετείχε εθελοντικά σε νυκτερινή εξόρμηση της φρουράς έξω από τα τείχη.

(2) Στο πλαίσιο αυτών των ενεργειών, ο Μεταξάς, αντιμετωπίζοντας έλλειψη τροφίμων και χρημάτων, απηύθυνε έκκληση σε φιλογενείς Κεφαλλονίτες, βρίσκοντας άμεση ανταπόκριση. Συγκεκριμένα, οι αδελφοί Κοργιαλένιοι έστειλαν 30.000 οκάδες αμερικανικών αλεύρων, ενώ η οικογένεια του τον συνέδραμε με 2.500 δίστηλα (1 δίστηλο = 100 γρόσια

_________________




 Musée des Beaux-Arts de Lyon - Claude Bonnefond - Officier Grec Blessé - 1826


15 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1825 – 10 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1826
H TEΛΕΥΤΑΙΑ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΚΑΙ Η ΕΞΟΔΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ


TΟΝ ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 1826 ΣΥΜΠΛΗΡΩΘΗΚΕ ΕΝΑΣ ΧΡΟΝΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΠΟΥ. ΠΑΡΑ ΤΟΝ ΑΣΦΥΚΤΙΚΟ ΚΛΟΙΟ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΟ ΑΙΓΥΠΤΙΑΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΑΠΟ ΞΗΡΑ ΚΑΙ ΘΑΛΑΣΣΑ, ΤΙΣ ΑΛΛΕΠΑΛΛΗΛΕΣ ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΗ «ΒΡΟΧΗ» ΤΩΝ 100.000 ΟΒΙΔΩΝ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΣΩΡΙΑΣΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΣΕ ΕΡΕΙΠΙΑ, OI ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΕΣ ΣΗΜΑΙΕΣ ΚΥΜΑΤΙΖΑΝ ΑΚΟΜΗ ΥΠΕΡΗΦΑΝΑ ΣΤΙΣ ΕΠΑΛΞΕΙΣ ΤΩΝ ΤΕΙΧΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΠΟΛΕΩΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ. ΩΣΤΟΣΟ, ΕΝΑΣ ΠΙΟ ΦΟΒΕΡΟΣ ΚΑΙ ΑΝΕΛΕΗΤΟΣ ΕΧΘΡΟΣ - Η ΠΕΙΝΑ - ΕΚΑΜΨΕ ΤΟΥΣ ΘΡΥΛΙΚΟΥΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΕΣ ΤΗΣ.


Τον Φεβρουάριο του 1825 ο δραστήριος και ικανός Μεχμέτ Ρεσίτ πασάς ή Κιουταχής (είχε διακριθεί στη μάχη του Πέτα και στην Α' Πολιορκία του Μεσολογγίου, ενώ είχε συμμετάσχει και στη Β' Πολιορκία υπό τον Μουσταή πασά της Σκόδρας, έλαβε από την Υψηλή Πύλη άφθονα χρήματα, πλήρη εξουσία επί των πασάδων της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Στερεάς Ελλάδας και μια και μόνο διαταγή: "Το Μεσολόγγι ή το κεφάλι σου».
Ο νέος αρχιστράτηγος κατέβηκε στη Λάρισα και από εκεί πέρασε στα Ιωάννινα, με σκοπό να στρατολογήσει άνδρες, όχι μόνο χρησιμοποιώντας τα σουλτανικά φιρμάνια, αλλά και προσφέροντας αδρούς μισθούς. ΄Αρχισε, λοιπόν, να συγκεντρώνει στρατό, καθώς σκόπευε να περάσει από το Μακρυνόρος στην Ακαρνανία. Οι πληροφορίες για τη συγκέντρωση της τουρκικής στρατιάς γρήγορα έφθασαν και στο Μεσολόγγι και η αντί του Γενικού Διευθυντού της Δυτικής Ελλάδος Επιτροπή εξέδωσε προκήρυξη, στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρονταν τα ακόλουθα:

«Προς τους κατοίκους της Αιτωλίας Ακαρνανίας.
Ας μην προσμένωμεν ο ένας, δια να υπάγη πρώτος ο γείτονας του και ύστερα αυός αλλ' ας προθυμοποιείται έκαστος να ειναι πρώτος.

Σπεύσατε όλοι συμφώνως εις βοήθεια της κινδυνευούσης πατρίδος, δια να μη κατηγορηθήτε ύστερον ότι δεν επράξατε εκείνο, όπου ημπορούσατε να κάμετε, δια την σωτηρίαν της πατρίδος και του ιδίου εαυτού σας

Μεσολόγγι 7 Μαρτίου 1825, Ι. Ι. Κων. Πεταλάς, ο Γενικός Γραμματεύς τας».

Στο Μεσολόγγι παρακολουθούσαν τις κινήσεις του Κιουταχή και προετοίμαζαν. ΄Εστειλαν μάλιστα και απεσταλμένο στην κεντρική Διοίκηση του Ναυπλίου για να ενημερώσει σχετικά με την κάθοδο του τουρκικού στρατού. Στις 12 Μαρτίου 1825 η Διοίκηση διόρισε τριμελή Διευθυντική Επιτροπή Δυτικής Ελλάδος, για να αναλάβει τη Διεύθυνση της πολιτικής και της στρατιωτικής κατάστασης. Η επιτροπή αποτελείτο από τους βουλευτές Ι. Παπαδιαμαντόπουλο ως πρόεδρο, Γεώργιο Κανναβό και Δημήτριο Θέμελη ως μέλη, ενώ γενικός γραμματέας ορίστηκε ο Φ. Πλύτας.

Οι ετοιμασίες ξεκίνησαν, χωρίς όμως να λείπουν οι διχόνοιες, οι εγωισμοί και οι αντιπαλότητες των επικεφαλής στρατιωτικών πολιτικών. ΄Ολοι, όμως, εμφορούντο από την ιδέα ότι η πόλη θα άντεχε και τη νέα αυτή δοκιμασία.

Στα τέλη Μαρτίου του 1825 η στρατιά του Κιουταχή ξεκίνησε από τα Ιωάννινα οι ανησυχίες των προκρίτων, των οπλαρχηγών και των κατοίκων της πόλης μεγάλωνε καθώς έφθασε η πληροφορία πως οι Τούρκοι προχωρούσαν ταχύτατα στον προορισμό τους, χωρίς να συναντούν καμιά αντίσταση. ΄Ολα τα ελληνικά σώματα της δυτικής Στερεάς Ελλάδας είχαν καταφύγει στο Μεσολόγγι και Ανατολικό. ΄Οπως ήταν φυσικό, επισπεύθηκαν οι προσπάθειες για ανεύρεση τόσο πολεμικού υλικού, όσο και στρατιωτικού δυναμής.

Με «βομβαρδισμό» επιστολών προς την κυβέρνηση του Ναυπλίου οι Μεσολόγγιτες δήλωναν τις ανησυχίες τους και έκαναν έκλήση για την όσο το δυνατό ταχύτερη στολή ενισχύσεων. Οι κάτοικοι της πόλης και η Διοίκηση γνώριζαν καλά πως για την επιτυχή έκβαση του αγώνα ήταν απαραίτητος ο ελληνικός στόλος, ο οποίος θα ανεφοδίαζε τους πολιορκημένους και θα απομάκρυνε κάθε κίνδυνο που θα προερχόταν από προσπάθειες προσβολής της πόλης από τη θάλασσα. Στην αντίθετη περίπτωση «Το Μεσσολόννι χάνεται χωρίς αμφιβολίαν και με αυτό χάνεται, βεβαίως, και η Ελλάς. όταν όλα τα εις την Στερεάν Ελλάδα στρατεύματα μεταβούν εις την Πελοπόννησο την πτώσιν του Μεσολογγίου, δεν είναι τρόπος αντιστάσεως ούτε ελπίς σωτηρίας


Ο Υδραίος πλοίαρχος Γεώργιος Νέγκας ζήτησε με επιστολή του χρήματα από τους συντοπίτες του, τονίζοντας τους ότι δεν χρειαζόταν να τους το υπενθυμίζει, «επειδή, ν….., αφού τελείωση ο μήνας, ευρεθώμεν χω¬ρίς ταύτην (ζωοτροφίαν) την αναγκαιοτάτην προμήβειαν, φοβούμεθα μη δεν ημπορέσωμεν να βαστάξωμεν τους συντρόφους και θα αναγκασθώμεν να φύγωμεν απ'εδώ, όπου είναι μεγάλη χρεία από θαλασσινήν βοήθειαν, διότι εις αυτήν, προ πάντων, θεμελιώνονται όλοι αϊ ελπίδες του να σωθούν αϊ δύο πόλεις του Μεσολογγίου και του Ανατολικού και να διωχθεί ο εχθρός από όλην την Στερεάν Ελλάδα». Η επιστολή του Νέγκα κατέληγε εξής: "Γνωρίζετε, κύριοι, ότι αύτη η Πόλις είναι το προπυργίου της Ελλάδος και ότι η ύπαρξις αυτής είναι η σωτηρία της εκστρατείας. Πρέπει, λοιπόν, να συντρέξετε ή με βλόγον ή με έργον εις ταύτην την δεινήν περίστασιν, με όποιον τρόπον κρίνετε αρμοδιώτερον, δια ν' απομακρυνθή ο κίνδυνος, ο οποίος φοβερίζει και το Μεσολόγγι και την λοιπήν Ελλάδα. Εδώ είναι μεγάλη χρεία και από ζωοτροφίας και από πολεμοφόδια και φρο¬ντίσατε, κύριοι, να προφθάση η πολυειδής ταύτη βοή&εια, διότι, ως βλέπετε, ο κίνδυνος είναι μεγάλος και επικείμενος.

31 Μαΐου 1825. Οι Πατριώται: Γεώργιος Δ. Νέγκας, Σταμάτιος /ω. Φωκάς, Γιάννης Γκέλης».


Ο Μεχμέτ Ρεσή Κιουταχής


Ο ΚΙΟΥΤΑΧΗΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ

Στις 13 Απριλίου οι πρώτοι στρατιώτες του Κιουταχή φάνηκαν προ του Μεσολογγίου. Η συνολική δύναμη της τουρκικής στρατιάς ανερχόταν σε 50.000 άνδρες. Από αυτούς ένοπλοι ήταν οι 35.000. Από τους τελευταίους, 2.000 είχαν παραμείνει ως φρουρά στο Μακρυνόρος, 3.000 στη Λάσπη, 4.000 ανατολικά και δυτικά του Ανατολικού, 2.500 προωθήθηκαν στα Ζάλωνα και 3.000 στη Γιούρια, για να φυλάξουν τις αποθήκες επισιτισμού της στρατιάς. Ο Κιουταχής ενήργησε διαφορετικά από τον Ομέρ Βρυώνη (επικεφαλής της Α' Πολιορκίας).

Αντί να προχωρεί με όλο τον στρατό, αφήνοντας πίσω του κενό, το ο¬ποίο θα μπορούσε να καταληφθεί από τους ΄Ελληνες, άφηνε σε κάθε οχυρή θέση ισχυρή δύναμη να την περιφρουρήσει, ώστε να έχει εξασφαλισμένα τα νώτα του. ΄Οταν έφθασε στο Μεσολόγγι, μπορούσε να ισχυρισθεί ότι κατείχε ήδη τη δυτική Ελλάδα. Οι υπόλοιποι 15.000 της στρατιάς εκτελούσαν βοηθητικές υπηρεσίες και μεταξύ αυτών υπήρχαν 3.000 εργάτες, τεχνίτες, ξυλουργοί, σιδηρουργοί, ναυτικοί, όλοι σκλάβοι χριστιανοί. Το Μεσο¬λόγγι επομένως αποκλείσθηκε από 20.000 Τούρκους και Αλβανούς (ως επί το πλείστον Γκέκηδες) στρατιώτες.

Στο Μεσολόγγι και στο Ανατολικό είχαν οχυρωθεί περίπου 4.000 επαναστάτες, με τον Αθανάσιο Ραζηκότσικα αρχηγό των Μεσολογγιτών και επικεφαλής τον Ν. Στορνάρη, τον Δ. Μάκρη, τον Νότη Μπότσαρη, τον Γ Τσόγκα, τον Μήτρο Δεληγιώργη, τον Α. Ισκο, τον Γ Σούκα, τον Β. Γιώτη, τον Φ. Μπόμπορη, τον Κ. Οικονόμου, τον Σπ. Μήλιο (Σπυρομήλιο), τον Γ Ράγκο κ.ά. Βρισκόταν, δε, εκεί και ο Νικηταράς, ο οποίος έμεινε στο Μεσολόγγι μέχρι το τέλος Ιουλίου. Τροφές και πυρομαχικά υ¬πήρχαν στην πόλη, αλλά για μικρό χρονικό διάστημα. Χρήματα για τις επιβεβλημένες εργασίες και για τους μισθούς των στρατιωτικών σωμάτων δεν υπήρχαν. Η θάλασσα ήταν ανοικτή και ελεύθερη τόσο για τους ΄Ελληνες, όσο και για τους Τούρκους. Ούτε μοίρα ελληνικών πλοίων υπήρχε εκεί για να παρεμποδίζει την επικοινωνία των πολιορκητών με το φρούριο των Πατρών ούτε τουρκικός στόλος για να αποκλείσει το Μεσολόγγι από τη θάλασσα. Ο Κιουταχής τροφοδοτείτο επί¬σης από τη Ναύπακτο και την Πάτρα. Οι Ελληνες μπορούσαν να επικοινωνούν με την Πελοπόννησο και τη Ζάκυνθο. Μέσα στην πόλη επικρατούσε οργασμός εργασιών, καθώς ο μηχανικός (οχυρωματοποιός) Μιχαήλ Κόκκινης, με βοηθούς τον Μεσολογγίτη αρχιτέκτονα Κουτζούκη και από τις 11 Μαΐου τον Ιταλό φιλέλληνα Ραζιέρι, καθοδηγούσαν τους κατοίκους και επιδιόρθωναν όλους τους προμαχώνες, προκειμένου να ανταποκριθούν στον ρόλο αναχαίτισης των επιτιθεμένων. Από την πλευρά της θάλασσας οι Μεσολογγίτες δεν ανησυχούσαν ιδιαίτερα, καθώς το σύμπλεγμα οχυρωμένων νησιών, όπως το σιλάδι, η Κλείσοβα, ο Αη Σώστης, η ρου, ο Ντολμάς, το Ανατολικό και τα νησό του Προκοπανιστού, προστάτευαν την πόλη. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα ήταν το γεγονός ότι εξαιτίας των ρηχών νερών της λιμνοθάλασσας τα μεγάλα και βαριά εξοπλισμένα τουρκικά πλοία δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν την πόλη.

_________________


ΤΑ ΤΕΙΧΗ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΠΟΥ




Με την έναρξη της Επανάστασης οι Μεσολογγίτες ανήγειραν από την πλευρά της ξηράς ένα χωμάτινο τείχος, ύψους 1,70. Μπροστά από αυτό διάνοιξαν μια τάφρο βάθους 1,20 μ. και πλάτους 2 μ, και εγκατέστησαν 14 παλαιά πυροβόλα. Μετά το τέλος της Α' Πολιορκίας από τον Φεβρουάριο του 1823 οι επαναστάτες ανέθεσαν στον Κοκκίνη να κατασκευάσει το τείχος. Ο ακούραστος αυτός πατριώτης κατόρθωσε να μετατρέψει μικρό χρονικό διάστημα το απλό τείχος σε φρουριακό συγκρότημα. Πρώτα αύξησε το πλάτος της τάφρου στα 9 μ και το βάθπς σε 3 μ. Αύξησε επίσης το πάχος του τείχου, κατασκεύασε επάνω σε αυτό πυργίσκοι διόπτρες, 23 προμαχώνες και κανονιοστάσια τα οποία εξόπλισε με 48 πυροβόλα, 1 πυροβόλο 48 λιβρών και 4 βομβοβόλα.

Σε αυτά τα οχυρωματικά έργα (πολλά από τα οποία κατασκευάσθηκαν κατά τη διάρκεια της πολυορκίας, ο Κόκκινης έδωσε ονόματα διάσημων ανδρών, Ελλήνων και ξένων. Η διάταξη των κύριων οχυρωματικών έργων είχε ως εξής: στο κέντρο Βρισκόταν ο πυργίσκος του "Μπότσαρη", δυτικά από αυ¬τόν ο πυργίσκος του "Κοραή" και κατά σειρά ο πυργίσκος του "Φραγκλίνου", το κανονιοστάσιο του "Βύρωνα", οι πυργίσκοι του "Γουλιέλμου Τέλλου" και του "Κοτσιούσκου" και το κανονιοστάσιο του "Κυριακούλη Μαυρομιχάλη". Επάνω στη νησίδα της Μαρμαρούς βρι¬σκόταν το κανονιοστάσιο του "Σαχτούρη". Ανατολικά ήταν ο προμαχώνας του "Μάκρη", το φράγμα του "Γουλιέλμου της Οράγγης", το κανονιοστάσιο του "Ρήγα" και του "Αντωνίου Κόκκινη", το φράγμα του "Μονταλαμπέρ" και τα κανονιοστάσια του "Σέφφιλντ", του "Κανά¬ρη" και του "Σκεντέρμπεη".

ΕΝΑΡΞΗ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Ο Κιουταχής αμέσως μετά τη στρατοπέδευση του φρόντισε να κατασκευάσει χαρακώματα στο ύψος του Αγ. Αθανασίου, περί τα 400 μέτρα απέναντι από τους ελληνικούς προμαχώνες, χάρη στα οποία αφενός θα πλη¬σίαζαν οι τουρκικές γραμμές προς τα τείχη και αφετέρου θα προφυλάσσονταν οι Τούρκοι στρατιώτες από τα ελληνικά πυρά. Ολόκληρο τον Μάιο οι τουρκικές επιχειρήσεις περιορίζονταν σε αραιούς κανονιοβολισμούς και σε προσπάθειες να πλησιάσουν όσο το δυνατόν πιο κοντά στα τείχη. Από τους βομβαρδισμούς καταστράφηκαν οι προμαχώνες του "Μάρκου Μπότσαρη" και του «Φραγκλίνου».

Επιπλέον, σκοτώθηκε ο αρχηγός του πυροβολικού, Δημήτριος Σιδέρης. Εκτιμώντας τη νέα κατάσταση, ο Ραζιέρι έκρινε ότι έπρεπε να κατασκευασθεί ένα επιπλέον ενδιάμεσο κανονιοστάσιο. Πράγματι, οικοδομήθηκε αμέσως και έλαβε το όνομα του ναυάρχου Ανδρέα Μιαούλη.
Στις 6 Ιουνίου οι Τούρκοι έκοψαν τον αγω¬γό του υδραγωγείου, αλλά στο Μεσολόγγι αναπλήρωσαν το νερό με τα πολλά πηγάδια. 8 του ίδιου μήνα έφθασαν στην πολιορκημένη πόλη, διασπώντας την τουρκική ζώνη Βλαχόπουλος, ο Δημήτριος Κοντογιάννης, ο Γιαννάκης Ράγκος και ο Λάμπρος Βεϊκος με τα σώματα τους.

Την ίδια ημέρα πραγματοποιήθηκε έφοδος των Τούρκων στη νησίδα Μαρμάρου, αλλά αποκρούσθηκε. Στις 17 Ιουνίου ο Κιουταχής κατασκεύασε, απέναντι από τη νησίδα της Μαρμαρούς και το κανονιοστάσιο του Κυριακούλη, προμαχώνα εξοπλισμένο με πολλά πυροβόλα. Οι ΄Ελληνες διάνοιξαν υπόνομο ραγματοποιήθηκε νέα ορμητική έφοδος. Οι Τούρκοι, αφού ανατίναξαν το τείχος στα από τον προμαχώνα του "Φραγκλίνου τοποθέτησαν σκάλες στα τείχη, ανέβηκαν σε αυτά και παρά τις πολλές απώλειες έστησαν στο μεγαλύτερο μέρος των επάλξεων σημαίες τους. Εξαιτίας της θέας τόσων σημαιών, η πόλη φαινόταν να έχει ληφθεί. Οι Ελληνες, όμως, στηριζόμενοι στο εσωτερικό τείχος που είχαν κατασκευάσει από την αρχή της πολιορκίας, κτυπησαν με τα εύστοχα πυρά τους επιτιθέμενους και μετά από τρίωρη σκληρή μάχη οι πολυορκούμενοι ανακατέλαβαν τις θέσεις τους.

Κατα τη διάρκεια της εφόδου εναντίον οι Τούρκοι προσπάθησαν να πλησιάσουν προς την πόλη και από τη θάλασσα. τουρκικά σκάφη γεμάτα στρατιώτες στη λιμνοθάλασσα. Προπορευόταν πλοιάριο με αναμμένους πυρσούς, Από τους πυρσούς έβγαινε πολύς καπνός, που είχε σκοπό να εκμηδενίσει την ορατότητα της λίμνης, ώστε να μη γίνουν αντιληπτά τα σκάφη που ακολουθούσαν. Τα διέκριναν, όμως, έγκαιρα τα κανονιοστάσια της πόλης, τα κτύπησαν και ματαίωσαν τη θαλάσσια αυτή επιχείρηση.

ΑΦΙΞΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΟΛΟΥ ΣΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ
 


Μετά από τις δραματικές εκκλήσεις των πολιορκημένων για ενίσχυση σε τρόφιμα και πυρομαχικά, η κυβέρνηση του Ναυπλίου αποφάσισε - παρά τα οξύτατα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε και την ανάγκη επιφυλακής του ελληνικού στόλου στο Αιγαίο για τον φόβο τουρκικών επιδρομών εναντίον των νησιών - να σχηματίσει ισχυρή μοίρα με σκοπό να την αποστείλει στο Μεσολόγγι. Στις 8 Ιουλίου απέπλευσαν από τα νησιά 14 σπετσιώτικα πλοία και τρία πυρπολικά υπό τον ναύαρχο Γεώργιο Ανδρούτσο, 11 υδραίικα και δύο ακόμη πυρπολικά υπό τον Μιαούλη, καθώς και λίγα πλοία υπό τον Ψαριανό Νικόλαο Αποστόλη. Στις 23 Ιουλίου ο ελληνικός στόλος εισήλθε αιφνιδιαστικά στη λιμνοθάλασσα και επιτέθηκε εναντίον δύο τουρκικών μπρικιών και δύο γολετών που βρίσκονταν εκεί. Μετά από σύντομη ναυμαχία οι ΄Ελληνες πυρπόλησαν τα δύο μπρίκια. Οι δύο γολέτες φρόντισαν να φύγουν εγκαίρως προς τη Ναύπακτο. Εκτός από οκτώ πλοία που έμειναν στα ανοικτά για περίπτωση ανάγκης, ο υπόλοιπος στόλος αγκυροβόλησε στο Μεσολόγγι και άρχισε να εκφορτώνει τις προμήθειες. Ξαφνικά φάνηκε στον ορίζοντα ο τουρκικός στόλος. Τα ελληνικά πλοία ετοιμάσθηκαν για την επίθεση και έσπευσαν να λάβουν την καταλληλότερη ως προς τον άνεμο θέση για τη δράση των πυρπολικών. ΄Αρχισε σφοδρός εκατέρωθεν κανονιοβολισμός, αλλά, όταν τα τουρκικά πλοία αντιλήφθηκαν τις κινήσεις των πυρπολικών, διέκοψαν τα πυρά και διέφυγαν προς τα νοτιοδυτικά. Τα ελληνικά πλοία τα καταδίωξαν μέχρι την Κεφαλλονιά. Στη συνέχεια, ο τουρκικός στόλος έφυγε προς τα νότια του Ιονίου. ΄Ηταν, δε, τέτοιος ο τρόμος από τα πυρπολικά, ώστε 14 πλοία που καθυστέρησαν κατά την υποχώρηση στράφηκαν προς τον κόλπο των Πατρών και κατέφυγαν στο λιμάνι της πόλης, αναζητώντας προστασία από τα πυροβόλα του εκεί φρουρίου. Ο αρχηγός του τουρκικού στόλου, Τοπάλ πασάς, βλέποντας κατά τη φυγή φαντάσματα ελληνικών πυρπολικών, δεν σταμάτησε ούτε στη Μεθώνη ούτε στο Ναυαρίνο, αλλά συνέχισε εσπευσμένα τον «Ουδέποτε», γράφει ο Τρικούπης.

Ο ελληνικός στόλος πέρασε στη λιμνοθάλασσα 20 εξοπλισμένα πλοιάρια, τα οποία επιτέθηκαν εναντίον των τουρκικών κανόνιοφόρων που παρεμπόδιζαν τις συγκοινωνίες μεταξύ Βασιλαδίου και Μεσολογγίου. Από ελληνική επίθεση καταστράφηκαν επτά κανονιοφόροι. Οι υπόλοιπες πρόλαβαν να πλεύσουν στην ξηρά και να τεθούν υπό την προστασία των τουρκικών πυροβόλων. Μετά εκφόρτωση των προμηθειών ο ελληνική στόλος απέπλευσε, αφού άφησε για βοήθεια στην πολιορκημένη πόλη επτά πλοία Δημήτριο Κιοσσέ και τον Αναγνώστη Κυριάκο.

Ενώ ο ελληνικός στόλος έτρεπε σε τον τουρκικό από τα νερά του Μεσολογγίου ο Καραϊσκάκης, ο Κίτσος Τζαβέλλας, ο Ανδρέας Σαμάκας και ο Χρ. Φωτομάρας έφθασαν στον Ζυγό και πρότειναν στους Μεσολόγγιτες τη διενέργεια συνδυασμένης επίθεσης: εναντίον του τουρκικού στρατοπέδου. Το διομολόγιο ήταν πράγματι πολύ καλό, αλλά οι εκατέρωθεν ελληνικές δυνάμεις - αυτές που θα ενεργούσαν από τον Ζυγό και αυτές που θα επετίθεντο από το Μεσολόγγι - ήταν πολύ μικρές απέναντι στον πολυάριθμο στρατό το Κιουταχή. Οι ΄Ελληνες οπλαρχηγοί βασίζοντο στον αιφνιδιασμό και στην ταραχή που προκαλούσε στο τουρκικό στρατόπεδο η ταυτόχρονη επίθεση από δύο πλευρές. Στο Μεσολόγγι δέχθηκαν την πρόταση, σχημάτισαν αμέσως σώμα αποτελούμενο από 1.500 άνδρες και τη νύκτα της 25ης Ιουλίου, κατά την οποία διαδραματιζόταν η μάχη των ελληνικών πλοιαρίων εναντίον των τουρκικών κανονιοφόρων, εξαπέλυσαν την επίθεση τους ταυτόχρονα με τις ελληνικές δυνάμεις από τον Ζυγό. Οι Τούρκοι αιφνιδιάσθηκαν και εγκατέλειψαν τις θέσεις τους τρέχοντας προς τη βορειοδυτική πλευρά του στρατοπέδου, καταδιωκόμενοι από τους επαναστάτες. Αλλά η προσβολή του τουρκικού στρατοπέδου περιορίσθηκε στο προς τον Ζυγό τμήμα. Οι Τούρκοι αξιωματικοί ενεργώντας ψύχραιμα κατάφεραν να συγκρατήσουν συνταγμένες τις δυνάμεις τους στις υπόλοιπες πλευρές του στρατοπέδου. ΄Ετσι, οι επιτιθέμενοι, αφού διασκόρπισαν αυτούς που βρέθηκαν μπροστά τους, αποχώρησαν ταχύτατα. Οι μεν των εξωτερικών σωμάτων βάδισαν προς τη Δερβέκιστα, οι δε από το Μεσολόγγι επέστρεψαν στην πόλη κατάφορτοι με λάφυρα. Οι νεκροί των Τούρκων κατά την ελληνική έφοδο ανήλθαν σε 300, και κατά άλλους σε 600 περίπου, ενώ από τους πολιορκημένους Ελληνες φονεύθηκαν 17 και τραυματίσθηκαν 13.

_________________
  
 ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΥΨΩΜΑ ΤΗΣ «ΕΝΩΣΗΣ»

Ο Κιουταχής δεν αρκέσθηκε στη βραδεία φθορά που προξενούσε στο Μεσολόγγι ο α¬διάκοπος κανονιοβολισμός, αλλά θέλησε με νέες προσπάθειες να φθάσει όσο το δυνατόν ταχύτερα στον σκοπό της εκστρατείας του.

Φοβόταν πολύ την παράταση της πολιορκία Οι στρατιώτες του είχαν κουρασθεί πολύ το ηθικό τους είχε πέσει κατακόρυφα. Οι εργάτες, απαραίτητοι για τα πολιορκητικά έργα ολοένα λιγόστευαν. Οι έριδες μεταξύ Τούρκων και Αλβανών αξιωματικών είχαν καταστεί καθημερινό φαινόμενο. Ο πιο μεγάλος το φόβος, όμως, ήταν ότι στην Κωνσταντινούπολη θα είχαν αρχίσει να χάνουν την υπομονή τους, επειδή μετά από τόσους μήνες δεν είχε κατορθώσει να κυριεύσει το Μεσολόγγι. Επινόησε, λοιπόν, και άρχισε την κατασκευή ενός μεγάλου υψώματος απέναντι από το οχυρό το "Φραγκλίνου", υψηλότερου από το ελληνικό Από αυτό θα μπορούσε να εξουδετερώσει τα επί του οχυρού του "Φραγκλίνου" ελληνικά πυροβόλα και να βάλλει εναντίον του εσωτερικού της πόλης πιο εύκολα και πιο αποτελεσματικά. Το ύψωμα αυτό μεγάλωνε συνέχω ως προς το πλάτος και το ύψος και πλησίαζε, ημέρα με την ημέρα, ολοένα πιο κοντά στα τείχη. Τελικά ενώθηκε με αυτά. Γι' αυτό ονομάσθηκε ύψωμα της "Ενωσης". Τραγικά πρόσωπα ήταν οι εργαζόμενοι σε αυτό τον προμαχώνα σκλάβοι χριστιανοί, οι οποίοι θερίζονταν αδιάκριτα από τα ελληνικά πυρά, σε μια προσπάθεια των πολιορκημένων να σταματήσουν τις εργασίες. Οι ΄Ελληνες, βλέπονται; ότι το τουρκικό ύψωμα μπορούσε να αλλάξει τις ισορροπίες σε βάρος τους, κατασκεύασαν δεύτερο προμαχώνα στο εσωτερικό, πίσω από το οχυρό του "Φραγκλίνου". ΄Ετσι, εάν ο επιτιθέμενοι κυρίευαν τα εξωτερικά τείχη θα βρίσκονταν μπροστά σε δεύτερη γραμμή άμυνας.

Στις 7 Αυγούστου εισήλθαν στην πόλη από θαλάσσης ο Κίτσος Τζαβέλλας, Χρ. Φωτομάρας και Γ Βαλτινός με 580 άνδρες. Στις 11 Αυγούστου οι Τούρκοι επιτέθηκαν και κυρίευσαν τον προμαχώνα του "Φραγκλίνου". Παρά τη νίκη τους, όμως, βρέθηκαν ουσιαστικά και πάλι έξω από τα τείχη της πόλης, γιατί οι Ελληνες υπερασπιστές πυροβολούσαν συνεχώς από το εσωτερικό οχυρό, αλλά και από τα παράπλευρα του προμαχώνα του Φραγκλίνου οχυρά. Ο Τούρκος αρχιστράτηγος τοποθέτησε στον προμαχώνα του "Φραγκλίνου" πυροβόλα και άρχισε να βάλλει εναντίον του πυργίσκου του "Κοραή". Μια ορμητική επίθε¬ση 30 Ελλήνων ανέτρεψε προσωρινά τους Τούρκους από τις θέσεις τους, αλλά οι τολ¬μηροί επιτιθέμενοι δεν μπόρεσαν να κρατήσουν πολύ σε εκείνη τη θέση και μετά από σύντομη μάχη επέστρεψαν στον προμαχώνα τους.

Την επόμενη ημέρα ο κανονιοβολισμός έγινε ζωηρότερος και παράλληλα οι Τούρκοι άρχισαν εργασίες για να επιχωματώσουν την τάφρο. Οι ΄Ελληνες διάνοιξαν κάτω από την τάφρο υπονόμους και τοποθέτησαν εκρηκτικά. Από τις εκρήξεις καταστράφηκαν τα έργα επιχωμάτωσης. Τότε άρχισε λυσσαλέα πάλη στον προμαχώνα του "Φραγκλίνου". ΄Ελληνες και Τούρκοι μάχονταν σώμα με σώμα όχι μόνο με σπαθιά, αλλά και με πέτρες και ξύλα. Οι ΄Ελληνες απώθησαν τους Τούρκους, κατέ¬στρεψαν τα έργα και κατόρθωσαν να πατήσουν και την άκρη του υψώματος της "Ενωσης'. Μετά από πολύωρη μάχη οι Τούρκοι αποσύρθηκαν στα ενδότερα των γραμμών του υψώματος αυτού. Οι απώλειες τους ανήλθαν σε 200 άνδρες. Από τους ΄Ελληνες φονεύθηκαν 20 και τραυματίσθηκαν 45.

Ο Κιουταχής, παρά τις ατυχίες του, συνέχιζε πυρετωδώς τις προσπάθειες του, Ωστόσο, δεν αντιμετώπιζε μόνο στο πολεμικό πεδίο δυσχέρειες. Βρισκόταν στις παραμονές του φθινοπώρου και έπρεπε να αντιμετωπί¬σει τις αυξανόμενες λόγω χειμώνα ανάγκες, γιατί δεν είχε σκοπό να λύσει την πολιορκία, όπως έκαναν έως τότε οι άλλοι πασάδες, οι οποίοι διέκοπταν τις επιχειρήσεις κατά τη χει¬μερινή περίοδο. Οι εφοδιοπομπές του έρχονταν κατά πολύ αραιά χρονικά διαστήματα από την ΄Αρτα, γιατί ελληνικά σώματα υπό τον Καραϊσκάκη επετίθεντο εναντίον τους και άρπαζαν τα τρόφιμα και τα πολεμοφόδια. Επιπλέον, αυξάνονταν οι λιποταξίες μεταξύ των αξιωματικών και των στρατιωτών, καθώς δεν υπήρχαν αρκετά χρήματα για τους μισθούς. Παρόλα αυτά, ο ικανός Τούρκος αρχι¬στράτηγος δεν είχε χάσει την ψυχραιμία του και απέφευγε να φανερώνει την κακή κατάσταση του στρατού του. Εκφραζόταν, μάλιστα, με ειρωνεία για την αισιοδοξία των Ελλήνων. Σε μια επιστολή του προς τον υποπρόξενο της Αυστρίας στη Ζάκυνθο τον ευχαριστούσε για τις ελληνικές εφημερίδες, και ιδιαίτερα για τα "Ελληνικά Χρονικά", που του είχε στείλει και του ανέφερε ότι έβλεπε με μειδίαμα τις μάταιες ελπίδες των Ελλήνων. Τον παρακαλούσε, μάλιστα, να εξακολουθεί να του στέλνει ελληνικές εφημερίδες και, κυρίως, τις όσο το δυνατόν πιο πρόσφατες εκδόσεις. Η επιστολή αυτή έπεσε στα χέρια των επαναστατών και δημοσιεύθηκε στο "Φίλον του Νόμου της ΄Υδρας". Στη συνέχεια, αναδημοσιεύθηκε στα "Ελληνικά Χρονικά", οι συντάκτες των οποίων αντί σχολίου απαντούσαν στον Κιουταχή ότι, για να μη καθυστερούν να φθάνουν οι εφημερίδες στα χέρια του μέσω Ζακύνθου, αναλάμβαναν οι ίδιοι να του στέλνουν το φύλλο της εφημερίδας κάθε Σάββατο απευθείας από τον προμαχώνα του "Φραγκλίνου" - αν βέβαια προπλήρωνε μια τριμηνιαία συνδρομή! Οι υπερασπιστές του Μεσολογγίου εκτός από ιδιαίτερο σθένος διέθεταν και αίσθηση του χιούμορ.

Στο Μεσολόγγι οι συνεχείς αποκρούσεις των τουρκικών επιθέσεων είχαν αυξήσει τις ελπίδες για το μέλλον. Ωστόσο, οι συνέπειες της πολύμηνης πολιορκίας είχαν αρχίσει να γίνονται αισθητές. Τα τείχη είχαν υποστεί μεγάλες φθορές, πολλά σπίτια είχαν ερειπωθεί, ενώ οι απώλειες, όχι μόνο μεταξύ των μαχητών, αλλά και μεταξύ του άμαχου πληθυσμού, ήταν καθημερινό φαινόμενο. Η βοήθεια που είχε φέρει ο ελληνικός στόλος είχε ανακουφίσει τους πολιορκημένους, αλλά δεν έλυνε το πρόβλημα της συντήρησης τους, καθώς ήταν άγνωστο πότε θα τελείωνε η πολιορκία. Επιπλέον, ο άμαχος πληθυσμός υπέφερε από τις αυθαιρεσίες των ενόπλων, οι οποίοι πεινούσαν και επετίθεντο εναντίον των ανίσχυρων. Η κατάσταση ημέρα με την ημέρα χειροτέρευε
 ΝΕΕΣ ΕΦΟΔΟΙ - ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΟΛΟΥ

Οι Τούρκοι επισκεύασαν τις οχυρώση τους και προσπάθησαν να δημιουργήσουν άλλη αφετηρία για νέα επίθεση. Εγκατέστησαν επάνω στο ύψωμα της "Ενωσης" κανονιοστάσια, απέναντι από τα οχυρώματα του "Φραγκλίνου" και του "Κοραή". Οι ΄Ελληνες, όμως, διάνοιξαν νέο υπόνομο κάτω από το ψωμά της Ένωσης" και το ανατίναξαν την νύκτα της 22ας Αυγούστου. Από την έκρηξη καταστράφηκε ολόκληρη η πρώτη γραμμή των νέων τουρκικών χαρακωμάτων και σκότα καν περίπου 200 Τούρκοι, οι οποίοι ετοιμάζονταν να επιτεθούν με το πρώτο φως της ημέρας.

Ο Κιουταχής αναγκάσθηκε να μετακινηθεί προς τα πίσω. Στο μεταξύ ο εκατέρωθεν κανονιοβολισμός συνεχιζόταν. Το Μεσολόγγι βαλλόταν αδιάκοπα, όχι μόνο στα τείχη, αλλά και στο εσωτερικό. Βαλλόταν όμως και το τουρκικό στρατόπεδο. Ιδιαίτερα ένα κρυμένο κανονιοστάσιο προξενούσε πολλές ζημιές στους Τούρκους. Οι βολές του ήταν εξαιρετικά εύστοχες. Ο Κιουταχής, αφού μπόρεσε να το εξουδετερώσει, αποσύρθηκε στους πρόποδες του Ζυγού για να βρίσκεται έξω από το βεληνεκές των ελληνικών πυρυβόλων. Παράλληλα φρόντισε να ενισχύσει τις φρουρές που είχε τοποθετήσει κατά τον ερχομό του, ώστε να κρατηθεί ανοικτός ο δρόμος ανεφοδιασμού μέχρι την ΄Αρτα και Πρέβεζα. Εν τω μεταξύ η ηγεσία των πολιορκητών, προκειμένου να επιχειρήσει νέα έφοδο, θέλησε να χρησιμοποιήσει δύναμη από αποφασισμένους στρατιώτες, οι οποίοι θα δέχονταν να συμμετάσχουν εθελοντικά. 0 Κιουταχής, λοιπόν, προέβη σε διακήρυξης της εθελούσιας αυτής προσφοράς, γεγονός που σήμαινε φυσικά μεγάλη αύξηση του μισθου των εθελοντών. Τελικά, όμως, δεν βρέθηκαν πρόθυμοι παρά μόνο 2.000 περίπου Την 1η Σεπτεμβρίου οι Τούρκοι μετά από έντονη προπαρασκευή πυροβολικού επιτέθηκαν εκ νέου εναντίν της πόλης. Οι επιτιθέμενοι αποκρούσθηκαν και ο κανονιοβολισμός από τα οχυρά δεν σταμάτησε εκτός από τον προμαχώνα του Φραγκλίνου, όπου είχε συγκεντρωθεί πλήθος Ελλήνων στρατιωτών. Ο Κιουταχής που παρακολουθούσε τη μάχη από στα τείχη κανονιοστάσιο, συμπέρανε ότι οι ΄Ελληνες είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις και είχαν συγκεντρωθεί σε άλλο σημείο. Διέταξε, λοιπόν, επίθεση στον προμαχώνα του "Μάκρη", στο κανονιοβόλιο του "Ρήγα" και στο φράγμα του "Μολπέρ". Τα οχυρά, όμως, δεν ήταν αφύλακτα , με αποτέλεσμα Ελληνες κρυμμένοι αυτά να φανούν ξαφνικά στις επάλξεις αποκρούσουν την επίθεση. Ισχυρές δυνάμεις μάχονταν πλέον μπροστά από τον προμαχώνα του "Φραγκλίνου". Η συγκέντρωση, των Ελλήνων στρατιωτών ήταν ένα τέχνασμα για να παρασυρθούν οι Τούρκοι, οι οποίοι έθαψαν κάτω από σωρούς ερειπίων περισότερους από 500 στρατιώτες τους

Ο Κιουταχής βρέθηκε στη δεινή θέση να παρακολουθεί την αποτυχία της με τόση καλα προπαρασκευασμένης εφόδου, με ήλπιζε βάσιμα πως θα καταλάμναμε την πόλη. Το ηθικό του στρατού του κλονίστηκε από λιποταξίες που πύκνωσαν ανησυχητικά. Οι στρατιώτες, όχι μόνο από το Μεσολόγγι αλλά και από τα στρατόπεδα και από τις φρουρές του Αχελώου έφευγαν. Τα εφόδια του ήταν ελάχιστα και δενήταν δυνατό να έλθουν τρόφιμα και πολεμοφόδια από την Πάτρα και τη Ναύπακτο λόγω της παρουσίας της ελληνικής ναυτικής μοί¬ρας που είχε παραμείνει προς ενίσχυση της πόλης.

Σταθμίζοντας τη δυσμενή κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει, ο Τούρκος στρατάρχης αποσύρθηκε οριστικά στον Ζυγό και περίμενε την επιστροφή του τουρκικού στόλου προτού προχωρήσει σε νέες επιχειρήσεις. Η μετακίνηση αυτή των τουρκικών στρατευμάτων θεωρήθηκε από τους καταπονημένους υπερασπιστές της πόλης προπαρασκευή του Κιουταχή για λύση της πολιορκίας και προσωρινή αποχώρηση λόγω της έλευσης του χειμώνα. Από τα στοιχεία και τις πληροφορίες που συνέλεξαν, όμως, κατάλαβαν πως ο Τούρκος αρχιστράτηγος θα συνέχιζε την πολιορκία, έστω και σε πιο χαλαρή μορφή. Στα μέσα Σεπτεμβρίου εισήλθαν στο Μεσολόγγι ενισχύσεις (Χατζηπέτρος, Γιαννάκης Στράτος κ.ά.) αναπληρώνοντας έτσι τις μέχρι τότε υφιστάμενες απώλειες.

΄Εκτοτε συνεχιζόταν μεν ο εκατέρωθεν κανονιοβολισμός, αλλά οι υπόλοιπες πολεμικές ενέργειες ήταν περιορισμένης κλίμακας. Στις 23 Σεπτεμβρίου οι Τούρκοι ζήτησαν την έναρξη διαπραγματεύσεων για παράδοση της πόλης, για να λάβουν την απάντηση από τους πολιορκημένους πως ό,τι είχαν να πουν θα το έλεγαν με τα όπλα. Τρεις ημέρες αργότερα οι ΄Ελληνες ανατίναξαν υπόνομο που εκτεινόταν από το οχυρό του "Μπότσαρη" μέχρι τα τουρκικά χαρακώματα, χωρίς σημαντικό αποτέλεσμα. Την 1η Οκτωβρίου πραγματοποιήθηκε και άλλη ανατίναξη υπονόμου, κατασκευασμένου κάτω από τα απομεινάρια του υψώματος της "Ενωσης". Οι ΄Ελληνες, αφού τον παγίδευσαν, άρχισαν πολύωρο κανονιοβολισμό εναντίον των εχθρικών χαρακωμάτων για να συγκεντρώσουν στο συγκεκριμένο σημείο πολλούς Τούρκους. Από την ανατίναξη σκοτώθηκαν δεκάδες πολιορκητές. Στη συνέχεια οι ΄Ελληνες επιχείρησαν έξοδο και κατέλαβαν τα εχθρικά χαρακώματα. Σε απάντηση οι Τούρκοι εξαπέλυσαν σφοδρό κανονιοβολισμό εναντίον της πόλης. Από τις τουρκικές οβίδες σκοτώθηκαν πολλοί Μεσολογγίτες, ιδιαίτερα άμαχοι. Μετά από αυτή την τελευταία ανατίναξη (6 Οκτωβρίου) ο Κιουταχής διέταξε την απομάκρυνση των στρατευμάτων του στην τελευταία σειρά χαρακωμάτων και προς τα κράσπεδα του Ζυγού, ώ¬στε να δημιουργηθεί μια πλατιά κενή ζώνη μεταξύ των τειχών και του τουρκικού στρατοπέδου. Οι ΄Ελληνες μπορούσαν πλέον να εξέρχονται ελεύθερα από τα τείχη, έβοσκαν τα ζώα τους στα εκτός της πόλης χωράφια, κατέστρεψαν τα τουρκικά χαρακώματα και ανέσκαψαν την τάφρο στα σημεία, όπου ο εχθρός την είχε επιχωματώσει. Το μεγαλύτερο πρόβλημα, όμως, που αντιμετώπιζε η φρουρά της πόλης ήταν η φθορά που είχαν υποστεί τα τείχη, συνέπεια του πολύμηνου και ακατάπαυστου κανονιοβολισμού. Ο Κόκκινης τα επιθεώρησε και εισηγήθηκε την άμεση επι¬σκευή τους, η οποία και πραγματοποιήθηκε. Στα μέσα του ίδιου μήνα ένα σοβαρό γεγονός αναστάτωσε τους κατοίκους του Μεσολογγίου. Η προαναφερθείσα ελληνική ναυτική μοίρα, που είχε παραμείνει εκεί και εξασφάλιζε την πόλη από τη θάλασσα, απέπλευσε. Η επίσημη δικαιολογία της κυβέρνησης του Ναυπλίου ήταν ότι ο εχθρός είχε αποσυρθεί στους πρόποδες του Ζυγού, επομένως η πολιορκία είχε διακοπεί. Ωστόσο, το γεγονός ότι ο εχθρός αδρανούσε προς στιγμή, το Μεσολόγγι εξακολουθούσε να ευρίσκεται σε κατάσταση πολιορκίας. Τον Οκτώβριο εισήλθε στην πόλη ο Καραισκάκης και πρότεινε την από κοινού προσβολή του εχθρού. Η πρόταση του όμως απορρίφθηκε.

Οι κανονιοβολισμοί συνεχίζονταν ο έλεγχος των θαλάσσιων επικοινωνιών κινδύνευε να περιέλθει στον έλεγχο των τουρκικών πλοίων που είχαν καταφύγει στον κόλπο των Πατρών. Μετά από έντονες διαμαρτυρίες των Μεσολογγιτών δόθηκε η υπόσχεση για αποστολή νέων πλοίων. Οι ημέρες, όμως, περνούσαν και τα ελληνικά πλοία δεν φαίνονταν πουθενά στον ορίζοντα. Αντί γι΄ αυτά, το Νοέμβριο, εμφανίσθηκε μπροστά στην πόλη μεγάλη δύναμη τουρκοαιγυπτιακού στόλου.

Παρά τις αλλεπάλληλες αποτυχίες του τουρκικού στρατού, ο Κιουταχής είχε τύχη. Ο σουλτάνος Μαχμούτ εξακολουθούσε να έχει εμπιστοσύνη στις ικανότητες του και απέδωσε τη μη ευδοκίμηση των προσπαθιων του στο πνεύμα της απειθαρχίας και έλλειψης οργάνωσης του στρατού του.» δυστυχώς για τα στρατιωτικά δεδομένα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αποτελούσε τον κανόνα. Δεν μπορούσε, όμως, να περιμένει τον αρχιστράτηγο του να αναδιοργανωθεί. ΄Επρεπε να τελειώνει το γρηγορότερο την ελληνική Επανάσταση. Η Πύλη είχε πληροφορίες ότι σύντομα οι εκπρόσωποι Βρετανίας και της Ρωσίας θα συσκέπτονταν στην Πετρούπολη για να λάβουν αποφάσεις για το ελληνικό ζήτημα. Οι αποφάσεις αυτές στηριζόμενες στην ανάγκη για αποκατάσταση της ειρήνης και στο γεγονός ότι η Ελληνική Επανάσταση δεν είχε καταπνιγεί, θα είχε ευνοϊκές (είτε με τον έναν είτε με τον άλλο τρόπο) για τους ΄Ελληνες.

Ο καγκελάριος της Αυστρίας Μέττερνιχ δεν έπαυε να συμβουλεύει την Κωνσταντινούπολη ότι υπήρχε ανάγκη να καταπνιγεί γρήγορα η Επανάσταση ώστε η Υψηλή Πύλη να μπορεί στις δίπλωμτικές αυτές ενέργειες να ισχυρισθεί πως η ειρήνη αποκαταστάθηκε και το ελληνικό ζη•μα δεν υπάρχει. ΄Ετσι, ο σουλτάνος απευθήθηκε στον Μωχάμετ Αλυ, πασά της Αιγύιπτου και του ζήτησε να δώσει εντολή σιον Ιμπραήμ, που βρισκόταν στην Πελοπόννσο! να βοηθήσει τον Κιουταχή. Αυτό, βέβαια δεν του ήταν ευχάριστο, καθώς φοβόταν των αιγυπτιακών φιλοδοξιών στη Στερ Ελλάδα, αλλά δεν υπήρχε άλλη λύση. Τα ευρωπαϊκά πρότυπα που ήταν οργανωμένος ο Αιγυπτιακός στρατός αποτελούσαν τηγ εγγύηση για γρήγορη κατάληψη της πόλης.

Ο Μωχάμετ Αλυ ανέλαβε με χαρά τη διεξαγωγή της νέας επιχείρησης, γιατί αυτό τον ενίσχυε περισσότερο απέναντι στη Αυτοκρατορία, αφού αναδεικνυόταν σε στρατιωτικό ρυθμιστή των αναγκών της και των εντερικών υποθέσεων της. Ο Ιμπραήμ αποδέχθηκε με προθυμία την εντολή, καθώς η αρχική φιλοδοξία του εύρισκε νέο πεδίο δράσης. Στην υποταγή της Πελοποννήσου, την οποία πίστευε ότι είχε συντελέσει κατά το καλύτερο μέρος, θα προσέθετε τη δάφνη άλωσης του απόρθητου έως τότε Μεσολογγίου.

ARY SCHEFFER (1795-1858) (;)Σκηνή μάχης

ΑΦΙΞΗ ΤΟΥ ΙΜΠΡΑΗΜ ΣΤΟ ΜΕΣΣΟΛΟΓΓΙ



Ο Αιγύπτιος στρατάρχης εμφανίσθηκε μπροστά στα τείχη του Μεσολογγίου στις 12 Δεκεμθρίου. Τον συνόδευαν 8,600 τακτικοί 1.200 ιππείς, 2.400 άτακτοι Τούρκοι Αλβανοί κ.ά. (σύνολο 15.250 άνδρες) Επικεφαλής του στρατού του ήταν Γάλλοι αξιωματικοί. Την ίδια στιγμή, μέσα στο Μεσολόγγι, βρίσκονταν συμπατριώτες τους , στο πλευρό της ελληνικής φρουράς. Η πρώτη εμφάνιση του νέου εχθρού Μεσολογγίου ανήγγειλαν τα "Ελληνικά". τα οποία παράλληλα καυτηρίασε την παρουσία των Γάλλων στον στρατό του Ιμπραήμ ως εξής: «Αλλά πώς ο καιρός μεταβάλεται! Εξαλείφθηοαν οι αιώνες εκείνοι που τα Χριστιανικά γένη επολέμουν εις την κατά των οπαδών του Μωάμεθ! Επί Μυροφόρων πρώτη εξεστράτευσε η δια την απελευθέρωσιν της Ιεράς Γης. Μα τότε έχυσε τόσον αίμα δια την υπεράσπιση του Ευαγγελίου, ο Βασιλεύς της, Λουδοβίκος, απέθανε δι' αυτή και μόνην θεσιν, και σήμερον, ότε η Γαλλία αυσθή έτι μάλλον δια των επιστηή9η της κατεστήθησαν τα πλέον οπό το των λοιπών Ευρωπαίων, σήμερα συγχωρεί ο Βασιλεύς της να καωνται πλοία πολεμικά δια τους απίστους, τα καράβια της να μεταφέρουν τους θησαυρούς του Αιγυπτιακού αατράπου, οι υι¬οί της, οι οποίοι ε6γήκαν από τα πολεμικά σχολεία της, ενωμένοι υπό τας σημαίας της ημισελήνου, να καταπολεμούν τους υπό την Σταυροφόρον σημαίαν Χριστιανούς, οι οποίοι συντρίψαντες της Οθωμανικής Τυραννίας τας αλύσους, αγωνίζονται να ζήσωσιν ως Χριστιανοί, και να αποκατασταθώσιν Εθνος Ανεξάρτητον.
Από την Γαλλίαν επήγασαν αϊ ωραίοι τέχναι και επιστήμαι. Η Γαλλία εδίδαξε τους απορούντας λαούς της Ευρώπης να γνωρί¬σουν τα πολιτικά των δικαιώματα. Και ήδη η Γαλλία αυτή ελησμόνησεν όλα αυτά; Αυτή σπεύδει να μεταχειρισθή την καλλιέργειαν των μαθήσεων δια να διδάξη τους Τούρκους την τέχνην του πολεμείν, δια να καταστρέψωσι τους Ελληνας;

Στις 14 Δεκεμβρίου πραγματοποιήθηκε συνάντηση του Κιουταχή και του Ιμπραήμ. Η θέση του Τούρκου αρχιστρατήγου ήταν μειονεκτική. Βρισκόταν απέναντι από έναν καινούργιο σύμμαχο, ο οποίος είχε έλθει για να φέρει εις πέρας αυτό που δεν είχε κατορθώ¬σει ο ίδιος. Ουσιαστικά το Μεσολόγγι είχε κλονισθεί από τις δικές του προσπάθειες, τη δόξα της άλωσης, όμως, θα την μοιραζόταν με τον Ιμπραήμ. Οι δύο άνδρες από τις πρώτες στιγμές της συνάντησης τους έδειξαν πως οι σχέσεις τους μόνο ιδανικά δεν θα εξελίσσονταν. Ο αλαζόνας Αιγύπτιος είπε στον Κιουταχή δείχνοντας περιφρονητικά το Μεσολόγγι: «Αυτή την φράκτη δεν μπόρεσες να κυρίευσης τόσον καιρό;».

Ο στεναχωρημένος και μόνο από την άφιξη του αντιζήλου του Κιουταχής οργίσθηκε. Νέα περιφρονητικά λόγια του Ιμπραήμ για τη μαχητική αξία των συμμάχων του προκάλεσαν την αντίδραση των Αλβανών αξιωματικών του Κιουταχή. Ακολούθησε στιχομυθία σε οξύ τόνο μεταξύ των δύο ανδρών. Ο Ιμπραήμ έθεσε στον Κιουτάχη ένα δίλημμα: να αναλάβει αυτός την εκπόρθηση του Μεσολογγίου μέσα σε έναν μήνα, χωρίς την αιγυπτιακή σύμπραξη, ή να παραιτηθεί της επιχείρησης και να αναλάβει ο Ιμπραήμ να την φέρει σε πέρας σε διάστημα 15 ημερών. Προκειμένου να απαντήσει, ο Τούρκος στρατάρχης ήλθε σε σύσκεψη με τους επιτελείς του. Οι αξιωματικοί του, δυσα¬ρεστημένοι από τη συμπεριφορά του Ιμπραήμ, τόνισαν ότι αυτοί δοκίμασαν τους υπερασπιστές του Μεσολογγίου, γνώρισαν την αξία τους και δεν ήθελαν να τους δοκιμάσουν εκ νέου, παραχωρούσαν, λοιπόν, την «τιμή» στον Αιγύπτιο πασά, ώστε να κρίνει καλύτερα.

΄Ετσι, ανέλαβε την πολιορκία και την εκπόρθηση μόνος ο Ιμπραήμ και απαίτησε την απομάκρυνση των τουρκικών στρατευμάτων και του ίδιου του Κιουταχή. Ο Τούρκος στρατάρχης δέχθηκε, υπό τον όρο να απαλλαγεί
απέναντι του σουλτάνου από κάθε περαιτερω ευθύνη. Πράγματι, ο Ιμπραήμ έστειλε στην Κωνσταντινούπολη αναφορά, η οποί απεριελάμβανε όλες τις λεπτομέρειες της συμφωνίας.

Οι τουρκικές δυνάμεις άρχισαν να αντικαθίστανται από τις αιγυπτιακές. Μέχρι τις 17 Δεκεμβρίου όλα τα τουρκικά κανονιοστάσια είχαν καταληφθεί από τους πολιορκητές. Ο Ιμπραήμ θέλησε, πριν αρχίσει τις επιχειρήσεις, να κάνει κρούση παράδοση της πόλης με συνθήκη. Διεμήνυσε, λοιπόν, στους πολιορκημένους Μεσολογγίτες να στείλουν γλωσσομαθείς αντιπροσώπους στο αιγυπτιακό στρατόπεδο για τη διενέργεια διαπραγματεύσεων. Η φρουρά του Μεσολογγίου απάντησε λακωνικά: μαστέ αγράμματοι. Γλώσσες δεν Εμάθαμε μόνο να πολεμούμε».
Στορνάρης

Εξαπολύθηκε τότε ο πρώτος κανονιοβολισμός κατά της πόλης από τα αιγυπτιακά πυροβολά. Ο κανονιοβολισμός εξακολουθώ και τις επόμενες ημέρες, αλλά αραιός δείγμα ότι οι Αιγύπτιοι δεν ήταν ακόμη έτοιμοι για μεγάλης κλίμακας επιχείρηση. Ο Ιμπράήμ κατέβαλε άλλη μια προσπάθεια συνεννόησης για την έναρξη διαπραγματεύσεων με μεσσολαβητή τον κυβερνήτη της βρετανικής κορβέτας «Ρόζα», η οποία είχε βρεθεί εκείνη περίοδο στα νερά του Μεσολογγίου αγκυροβολήσει στο Βασιλάδι. Και οι νέες προσπάθειες, όμως, έπεσαν στο κενό, αμέσως επόμενο διάστημα συνεχίσθηκαν ι κανονιοβολισμοί και οι πυροβολισμοί και αϊ τα δύο μέρη, με αραιούς ρυθμούς. Τα Αιγυπτιακά στρατεύματα, κατασκηνωμένα χωριστά από τα τουρκικά, ασχολούντο με ασκήσεις. Ο Κιουταχής, για να κρατά υπό καθεστώς τρομοκρατίας τους πολιορκημένους, ανασκολόπισε μπροστά από τα τείχη όσους αιχμαλώτους είχε στη διάθεση του. Μετά αυτών υπήρχαν και πολλά γυναικόπαιδα.

Στο μεταξύ, από τις πρώτες ημέρες τα 1826, ο μεγαλύτερος εχθρός για το Μεσολόγγι ήταν η έλλειψη τροφίμων. Τον πόλεμο είχαν συνηθίσει τόσο η φρουρά, όσο και οι μη μάχιμοι. Ο Νικόλαος Κασομούλης αναφέρει; μεταξύ άλλων στα στρατιωτικά του «Ενθυμήματα»: «...Ο πόλεμος είχε καταντήσει ωσάν μια μουσική,ώστε αν κανένα μεσημέρι από τηνι στην έπαυαν τα δύο μέρη, ήτο το παν εις θυμίαν...». Στη συνέχεια δίνει μια εικόνα το νερό που έπιναν οι αποκλεισμένοι λέγοντας τα εξής: «Το νερό των στερνών απατοί διαφόρους που εφονεύοντο εκ των πυροβόλων του εχθρού πλησίον, είχε γίνει έ αλλόκοτον. Οτι ήθελες μέσα εύρισκες, εντόσθια, αίμα, κεφάλια και οι Ελληνες έπιναν και υπέμνησκαν με όλη την αδιαφορία .

_________________

Ο ΜΙΑΟΥΛΗΣ ΣΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΠ

Τη νύκτα της 8ης Ιανουαρίου 1826 οι πολιορκημένοι διέκριναν από τη θάλασσα πύρινες στήλες και συμπέραναν ότι διεξαγόταν ναυμαχία. ΄Αρα ο ελληνικός στόλος είχε σει και μαζί με αυτόν η πολυπόθητη σωτηρία.

Η ανάγκη αποστολής νέας ναυτικής δύναμης στο Μεσολόγγι αναγνωρίσθηκε τόσο από την κυβέρνηση του Ναυπλίου, όσο και από τους προκρίτους της ΄Υδρας και των Σπετσών. Η πολιορκημένη πόλη έπρεπε να επισιτισθεί επειγόντως. Πυρετώδης αλληλογραφία άρχι¬σε να διακινείται μεταξύ των νησιών και του Εκτελεστικού για την προετοιμασία και την επάνδρωση των πλοίων. Κύριος υποκινητής της όλης προσπάθειας ήταν ο Ανδρέας Μιαούλης. Ο ναύαρχος, ικανός να καταλάβει την κρισιμότητα των στιγμών, βιαζόταν να επανέλθει στα νερά του Μεσολογγίου.

Η ελληνική μοίρα, αποτελούμενη από 24 πλοία, κατόρθωσε στις 9 Ιανουαρίου (παρά τη μεγάλη τρικυμία) να φθάσει στο Μεσολόγγι. ΄Ηταν πλέον καιρός. Οι πολιορκημένοι τρέφονταν με μόνο 30 γραμμάρια ψωμί ημερησίως. Πριν, όμως, ολοκληρωθεί η εκφόρτωση των πολύτιμων προμηθειών, 14 εχθρικές φρεγάτες, ακολουθούμενες από κορβέτες και μπρίκια, φάνηκαν στον ορίζοντα. Ο ελληνικός στόλος, φοβούμενος μήπως αποκλεισθεί, επιτέθηκε, διέσπασε την εχθρική παράταξη και ανοίχθηκε στο πέλαγος. Ο τουρκικός στόλος δεν τόλμησε να τον καταδιώξει. ΄Υστερα από πολλές αψιμαχίες με τουρκικά πλοία ο ελληνικός στόλος κατόρθωσε να διεισδύσει εκ νέου, στις 20 Ιανουαρίου, στο Μέσο* και να εκφορτώσει τις προμήθειες. Στιςβ νουαρίου, αφού η αποστολή ολοκληρώθηκε με επιτυχία, η ελληνική μοίρα έτοιμα να αναχωρήσει. Τότε φάνηκε μεγάλος αριθμός τουρκικών και αιγυπτιακών πλοίων.» μένος από την Πάτρα. Οι δύο στόλοι αντιπαρατάχθηκαν και αντάλλαξαν κανονιοβολισμούς, αλλά πολύ γρήγορα ο μεν τούρκο αιγυπτιακός στόλος επανέπλευσε στο ασφολή λιμάνι των Πατρών, ο δε ελληνικός συνέχισε την πορεία του. Μαζί του μετέφερε και στρατηγούς της Φρουράς μεταξύ των οποί και τον Σπυρομήλιο, για να διεκτραγωδήσει τη δεινή θέση, στην οποία είχαν περιέλθει οι πολιορκημένοι.
Οι γενναίοι θαλασσομάχοι, και πρώτος μεταξύ αυτών ο ναύαρχος Μιαούλης, έπραξαν και αυτή τη φορά το καθήκον τους με τρόπο ηρωικό. Κατόρθωσαν να παραδώσουν στο Μεσολόγγι αυτά που είχαν εντολή να μεταφέρουν, κάτω από τις συν; επιθέσεις του εχθρού. Οι ποσότητες τροφίμων, όμως, με τις οποίες εφοδίασαν την πόλη, ήταν πολύ μικρές. Μόλις επαρκούσαν για 20 ημέρες και αυτό φανέρωνε την κακή οικονομική κατάσταση της κυβέρνηση. Πραγματική βοήθεια θα ήταν η εξασφάλιση του επισιτισμού του Μεσολογγίου καθ' τη διάρκεια της πολιορκίας. Γι' αυτόν τον άκοπο, όμως, απαιτείτο η μόνιμη παραμονή στο άνοιγμα του Πατραϊκού κόλπου ολόκλη¬ρου του ελληνικού στόλου, με πολλά πυρπολικά. Τόση δύναμη δεν ήταν δυνατόν να εξοπλίσει η κυβέρνηση με τα οικονομικά μέσα που διέθετε. ΄Οσα και αν ήταν τα κατορθώματα των Ελλήνων ναυτικών, στην ουσία είχαν η σημασία μεμονωμένων ηρωικών επεισοδίων, που δεν μπορούσαν να μεταστρέψουν την τύχη του Μεσολογγίου.


ΑΣΦΥΚΤΙΚΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΑΠΟ ΑΙΓΥΠΤΙΑΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ

Οι Αιγύπτιοι, αφού ολοκλήρωσαν τις ετοιμασίες τους, άρχισαν στις 12 Φεβρουαρίου σφοδρό κανονιοβολισμό κατά του Μεσολογγίου. Κάθε τέταρτο της ώρας ρίχνονταν 24 βλήματα από 12 πυροβόλα και 12 όλμους. Τα τείχη υφίσταντο μεγάλες φθορές και η πόλη σειόταν από τις εκρήξεις των εχθρικών οβίδων. Οι Ελληνες πυροβολητές, ωστόσο, δέχθηκαν με ψυχραιμία τον καταιγισμό των Αιγυπιακών βλημάτων και απαντούσαν στα εχθρικά πυρά με τα πυροβόλα των κανονιοσταοίων, Μεγάλη εντύπωση προκαλούσε το γεγονός ότι οι βολές των αιγυπτιακών πυροβόλων ήταν εξαιρετικά εύστοχες, κυρίως αυτές που έπεφταν επάνω στα τείχη. Από την ευστοχία των βολών οι ΄Ελληνες συμπέραναν πως οι πυροβολητές του εχθρού ήταν Γάλλοι.

Ο κανονιοβολισμός έγινε αραιότερος τη νύκτα και επαναλήφθηκε με σφοδρότητα την επόμενη ημέρα. Τη νύκτα της 13ης Φεβρουαρίου ο εχθρός φρόντισε να συνδέσει τα κανονιοστάσια και τους προμαχώνες του, ώστε η γραμμή του γύρω από τα τείχη να παρουσιασθεί ενωμένη. Στις 14 Φεβρουαρίου ο κανονιοβολισμός κατέστη σφοδρότερος, αφού τα πυροβόλα των πολιορκητών είχαν αυξηθεί σε 40. Στις 15 Φεβρουαρίου ο κανονιοβολισμός μετριάσθηκε. Πραγματοποιήθηκαν, όμως, νέες οχυρωματικές εργασίες. Στρατιώτες και εργάτες εξέρχονταν από την οχυρωματική γραμμή, πλησίαζαν την τάφρο, έσκαβαν και ύψωναν προμαχώνες σε απόσταση μερικών δεκάδων μέτρων από τα τείχη.

Την ασέληνη νύκτα της 16ης Φεβρουαρίου, στις 02.00, πολλοί Αιγύπτιοι στρατιώτες βγήκαν από τους προμαχώνες τους, έφθασαν με προφυλάξεις στο οχυρό του "Μπότσαρη" και έριξαν στο εσωτερικό του τείχους χειροβομβίδες. Οκτώ λόχοι Αιγυπτίων όρμησαν τότε στο τείχος για να ενισχύσουν την αρχική επίθεση. Αλλά η φρουρά του οχυρού βγήκε από τα τείχη και, όχι μόνο προσέβαλε και απώθησε τους επιτιθέμενους, αλλά επέπεσε κατά των αιγυπτιακών προμαχώνων, κατα¬σφάζοντας όσους δεν είχαν προλάβει να απομακρυνθούν έγκαιρα.

Η σύγχυση στις τάξεις των πολιορκητών από την αιφνιδιαστική ελληνική επίθεση διήρκεσε τόσο πολύ, ώστε δόθηκε η ευκαιρία στους επιτιθέμενους να αποκομίσουν άφθονα λάφυρα από το πεδίο της μάχης και να επανέλθουν στην πόλη. Ο Ιμπραήμ, αντιλαμβανόμενος τη δυσμενή τροπή της κατάστασης, έσπευσε ο ίδιος στο πεδίο της μάχης προς ανασύνταξη των δυνάμεων του και συνέχιση της επίθεσης κατά του οχυρού του "Μπότσαρη". Οι Αιγύπτιοι στρατιώτες, υπό τις απειλές και τα μαστίγια των αξιωματικών τους, επανήλθαν στις θέσεις τους και επιτέθηκαν εκ νέου. Το τμήμα της προκάλυψης του ελληνικού οχυρού καταλήφθηκε από τους εχθρούς, αλλά οι ΄Ελληνες πυροδότησαν παγιδευμένο υπόνομο ανατρέποντας την αιγυπτιακή αντεπίθεση. Ο Ιμπραήμ, όμως, επέμενε και επιχείρησε και τρίτη έφοδο. Τα αιγυπτιακά σώματα συνωστίσθηκαν μπροστά στο προτείχισμα του "Μπότσαρη", πάλι με τη «βοήθεια» των αξιωματικών τους, αλλά δέχθηκαν νέα επίθεση από τους υπερα¬σπιστές του οχυρού, οι οποίοι τους ανέτρεψαν και τους καταδίωξαν μέχρι τα χαρακώματα τους σφάζοντας τους ανελέητα. Οι σωροί των νεκρών στρατιωτών μπροστά στη «φράκτη» υποχρέωσαν τον Ιμπραήμ να αναθεωρήσει τις απόψεις του και να ζητήσει τη Βοήθεια του έμπειρου Κιουταχή. Η τελευταία και πιο δραματική πράξη της πολιορκίας μόλις είχε αρχίσει.

Οι δύο αρχιστράτηγοι έκριναν ότι, για να εξασθενήσει το Μεσολόγγι, έπρεπε να καταληφθούν πρώτα οι οχυρωμένες νησίδες της λιμνοθάλασσας. Στις 26 Φεβρουαρίου 40 εχθρικά πλοιάρια, κατάλληλα για πλεύση σε ρηχά νερά, περικύκλωσαν το Βασιλάδι. Σε κάθε πλοιάριο επέβαιναν 30 Αιγύπτιοι στρατιώτες και ένα μικρό πυροβόλο. Ταυτόχρονα έπλευσαν προς τη νησίδα 18 λέμβοι γεμάτες με στρατιώτες και μια ακόμη λέμβος οπλισμένη με ένα οβιδοβόλο. Η δύναμη αυτή ήταν στην κυριολεξία αποπνικτική για φρουρά τόσο μικρή όπως αυτή του Βασιλαδίου (80 πεζοί υπό τον Σπύρο Πεταλούδη και 20 πυροβολητές με 14 πυροβόλα υπό τον Ανάσταση Παπαλουκά). Οι υπερασπιστές της νησίδας κλήθηκαν από τον Χουσεϊν πασά, αρχηγό της επιχείρησης, να παραδοθούν, αλλά αρνήθηκαν και άρχισε σκληρή μάχη. Οι Ελληνες κατόρθωσαν επί πολλές ώρες να αποκρούσουν τους επιτιθέμενους. Ξαφνικά, όμως, μια οβίδα έπεσε στα συσσωρευμένα πυρομαχικά των Ελλήνων και προκάλεσε μεγάλη έκρηξη. Από τη σύγχυση που προξενήθηκε, ο εχθρός βρήκε την ευκαιρία και αποβιβάσθηκε στη νησίδα. Από τη γενναία φρουρά του Βασιλαδίου διέφυγαν μόνο τρεις, ενώ τέσσερις αιχμαλωτίσθηκαν. Οι υπόλοιποι σφαγιάσθηκαν. Η κατάληψη της νησίδας υπήρξε πραγματική δοκιμασία για τους πολιορκημένους στο Μεσολόγγι. Ειδικά οι κάτοικοι του Ανατολικού κλονίσθηκαν αναλογιζόμενοι ότι έφθασε η σειρά τους. Πράγματι, μετά την κατάληψη του Βασιλαδίου οι Αιγύπτιοι στράφηκαν προς το Ανατολικό. Επόμενος στόχος ήταν να καταληφθούν οι γύρω θέσεις, ώστε να απομονωθεί εντελώς από το Μεσολόγγι.

Στις 28 Φεβρουαρίου ξεκίνησε αιγυπτιακή επιχείρηση για κατάληψη της νησιά Ντολμάς, η οποία βρισκόταν σε απόσταση μόλις μιας ώρας από το Ανατολικό. Η νησίδα αυτή φρουρείτο από 200 οπλοφόρους διέθετε ένα μόνο κανονιοστάσιο. Μετά έναν καταιγιστικό κανονιοβολισμό, οι λογχοφόροι, οι οποίοι επέβαιναν σε πλοιάρια προσέγγισαν τη νησίδα. Οι ΄Ελληνες έπαψαν να πυροβολούν, τόσο κατά την προσέγγιση των πλοιαρίων, όσο και κατά την απόβαση των εχθρών. Η υπεροχή της αιγυπακής δύναμης, όμως, ήταν συντριπτική. Η νησίδα καταλήφθηκε και οι υπερασπιστές πλην ελαχίστων - σκοτώθηκαν μαζί με τον αρχηγό τους, στρατηγό Λιακατά Γρηγόριο τον Ασπροπόταμο. Ταυτόχρονα με την επίθεση αυτή οι Μεσολογγίτες πραγματοποίησαν επιθετική έξοδο για αντιπερισπασμό. Πεντακόσιοι στρατιώτες υπό τον Κίτσο Τζαβέλλα επιτέθηκαν εναντίον των εχθρικών χαρακωμάτων. Αποκρούσθηκαν όμως και επέστρεψαν στην πόλη φέρνοντας μακάβρια λάφυρα εχθρικά κεφάλια, ενός Ευρωπαίου αξιωματικού του πυροβολικού και ενός Τούρκου βαθμοφόρου.

Αμέσως μετά την κατάληψη του Ντο και της παρακείμενης νησίδας του Πόρο Ιμπραήμ διέταξε επίθεση εναντίον του. Οι φρουροί της νησίδας, εξαντλημένοι από την έλλειψη τροφίμων, απελπισμένοι από την έλλειψη ενισχύσεων και αναλογιζόμενοι τη φρικτή τύχη που περίμενε τις οικογένειές τους αν έπεφταν στα χέρια των εχθρών, αποφάσισαν να προχωρήσουν σε διαπραγματεύσεις με τους Αιγυπτίους, λοιπόν, είδαν τις αιγυπτιακές λέμβους να πλησιάζουν απειλητικά, έστειλαν αγγελιοφόρους με λευκή σημαία και με προτάσεις παράδοσης του Ανατολικού με συνθήκη, Ιμπραήμ δέχθηκε περιχαρής τις καθώς θα γλίτωνε έτσι βαρύ φόρο αίμα τον οποίο θα κατέβαλλε, εάν επιχειρούσε την κατάληψη της νησίδας δια των όπλων Ζήτησε παράδοση των όπλων και της κινητής περιουσίας των κατοίκων του Ανατολικού (κάθε κάτοικος είχε δικαίωμα να κρατήσει μέχρι 100 γρόσια και μια ενδυμασία της επιλογής του, ενώ ο Κιουταχής επικύρανε τη συμφωνία και ανέλαβε να μεταφέρει στην ΄Αρτα εκείνους που θα παραδίδονταν για να τους συντηρήσει για έναν χρόνο.

Η πτώση του Ανατολικού, ήταν μια ανεπανόρθωτη απώλεια για το Μεσολόγγι, το οποίο έχανε το ένα μετά το άλλο τα νότια, δυτικά και ανατολικά ερείσματα του, με αποτέλεσμα όλος ο όγκος το εχθρού ελεύθερος να επιπέσει εναντίον καταπονημένων τειχών της πόλης.

Στις 21 Μαρτίου εστάλη από τους δύο Πασάδες στους Μεσολογγίτες κοινή πρόσκληση να παραδοθούν με πραγματικούς ευνοϊκότατους όρους. Τους προτάθηκε να παραδώσουν τα όπλα τους και ότι όσοι επιθυμούσαν θα έφευγαν, όσοι προτιμούσαν να παραμείνουν στην πόλη διατηρούσαν την κινητή και την ακίνητη περιουσία τους χωρίς να τους θίξει κανένας. Η άρνηση της θρυλικής πλέον φρουράς οδήγησε σε ένα νέο γύρο σφοδρότατων κανονιοβολιών εναντίον της πόλης.

_________________

Η ΜΑΧΗΤΗΣ ΚΛΕΙΣΟΒΑΣ

Την 5 Μαρτίου ο Κιουταχής επιχείρησε να αταλάβει το μικρό νησί Κλείσοβα. το οποίο υπερασπίζονταν μόνο 131 άνδρες με επικεφαλή τον Κραβαρίτη Παναγιώτη Σωτηρόπουλο. Στην αρχή στολίσκος από ελαφρά πλοία άρχισε σφοδρό βομβαρδισμό εναντίον του Μεσολογγίου; που τον υποστήριζει την ίδια δραστηριότητα και τα πυροβόλα της ξηράς. Ενώ, όμως, οι πολιορκημένοι έθεσαν ότι θα ακολουθούσε γενική επίθεση εναντίον τους, ο στολίσκος πραγματοποίησε απότομη στροφή και κατευθύνθηκε εναντίον της Κλείσοβας και Τούρκοι και Αλβανοί επιχείρησαν να αποβιβασθούν στη νησίδα. Μετά την πρώτη έφοδο ο Κίτσος Τζαβέλλας με οκτώ συντρόφους του έσπευσε να ενισχύσει την ελληνική φρουρά. Ο ανδρείος αυτός οπλαρχηγός μαζί με τον Σωτηρόπουλο αντιπαρέταξαν άμυνα, επάνω στην οποία συνετρίβησαν αλλεπάλληλες επιθέσεις του εχθρού. Επιχείρηση που διηύθυνε ο ίδιος ο Κιουταχής ο οποίος μάλιστα πληγώθηκε σοβαρά το μεσημέρι οι τουρκικές δυνάμεις αποχώρησαν ντροπιασμένες, αφήνοντας περισσότερους από 1.000 νεκρούς.
Στη συνέχεια εισήλθαν νέες, ξεκούραστες δυνάμεις (τρία τάγματα Αιγυπτίων 3.000 άνδρών με αρχηγό τον Χουσεϊν μπέη ) Επιχείρησαν πέντε αλλεπάλληλες εφόδους, αλλά και τις πέντε φορές υπο¬χώρησαν μπροστά στην ακατανίκητη ανδρεία των μαχητών της Κλείσοβας, οι οποίοι πυροβολούσαν με αξιοσημείωτη επιτυχία εναντίον των Γάλλων αξιωματικών του αιγυπτιακού στρατού, που διακρίνονταν από τις χρυσοποίκιλτες στολές τους. Περί τη δύση του ηλί¬ου, οι ηρωικοί υπερασπιστές αναγκάσθηκαν να καταφύγουν στη μικρή εκκλησία της νησίδας, αφού ασκήθηκε εναντίον τους μεγάλη πίεση. Ο ίδιος ο Χουσεϊν παρότρυνε τους άνδρες του για την τελική έφοδο. Για κακή του τύχη, όμως, τον επισήμαναν οι ΄Ελληνες σκοπευτές που βρίσκονταν στη στέγη της εκκλη¬σίας και τον σκότωσαν. Ο θάνατος του προκάλεσε πανικό στους Αιγυπτίους. Τότε άρχισε μια άγρια καταδίωξη στα ρηχά νερά της λίμνης. Γέμισε η περιοχή της λιμνοθάλασσας από σημαίες, σπαθιά, τυφέκια, πλοιάρια με πυροβόλα και άλλα πολεμοφόδια. Περισσότερα από 1.200 πτώματα Αιγυπτίων κείτονταν μπροστά στα χαρακώματα της Κλείσοβας, η κατάληψη της, όμως, δεν είχε γίνει ακόμα δυνατή. Οπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Κασομούλης, "η λίμνη είχε γίνει ένα μείγμα αίματος καί κομμένων ανθρώπινων μελών".

Η πολυθρύλητη μάχη της Κλείσοβας, αν εξετασθεί ανεξάρτητα από τα τόσα άλλα περιστατικά που διαδραματίσθηκαν κατά τη διάρκεια της τελευταίας πολιορκίας του Μεσολογγίου, αναμφίβολα πρέπει να ταξινομηθεί μεταξύ των πιο συγκλονιστικών και πολυαίμακτων συγκρούσεων κατά τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Η τρομακτική φθορά που υπέστησαν οι Τουρκοαιγύπτιοι, μόνο με την κα¬ταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη (τον Ιούλιο του 1822) μπορεί να παραβληθεί. Αν, μάλιστα, ληφθεί υπόψη η πρωτοφανής υπεροχή του εχθρού σε ανθρώπινο δυναμικό, γίνεται αντιληπτό ότι η ιστορική αυτή μάχη δεν έχει λάβει τη θέση που της αξίζει στην ελληνική ιστοριογραφία. Δυστυχώς, όμως, η περι¬φανής αυτή νίκη δεν στάθηκε ικανή να αλλάξει την τύχη της πόλης

Η ΠΕΙΝΑ ΚΑΤΑΝΙΚΑ ΤΟΥΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΠΟΥ

Από τα μέσα Φεβρουαρίου η κατάσταση στο Μεσολόγγι είχε αρχίσει να γίνεται τραγική. Δεν αρκούσαν πλέον για να τους ενθαρρύ¬νουν οι ηρωισμοί, οι επιτυχημένες επιθετικές έξοδοι και κατορθώματα όπως αυτό της Κλείσοβας. Δεν είχαν πλέον κανένα μέσο να συντηρηθούν.

Μια επιστολή του Μάγερ, που εστάλη στον συνταγματάρχη Στάνχοπ εκείνες τις ήμερε της αγωνίας και μετά την καταστροφή από οβίδα στις 20 Φεβρουαρίου του τυπογραφείο, των "Ελληνικών Χρονικών", αποτελεί το τελευταίο μήνυμα του προπυργίου της ελληνικής αντίστασης.

«Τα βάσανα, τα οποία υπομένομεν, καιμία πληγή την οποία έλαβα εις τους ώμους, δί΄ με εσυγχώρησαν μέχρι τούδε να σας διευθύνω τους τελευταίους μου ασπασμούς. Καταντήσαμεν εις τοιαύτην ανάγκην ώστε να τρεφώμεθα από τα πλέον ακάθαρτα ζώα και πόσχωμεν όλα τα φρικτά αποτελέσματα πείνης και της δίψης. Η νόσος αυξάνει έτιμάλον τας δεινοπάθειας, υπό των οποίων διερχόμεθά. Χίλιοι επτακόσιοι τεσσαράκοντα των αδελφών μας ετελεύτησαν και περίπου των κατό χιλιάδων σφαίραι κανονιών και ριπτόμεναι από το εχθρικόν στρατόπεδον, κατεδάφισαν τους προμαχώνας μας και κατεκρίμνισαν τας οικίας μας. Το δε ψύχος μας ενοχλεί υπερβολικώς, καθότι είμεθα διόλου στερημένοι από ξύλα της φωτιάς.

Με άλας τας στερήσεις ταύτας, είναι αξιοθαύμαοτον θέαμα ο ένθερμος ζήλος και αφοσίωσις της φρουράς μας. Πόσοι γενναί{ άνδρες μετ' ολίγας ημέρας δεν θέλει είοθ πλέον ειμή σκιαί, κατηγορούσα; ενώπιον του Θεού την αδιαφορίαν του Χριστιανικού κόσμου εις τον αγώνα, όστις είναι ο άγων θρησκείας
Οι Αλβανοί, όσοι παραίτησαν τας του Ρεσίτ πασά, ηνώθησαν μετά του Ιμπραήμ
Εν ονόματι όλων των ενταύθα ηρώων,μεταξύ των οποίων είναι και ο Νότης Μπότσαρης, ο Πσπαδιαμαντόπουλος, και εγώ, όστις παρά της Ελληνικής Διοικήσεως εδιωρίοθει αρχηγός ενός στρατιωτικού σώματος, σ΄αναγγέλω την ενώπιον του Θεού ωρισμένηνι πόψασίν μας δια να υπερασπισθώμεν καιι υστέραν σπιθαμήν της γης του Μεσολογγίκαι να συνενταφιασθώμεν υπό τα ερείπια της πόλεως, χωρίς να ακούσωμεν πρότασίν τίνα συνθήκης.

Η τελευταία μας ώρα ήγγικεν. Η ιστορία θέλειμας δικαιώσει και οι μεταγενέστεροι θέ¬λουν ελεεινολογήοει την συμφορόν μας. Εγώ δε καυχώμαι, διότι εντός ολίγου το αίμα ενός Ελβετού, ενός απογόνου του Γουλιέλμου Τέλλου, μέλει να συμμιχθή με τα αίματα των ηρώων της Ελλάδος. Είθε να μη χαθή μετ' εμού το διήγημα της πολιορκίας του Μεσολογγίου, το οποίον συνέγραψα. Με τοιούτον σκοπόν έκαμα διάφορα αυτού αντίγραφα. Φροντίσατε παρακαλώ, κύριε, να καταχωρισθή εις μερικός εφημερίδας η παρούσα επιστολή μου».

Η παράδοση του Ανατολικού είχε δημιουργήσει αφόρητη κατάσταση στο Μεσολόγγι. Ο κλοιός γύρω από την πόλη είχε γίνει πλέον ασφυκτικός, ενώ οι βομβαρδισμοί ήταν αδιάκοποι και ανηλεείς. Τα τρόφιμα είχαν εκλείψει και οι ασθένειες μάστιζαν τους κατοίκους. Από τις 10 Μαρτίου είχε σταματήσει η διανομή άρτου στη φρουρά. Προκειμένου, λοιπόν, να εξασφαλισθεί το συσσίτιο, σφάζονταν καθημερινά οι γάτες, οι σκύλοι, τα γαϊδούρια, τα μουλάρια και τα άλογα. Στην πόλη δεν υπήρξαν ούτε καν χόρτα, διότι οι αγροί βρίσκονταν έξω από το τείχος. Οι Μεσολογγίτες είχαν πλέ¬ον πρόσβαση μόνο στα αλμυρίκια που φύτρωναν γύρω από τη λιμνοθάλασσα.

Η Διευθυντική Επιτροπή όρισε μια τριμελή επιτροπή, υπό τον σωματάρχη Π Βάγια και τους υποσωματάρχες Σουλτάνη και Παν. Ραζηιότζικα, οι οποίοι περιφέρονταν σε όλες τις κατοικίες αναζητώντας κρυμμένα τρόφιμα. Κατόρθωσε να συγκεντρώσει 1.200 οκάδες αλεύρου, το οποίο και διένειμε χρησιμοποιώ¬ντας ένα κύπελλο ως μέτρο. Οι απελπισμένοι Μεοολονγίτες, προκειμένου να εξασφαλίσουν τροφη. κυνηγούσαν μετά μανίας ακόμη και βούρια από τη λιμνοθάλασσα. Αφού καταναλώθηκαν όλα τα ζώα, οι κάτοικοι προοπάθησαν να κορέσουν την πείνα τους με ποντίκια, μεταφέρθηκαν και περιστατικά νεκροφαγίας.

Στις αρχές Απριλίου οι οπλαρχηγοί αποφάσισαν έξοδο, σε περίπτωση που τα ελληνικά πλοία, τα οποία είχαν φθάσει στο τέλος Μαρτίου στη Ζάκυνθο με ναύαρχο τον Μιαούλη, δεν κατόρθωναν να τους ανεφοδιάσουν. Τα ολιγάριθμα πλοία, όμως, του ελληνικού στόλου (25 πολεμικά και πυρπολικά) απέτυχαν, παρά τις λυσσώδεις επιθέσεις τους, να διασπάσουν τον αποκλεισμό του τουρκοαιγυπτιακού στόλου. Η σύγκρουση, μάλιστα, της 30ής Μαρτίου στα ανοικτά του ΚάΘο Παπά εξελίχθηκε σε ναυμαχία, κατά την οποία 68 εχθρικά πολεμικά ανάγκασαν τη μικρή ελληνική μοίρα να υποχωρήσει με σημαντικές απώλειες. Τότε ο Μιαούλης, άνδρας ικανός να κρίνει ορθά τα πολεμικά πράγματα, δήλωσε με λύπη στα μέλη της επιτροπής των έξι αγωνιστών του Μεσολογγίου (που επέστρεφαν μαζί του) ότι δεν μπορούσε να προσφέρει καμιά Βοήθεια στο Μεσολόγγι, του οποίου την πτώση θεωρούσε θέμα χρόνου.

_________________
 
 Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΔΟ

Οι πολιορκημένοι, απελπισμένοι πλέον από την τελευταία αποτυχημένη προσπάθεια επισιτισμού τους, αλλά μη εννοώντας και να παραδοθούν, αποφάσισαν να εξέλθουν ένοπλοι με τα γυναικόπαιδα και τους υπόλοιπους αμάχους και διασπώντας τον εχθρικό κλοιό να κατευθυνθούν προς τα ορεινά, όπου θα τους ανέμεναν ειδοποιημένοι οι Ελληνες οπλαρχηγοί.

Η έξοδος διακρινόταν από υψηλότατο βαθμό επικινδυνότητας, λόγω του μεγάλου πλήθους των αμάχων που θα βάδιζαν δύσκολα και τους οποίους όφειλαν να προστατεύσουν οι ένοπλοι. Στη μάχη που σίγουρα θα εμπλέκονταν έπρεπε να προβλεφθούν πολύ μεγάλες απώλειες. Για να ελαττώσουν, λοιπόν, την επιθετικότητα των αντιπάλων τους, σκέφθηκαν να προκαλέσουν αντιπερισπασμό του εχθρού με ταυτόχρονη επίθεση στο εχθρικό στρατόπεδο των ελληνικών σωμάτων της επαρχίας και των γειτονικών περιοχών. Εστειλαν τότε δύο στρατιώτες με αλβανικές ενδυμασίες, οι οποίοι μάλιστα μιλούσαν την αλβανική, για να συναντήσουν τον Καραϊσκάκη στη Δερβέκιστα. Οι δύο άνδρες πέρασαν εύκολα κατά τη διάρκεια της νύκτας από το εχθρικό στρατόπεδο χωρίς να γίνουν αντιληπτοί. ΄Οταν έφθα¬σαν στον προορισμό τους, πληροφορήθηκαν ότι ο στρατηγός ήταν βαριά άρρωστος και Βρι¬σκόταν στο χωριό Πλάτανος της Ναυπακτίας. ΄Εσπευσαν, λοιπόν, να τον συναντήσουν για να του περιγράψουν την κατάσταση του Μεσολογγίου και να του ανακοινώσουν την απόφαση των υπερασπιστών για την έξοδο. Παρά την πολύ άσχημη κατάσταση της υγείας του, ο Καραϊσκάκης άκουσε με υπομονή και προσοχή τους απεσταλμένους. Στη συνέχεια μήνυσε στους οπλαρχηγούς της περιοχής να σπεύσουν σε θοήθεια του Μεσολογγίου. Οι οπλαρχηγοί τους υποσχέθηκαν ότι τη νύκτα που θα πραγματοποιείτο η έξοδος σώμα 500 ανδρών θα επετίθετο εναντίον του τουρκικού στρατοπέδου στους Μύλους, άλλοι 500 εναντίον του αιγυπτιακού στρατοπέδου στα Τριλάγκαδα και τρίτο σώμα, επίσης αποτελούμενο από 500 άνδρες, θα ανέμενε στην περιοχή Χίλια Σπίτια για να Βοηθήσει τη φρουρά και τον πληθυσμό που θα κατέφθαναν εκεί. Το σώμα αυτό θα έφερε μαζί του πολλά άλογα και μουλάρια για τη μεταφορά των ασθενών και των ηλικιωμένων. Πρότειναν, επίσης, η έξοδος να πραγματοποιηθεί τη νύκτα της 10ης προς 11η Απριλίου και παρήγγειλαν στη φρουρά να μη κινηθεί παρά μόνο όταν οι ίδιοι θα ξεκινούσαν την επίθεση εναντίον των εχθρικών στρατοπέδων. Μια ομοβροντία από τον Ζυγό θα έδινε το σύνθημα της εξωτερικής επίθεσης και κατά συνέπεια της εξόδου. Κατά τραγική ειρωνεία την ημέρα συνάντησης των απεσταλμένων των πολιορκημένων με τον Καραϊσκάκη έφθασε κυβερνητική διαταγή, σύμφωνα με την οποία αφαιρείτο από τον Ρουμελιώτη στρατηγό η αρχηγία του στρατού της δυτικής Στερεάς. Η προσωρινή κυβέρνηση του Ναυπλίου έκρινε σκόπιμο να αντικαταστήσει τον Καραϊσκάκη αυτή την κρισιμότατη ώρα και να αναθέσει την αρχηγία στον Κώστα Μπότσαρη, ο οποίος 58 είχε ούτε το ανάστημα ούτε τη φήμη του -γιου της καλόγριας».

Οι αγγελιαφόροι έφεραν το μήνυμα των οπλαρχηγών από τη Δερβέκιστα, αλλά ο Καραϊσκάκης ήταν άρρωστος και αδυνατούσε να ηγηθεί των ανδρών του, ώστε να σπεύσει σε βοήθεια. Ακόμη δεν αποκάλυψαν ότι δεν ήταν πια αρχηγός του στρατιάς της δυτικής Στερεάς, σκεπτόμενοι ότι στο άκουσμα μιας τέτοιας είδησης το ηθικό των συμπατριωτών τους θα έπεφτε κατακσρυφα. Το Μεσολόγγι, μετά την αναφορά των αγγελιοφόρων, η ηγεσία της πόλης συγκεντρώθηκε στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, Απριλίου, για να λάβει τις τελευταίες αποφάσεις.

Στη συζήτηση που ακολούθησε προτάθηκε να σφαγιασθούν οι Τούρκοι αιχμάλωτοι (όπως και έγινε) και τα γυναικόπαιδα, προκειμενού να μη πέσουν στα εχθρικά χέρια, καθόσον ήταν όχι μόνο δύσκολο να τα πάρουν τους κατά την έξοδο αλλά και επικίνδυνο αφού ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να τους προδώσουν με τις φωνές και τα κλάματα το Μόλις άκουσε αυτή την εισήγηση ο επίσκοσκοπος Ρωγών Ιωσήφ έγινε έξω φρενών, έτρεξε στην Αγία Παρασκευή, πήρε στα χέρια τουι Εσταυρωμένο και επιστρέφοντας στο συμβούλιο φώναξε: «Εν ονόματι της Αγίας Τριάδος. Είμαι Αρχιερεύς. Αν τολμήσετε ναι κάμετε τούτο, πρώτον θυσιάσετε εμένα. Καια σας αφήνω την κατάραν του Θεού και της Μάνα και όλων των Αγίων. Και το αίμα των αθώων να πέση στα κεφάλια σας». Η αποφασιστική στάση του ιεράρχη έκαμψε τους σκληροτράχηλους οπλαρχηγούς. Οι στρατηγοί αποφάσισαν ότι κάθε άνδρας θα αναλάμβανε να υποστηρίξει τα παιδιά της οικογενείας του, τουλάχιστον σε αυτά που ήταν σε θέση να καταλάβουν ότι έπρεπε να κρατήσουν απόλυτη σιωπή την έξοδο. Επίσης, οι γυναίκες να μη αποτελούν εμπόδια στους άνδρες τους την ώρα της φυγής. Αποφάσισαν ακόμη να ναρκώσουν τα βρέφη την ώρα της εξόδου, ώστε να μη κλαίνε. Μετά από αυτή τη συνεννόηση άρχισαν οι προετοιμασίες. Κατασκεύασαν τρεις ξύλινες μεγάλου πλάτους γέφυρες για την μεγάλη τάφρο, ώστε να καταστεί δυνατό να πραγματοποιηθεί με ευχέρεια και ταχύτητα η έξοδος τόσο μεγάλου πλήθους. ΄Επειτα τρύπησαν το τείχος στη θέση του περιτειχίσματος του "Μονταλαμπέρ" και των προμα¬χώνων του "Μπότσαρη" και του "Μάκρη" και τοποθέτησαν τις γέφυρες. Επέλεξαν τα συ¬γκεκριμένα σημεία γιατί εκεί, στις άκρες της τάφρου, υπήρχαν σωροί χωμάτων ως προκάλυμμα και δεν θα ήταν δυνατό να διακρίνο¬νται οι γέφυρες.

Στις 8 και τις 9 Απριλίου ετοίμασαν τις αποσκευές που θα έπαιρναν μαζί τους, όσο το δυνατόν ελαφρύτερες, καθώς δεν μπορούσαν να προβλέψουν πόσες ώρες θα βάδιζαν. Τα υπόλοιπα υπάρχοντα τους οι περισσότεροι τα έκαψαν για να μη πέσουν στα χέρια των εχθρών. Επίσης τις ημέρες εκείνες σ πληθυσμός κοινώνησε μαζικά στις εκκλησίες μέοα σε κλίμα έντονης συναισθηματικής φόρτισης από τον αναγκαστικό εκπατρισμό και το αβέβαιο μέλλον, το οποίο κατά πάσα πιθανότητα επεφύλασσε τον θάνατο. Το κλίμα βάρυνε ακόμη περισσότερο η θέση πολλών ασθενών, τραυματιών και ηλικιωμένων, οι οποίοι δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν την έξοδο. Μαζί τους αποφάσισαν να μείνουν και πολλοί συγγενείς τους, μη θέλοντας να αφήσουν τους οικείους τους απροστάτευτους κατά την εισβολή του εχθρού την πόλη. Πολλοί απ' αυτούς μεταφέρθηκαν στα ισχυρότερα σπίτια με τα όπλα τους, για να πολεμήσουν από εκεί τους εισβολείς την τελευταία τους πνοή. Είχαν, δε, αποφασίσει να μείνουν εκούσια στα πυροβόλα και πολλοί πυροβολητές, Μεσολογγίτες στην πλειοψηφία τους, για να υποστηρίξουν την ταυτόχρονη επίθεση των εξωτερικών σωμάτων και των συμπατριωτών τους. Αισιόδοξοι από παλαιότερες νικηφόρους επιθετικές εξόδους, πίστευαν ότι αυτή η αιφνιδιαστική επίθεση θα είχε ως αποτέλεσμα την αποσύνθεση του εχθρού και τη σωτηρία της πόλης. Γι' αυτό και εμπόδισαν την καταστροφή των πυροβόλων, ώστε να παραμείνουν τα τείχη εξοπλισμένα και μετά το τέλος αυτής της δοκιμασίας.

Παρά, βέβαια, τη γενική συγκίνηση, το ηθικό του άμαχου πληθυσμού είχε παραμείνει σε υψηλά επίπεδα. Στα μεγαλύτερα παιδιά δόθηκαν όπλα, οι περισσότερες γυναίκες φόρεσαν ανδρικά ρούχα και οπλίσθηκαν όχι μόνο με πιστόλες αλλά και με βαριές σπάθες. ΄Ηταν αποφασισμένες να μην αιχμαλωτισθούν, αλλά να σωθούν ή να σκοτωθούν πολεμώντας.

Δύο ώρες μετά την έλευση του σκότους της 10ης Απριλίου, 1.000 άνδρες από τη φρουρά Βγήκαν προς τις γέφυρες και παρέμειναν σε θέση πρηνηδόν πίσω από τους σωρούς το• χωμάτων, αθέατοι από τον εχθρό. Αυτοί θα αποτελούσαν την εμπροσθοφυλακή των τριών φαλαγγών κατά την έξοδο. Λίγες ώρες νωρίτερα είχε υπογραφεί το ακόλουθο σύμφωνο μεταξύ των αξιωματικών της φρουράς. Το τεκμήριο αυτό των γεγονότων της τελευταίας ημέρας της πολιορκίας γραφή από τον Κασομούλη καθ' υπαγόρευση του επισκοπού Ρωγών Ιωσήφ.
 


Ἐν ὀνόματι τῆς Ἁγίας Τριάδος

Βλέποντες τόν ἑαυτόν μας, τό στράτευμα καί τούς πολίτας ἐν γένει μικρούς καί μεγάλους παρ’ ἐλπίδαν ὑστερημένους ἀπό ὅλα τά κατεπείγοντα ἀναγκαῖα τῆς ζωῆς πρό 40 ἡμέρας καί ὅτι ἐκπληρώσαμεν τά χρέη μας ὡς πιστοί στρατιῶται τῆς πατρίδος εἰς τήν στενήν πολιορκίαν ταύτην καί ὅτι, ἐάν μίαν ἡμέραν ὑπομείνωμεν περισσότερον, θέλομεν ἀποθάνει ὄρθιοι εἰς τούς δρόμους ὅλοι.
Θεωροῦντες ἐκ τοῦ ἄλλου ὅτι μᾶς ἐξέλιπεν κάθε ἐλπίς βοηθείας καί προμηθείας, τόσον ἀπό τήν θάλασσαν καθώς καί ἀπό τήν ξηράν ὥστε νά δυνηθῶμεν νά βαστάζωμεν, ἐνῷ εὑρισκό- μεθα νικηταί τοῦ ἐχθροῦ, ἀποφασίσαμεν ὁμοφώνως:

Ἡ ἔξοδός μας νά γίνῃ βράδυ εἰς τάς δύο ὥρας τῆς νυκτός 10 Ἀπριλίου, ἡμέρα Σάββατον καί ξημερώνοντας των Βαΐων, κατά τό ἑξῆς σχέδιον, ἤ ἔλθη ἤ δέν ἔλθη βοήθεια:

Α’. - Ὅλοι οἱ Ὁπλαρχηγοί οἱ ἀπό τήν Δάμπιαν τοῦ Στορνά- ρη ἕως εἰς τήν Δάμπιαν τοῦ Μακρῆ, μέ τούς ὑπό τήν ὁδηγίαν των, μία κολώνα, νά ριχθοῦν εἰς τήν δάμπιαν τοῦ ἐχθροῦ εἰς τήν ἀκρογιαλιάν, εἰς τό δεξιόν. Ἡ σημαία τοῦ στρατηγοῦ Νότη Βότζιαρη θέλει μείνει ἀνοικτή, ὠς ὁδηγός τοῦ σώματος τούτου. Ὁ στρατηγός Μακρῆς νά τήν συνοδεύσῃ μέ εἰδήμονας, ὁποῦ γνωρίζουν τόν τόπον.

Β’. - Ὅλοι oἱ Ὁπλαρχηγοί οἱ ἀπό τήν Δάμπιαν τοῦ στρατη- γοῦ Μακρῆ ἕως εἰς τήν Μαρμαροῦν μέ τούς ὑπό τήν ὁδηγίαν των, μία κολώνα ὅλοι, νά ριχθοῦν εἰς τόν προμαχῶνα ἀριστερά κατά τῶν ἐχθρῶν. Ὁ στρατηγός Μακρῆς, μέ τήν σημαίαν του ἀνοικτήν, θέλει εἶναι ὁ ὁδηγός τοῦ σώματος τούτου, ἀριστερά.

Γ’.-Διά νά μή μπερδευθῇ το Στράτευμα μέ ταίς φαμελλιαίς, δίδεται τό γεφῦρι τῆς Δάμπιας τοῦ Στορνάρη, καί ὅλοι οἱ φαμελλῖται, ἐντόπιοι καί ξένοι, νά ταίς συνοδεύσουν καί νά διαβοῦν ἀπ’ ἐκεί. Τά δύο γεφύρια εἶναι τό μέν διά τήν δεξιάν κολώναν καί τό τής Λουνέττας διά τήν ἀριστεράν.

Δ’.- Κάθε Ὁπλαρχηγός νά σηκώνῃ τούς στρατιώτας του ἀνά ἕναν ἀπό τόν προμαχῶνα του, ὥστε ὁ τόπος νά μή μείνῃ εὔκαιρος ἕως εἰς τήν ὕστερην ὥραν.

Ε’.- Οἱ ἀπό τήν Μαρμαροῦν, ἅμα σκοτειδιάσῃ, νά τραβη- χθοῦν ἀπό ἕνας - ἕνας καί νά σταθοῦν εἰς τήν Δάμπιαν τοῦ Χορμόβα.

ΣΤ’.- Ὁ Τζιαβέλας, μέ ὅλον τό Βοηθητικόν σῶμα, νά μείνῃ ὀπισθοφυλακή.΄ αὐτός μέ ὅλους θέλει περιέλθει ὅλον τόν γῦρον τοῦ Φρουρίου νά δώσῃ τήν εἴδησιν εἰς ὅλους καί νά τούς πάρῃ μαζί του.

Ζ’.- Τό σῶμα τῆς Κλείσοβας, ὁδηγούμενον ἀπό τούς Ὁ- πλαρχηγούς του, νά ἐξέλθῃ μέ τά πλοιάρια, εἰς τήν μίαν τῆς νυκτός, σιγανά, καί ἅμα φθάσῃ εἰς τήν ξηράν νά σταθῇ ἕως εἰς τάς 2 ὥρας ὁποῦ θά γίνῃ τό κίνημα ἀπ’ ἐδῶ, νά κινηθῇ καί αὐτό.

Η’.- Ὁ τόπος, τό σημεῖον τῆς διευθύνσεώς μας, θέλει εἶναι ὁ Ἅγιος Σιμεός. Οἱ ὁδηγοί θέλουν προσέχει νά συγκεντρωθοῦμεν ἐκεῖ ὅλοι.

Θ’.- Οἱ λαγουμτζῆδες νά βάλουν εἰς τά φυτίλια φωτιά, λογαριάζοντες νά βαστάξουν μετά τήν ἔξοδόν μας μιά ὥρα ἐπέκεινα. Τό ἴδιον νά ὁδηγηθοῦν καί οί εἰς τάς πυριτοθήκας εὑρισκόμενοι ἀσθενεῖς καί χωλοί. Ἠξεύρομεν ὅλοι τόν Κα- ψάλην.

Ι’. - Ἐπειδή θά πληγωθοῦν καί πολλοί ἐξ ἡμῶν εἰς τόν δρόμον, κάθε σύνδροφος χρεωστεῖ νά τόν βοηθῇ καί νά παίρνῃ καί τ΄ ἄρματά τoυ, καί ἐάν δέν εἶναι ἐκ τοῦ ἰδίου σώματος.
ΙΑ’. -Ἀπαγορεύεται αὐστηρῶς κανένας νά μή ἁρπάξῃ ἄρμα συνδρόφου του εἰς τόν δρόμον, πληγωμένου ἤ ἀδυνάτου, ἀργυ- ροῦν ἤ σιδηροῦν, καί φύγῃ. Ὅπου φανῇ τοιοῦτος, μετά τήν σωτηρίαν μας θέλει δίδει τό πρᾶγμα ὀπίσω καί θέλει θεωρεῖσθαι ὡς προδότης.
ΙΒ’. – Οἱ φαμελλῖται ὅλοι ἅμα προκαταλάβουν τούς δύο προμαχῶνας αἱ ἄλλαι δύο κολώναις, θέλουν κινηθῇ ἀμέσως, ὥστε νά περιστοιχισθοῦν ἀπό τήν ὀπισθοφυλακήν. ΙΓ’. - Κανένας νά μή ὁμιλήσῃ ἤ φωνάξῃ τήν ὥραν τής ἐξόδου μας, ἕως ὅτου νά πέσῃ τό δουφέκι εἰς τό ὀρδί τοῦ Κιουταχῆ ἀπό τήν βοήθειαν ὁποῦ περιμένομεν καί ἐάν, κατά δυστυχίαν, δέν ἔλθουν βοήθειαν, οἱ ὄπισθεν πάλιν θέλουν κινηθῆ ἀμέσως, ὅταν κινηθοῦν αἱ σημαῖαι.
ΙΔ’. - Ὅσοι τῶν ἀδυνάτων καί πληγωμένων ἐπιθυμοῦν νά ἐξέλθουν καί δύνανται, νά εἰδοποιηθοῦν ἀπό τά σώματά των τοῦτο.
ΙΕ’. - Τά μικρά παιδιά ὅλα νά τά ποτίσουν ἀφιόνι οἱ γονεῖς, ἅμα σκοτειδιάσῃ.
ΙΣΤ’. - Τό μυστικόν θέλει τό ἔχομεν: «Καστρινοί καί Λογγί- σιοι».
ΙΖ’ . - Διά νά εἰδοποιηθοῦν ὅλοι οἱ Ἀξιωματικοί τό σχέδιον, ἐπιφορτίζεται ὁ Νικόλας Κασομούλη, γραμματεύς τοῦ Στορνά- ρη, νά περιέλθῃ ἀπό τώρα νά τούς τό διαβάσῃ, ἰδιαιτέρως εἰς τόν καθέναν.

Ἐάν δέ, εἰς αὐτό τό διάστημα, ἔξαφνα φανῇ ὁ Στόλος μας, πολεμῶν καί νικῶν νά μείνωμεν ἕως ὅτου ἀνταποκρι- θοῦμεν.

Ἐν Μισολογγίῳ, 10 Ἀπριλίου 1826
 Την παραμονή της Εξόδου ( 9/4/1826) ο Επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ μαζί με τους αρχιμανδρίτη Ζαλογγίτη και ιερείς Πλατύκα, Βάλβη και Αγλύκαντο, μετάλαβαν όλους τους κατοίκους του Μεσολογγίου που εκείνη τη στιγμή ανέρχονταν στους 10.500 εκ των οποίων οι 3.600 ήταν πολεμιστές. Σκηνές σπαρακτικές με τους ασθενείς, τραυματίες και γυναικόπαιδα να αποχωρίζονται τους πατεράδες τους, τους συζύγους τους και τ’ αδέρφια τους. Πολλές γυναίκες ακολούθησαν τους άντρες τους φορώντας αντρικά ρούχα. Οι ώρες φαίνονταν ατέλειωτες.
Ας δούμε κάποια αποσπάσματα από τον αυτόπτη μάρτυρα Κασομούλη που είχε και την ευθύνη να τους ειδοποιήσει και να τους διευθύνει όλους :

‘‘Περιφερόμενος ανά τους προμαχώνας και κοινοποιών εις τους Αξιωματικούς το σχέδιον, ενύκτωσεν, και επίστρεψα πάλιν εις του Μακρή την Δάμπιαν, οπού ήσαν έτοιμοι όλοι. Άκρα ησυχία και άμιλλα. επείραζεν ένας τον άλλον γελώντες:
- Ποιος ηξεύρει αύριον πού θα παίρνη η ράχη σου αέραν…’’
(Εννοεί εδώ ότι θα κείτεται μπρούμυτα στο χώμα νεκρός).

‘‘Ένας αξιωματικός του Στορνάρη, Αποστόλης Τζαλαχάς, 55 χρονών άνθρωπος, μικρόθεν Αρματολός, βλέπων τον εαυτόν του αδύνατον ή ώστε να σωθή, και έχων άρματα χρυσά και χρήματα έως 10 χιλδ. γρ. εις το κιμέρι του, εξεζώθη ετούτα όλα και τα δίδει να τα ζωθή και αρματωθή ένας ανεψιός του γυμνός Γιώτης Σεΐζη.
Ενδύσας τούτον και λαβών εκείνος τα άρματα εκείνου, τον έδωσεν ο Αποστόλης την ευχήν του λέγων:
- Παιδί μου, λέγει, από μικρό παιδί Κλέφτης και Αρματολός αυτά εκέρδισα – λάβε τα, δεν τα εντρόπιασα εις κανένα μέρος. Τα γόνατά μου δε βαστούν να τρέξω τόσον κάμπον και ανήφορον, σε τα δίδω με την ευχήν μου, έλα να σε φιλήσω, και να δώσης εξ αυτών και διά την ψυχήν μου. Εγώ πλέον μένω να αποθάνω εδώ, όπου θέλει πλέξει το βουβάλι εις το αίμα, μετά την φυγήν σας.
Εκεί ήτον και ο Στορνάρης. Τον είπα λοιπόν ότι:
- Εγώ πηγαίνω εις την θέσιν μου, και θα περιμένω εκεί έως να διαβή ο Τζιαβέλας, να κινήσω μαζί του. πλην εσύ να μείνης αυτού οπού είσαι, να μη χαθούμεν.
Όλοι οι Οπλαρχηγοί και στρατιώται επήγαμεν και αποχαιρετίσαμεν τους συναγωνιστάς μας, φίλους και συγγενείς, πληγωμένους και ασθενείς, οίτινες με δάκρυα χαράς μάλλον παρά με λύπην χωριζόμενοι από ημάς, έμειναν να πεθάνουν πολεμούντες, κανένας από αυτούς δεν αγανάκτιζεν, διότι ο κίνδυνος της ζωής ήτον επίσης ο ίδιος και εις αυτούς και εις ημάς. Όλοι εύχοντο προς τους αναχωρούντας την καλήν αντάμωσιν εις τον άλλον κόσμον.
Φθάνοντας εις τον Ανεμόμυλον, αμέσως επήγα και ηύρα και τον Καψάλην εις την πυριτοθήκην εκοινοποίησα προς αυτόν τι ώρα έπρεπεν να βάλη φωτιά, αυτός μ’ αποκρίθη ότι:
- Δεν θέλω ερμηνείαν, μόνον ώρα καλή σας, και όταν φθάσετε προς τον ριζόν του βουνού, ακούτε και βλέπετε τον Καψάλην σας που θα απετά.
Εις αυτήν την στιγμήν απέρασεν ο Τζιαβέλας από το μέρος μας, και μας ειδοποίησεν να τραβηχθούμεν, διευθύνθη δε βαδίζων την ακρογιαλιάν διά να έβγη προς την Μαρμαρούν, ώστε να συνάξη όλους γύρωθεν.
Όλα τα ανδρόγυνα εδιευθύνοντο εις την προσδιορισθείσαν γέφυραν, ωσάν αρνάκια με άκραν σιωπήν, οι πατέρες με τα γιαταγάνια εις το εν χέρι κρεμασμένα, τα δουφέκια από το λουρί εις τον ώμον, και με το άλλον καθένας να βαστά ή κανέν παιδάκι του ή την σύζυγόν του, και να πηγαίνουν. Πολλαί γυναίκες ενδύθησαν ανδρίκεια και αρματώθησαν, και δεν εδιακρίνοντο εις το βάδισμα από τους άνδρας.’’

 «Μόλις σταμάτησε τό πύρ από τά χαρακώματα, οι Αιγύπτιοι άρχισαν νά λαφυραγωγούν καί νά κόβουν τά αυτιά τών νεκρών Ελλήνων. Καί όποιους έβρισκαν πληγωμένους, τούς σκότωναν ανελέητα. Οι πυροβολισμοί, πού προέρχονταν από πολλά σπίτια καί από διάφορα σημεία τής πόλης, προκαλούσαν όλους εκείνους τούς άτακτους, πού φρουρούσαν τίς διακλαδώσεις τών χαρακωμάτων καί τίς πυροβολαρχίες, νά εισδύσουν στήν πόλη. Σμήνη από δούλους, από ιπποκόμους, από τεμπέληδες, πού δέν είχαν πάρει μέρος στίς μάχες, ενωμένοι τώρα σάν ένα σύννεφο από καταστροφικές ακρίδες σκορπίστηκαν γρήγορα στήν πόλη γιά λεηλασίες καί αρπαγές.

Η είσοδος τού πέμπτου συντάγματος στό φρούριο ήταν η στιγμή τού θανάτου γιά τούς θαρραλέους εκείνους Μεσολογγίτες, πού εφοδίαζαν τούς υπερασπιστές τής γραμμής τών οχυρώσεων. Αυτοί μέ αρκετούς νέους, παιδιά καί γυναίκες κάθε ηλικίας, έπεσαν όλοι κτυπημένοι από τίς σφαίρες, από τίς ξιφολόγχες καί από τά σπαθιά τών νικητών στή βάση εκείνων τών επάλξεων καί κοντά σέ εκείνα τά προχώματα πού υπερασπίζονταν. Ο αριθμός τών πτωμάτων καί τών δύο φύλων καί κάθε ηλικίας, μεγαλύτερος όμως τών ανδρών, πού κείτονταν σέ όλη τή γραμμή τών οχυρώσεων, στό διάστημα πού περιλαμβάνοταν ανάμεσα στόν προμαχώνα τού Ρήγα καί στίς δύο εσωτερικές τάφρους, στήν κύρια τάφρο, στίς δύο ημικυκλικές οχυρώσεις, καί στίς εξωτερικές τάφρους, υπολογίζεται ότι έφθανε στούς 590.

Ο Ιμπραήμ πασσάς, ακολουθούμενος από λίγους τσαούσηδές του, μπήκε έφιππος στό φρούριο στίς ένδεκα τή νύκτα καί διέταξε νά καίονται τά σπίτια, από τά οποία θά έφευγε καί ένας πυροβολισμός, νά κομματιάζονται αμέσως όσοι Έλληνες θά έπεφταν στά χέρια τών στρατιωτών του καί νά σκλαβώνονται οι γυναίκες, τά κορίτσια καί τά αγόρια πού θά βρίσκονταν κρυμμένα στά σπίτια τής πόλης.

Κατά τή διάρκεια τής νύκτας σκλαβώθηκαν 3600 γυναίκες νέες καί παιδιά καί τών δύο φύλων. Διακόσιες γυναίκες καί κορίτσια πού επιχείρησαν νά σωθούν μέσα από τή λιμνοθάλασσα, πιάστηκαν καί οδηγήθηκαν στή σκλαβιά. Η φωτιά πού είχε βαλθεί τήν προηγούμενη νύκτα σέ πάρα πολλά σπίτια συνεχίστηκε όλη τή μέρα τής 11ης Απριλίου 1826 καί έσβησε, αφού τά κατέστρεψε όλα. Τό ακμαίο άλλοτε καί πλούσιο Μεσολόγγι δέν ήταν πιά παρά ένας σωρός από ερείπια.

Τήν ίδια ημέρα ο Μεχμέτ Ρεσίτ πασσάς τής Ρούμελης, γιά νά μή φανεί κατώτερος στήν αγριότητα καί στή σκληρότητα τού συντρόφου του Ιμπραήμ, τουφέκισε έξω από τό στρατόπεδο του 150 Έλληνες, πού είχαν πιαστεί από τούς Αρναούτες (Αλβανούς) του σέ διάφορα σημεία τών επαρχιών του. 60 από αυτούς έλειωναν από πολλές μέρες αλυσοδεμένοι στίς υπόγειες φυλακές τού στρατοπέδου ή καλύτερα θαμμένοι ζωντανοί. Ήταν αυτές οι φυλακές λάκκοι βάθους ενός μέτρου, σκαμμένες ακανόνιστα, σκεπασμένοι μέ σανίδια, επάνω στά οποία στέκονταν οι φρουροί. Εκεί κλεισμένοι καί στοιβαγμένοι οι δυστυχισμένοι έπρεπε νά ικανοποιήσουν όλες τίς ανάγκες τής ζωής τους στερημένοι από αέρα, ή αναπνέοντας μολυσμένο, καί πέθαιναν σέ λίγο από ασφυξία.

Ο πόλεμος πού έκαναν οι Τούρκοι στήν ηπειρωτική Ελλάδα καί οι Αιγύπτιοι στήν Πελοπόννησο, έφερε μαζί του τόν χαρακτήρα τής πλήρους καταστροφής. Όλοι οι άνδρες κατακομματιάζονταν χωρίς καμμία εξαίρεση, οι γυναίκες καί τά κορίτσια σέρνονταν στή σκλαβιά καί εξισλαμίζονταν. Η Υψηλή Πύλη ξαναποκτούσε ερημιές μεταμορφωμένες σέ απέραντα νεκροταφεία από άταφα πτώματα. Στίς 11 Απριλίου 20 Ελληνόπουλα πληγωμένα ή άρρωστα καί 52 γριές θανατώθηκαν άσπλαχνα, άλλοι στό στρατόπεδο καί άλλοι κατά μήκος τού δρόμου πρός τό Κρυονέρι, από τούς σκληρούς αφέντες τους στρατιώτες, πού δέν μπορούσαν νά τίς πουλήσουν ούτε καί νά τίς θρέψουν. Κατόπιν τούς έκοψαν τά αυτιά.

2700 ζευγάρια αυτιά Ελλήνων τών δύο φύλων κάθε ηλικίας, πού είχαν βρεί τόν θάνατο στό Μεσολόγγι, αλατισμένα καί στοιβαγμένα σέ βαρέλια, εστάλησαν από τόν Ιμπραήμ πασσά στήν Κωνσταντινούπολη ως τρόπαια καί αποδείξεις τής εξόντωσης τών εχθρών τής Υψηλής Πύλης. Ο Ρεσίτ πασσάς θανάτωνε τούς Έλληνες πού έπεφταν στά χέρια του, έκοβε τά κεφάλια τους, τά έγδερνε καί ευχαριστιόταν ιδιαίτερα νά τά τακτοποιεί σέ πυραμίδες, σέ ένα λάκκο κοντά στή σκηνή του, όπως τακτοποιούν τίς μπάλες τών κανονιών. Η ιστορία θά παραδώσει στούς μεταγενέστερους τά ένδοξα κατορθώματα τών ηρώων τού Μεσολογγίου, αλλά καί τίς πράξεις τής πιό ανήκουστης βαρβαρότητας τών μουσουλμάνων.»

Απομνημονεύματα του μισθοφόρου τού Ιμπραήμ καί μασόνου Ιωάννη Ρωμαίη (Giovanni Romei), "Δελτίον Ιστορικής καί Εθνολογικής Εταιρείας Ελλάδος", Αθήνα 1982, Γιάννης Κορίνθιος (Jannis Korinthios)
Οι Εξοδίτες, 3.600 μαχητές και 7.00 γυναικόπαιδα,μονο 1300 τα καταφεραν,απο την μανια 28.000 τούρκων,φτανοντας στο μοναστήρι του Αγίου Συμεώνος (9 χλμ. από την πόλη του Μεσολογγίου), διαδραματίστηκαν συγκλονιστικές στιγμές της εξόδου,

Στον Αϊ-Σημιό, που είχε οριστεί ως τόπος συνάντησης των πολεμιστών μετά την έξοδο, κατάφερε να φτάσει μόνο η τρίτη φάλαγγα των πολιορκημένων, η οποία με επικεφαλής τον Δημητράκη Μακρή κατάφερε να διασχίσει σχεδόν αλώβητη τις εχθρικές γραμμές.

Όμως εκεί, αντί να βρει την βοήθεια που είχαν υποσχεθεί οι οπλαρχηγοί της Στερεάς, έπεσε σε ενέδρα Τουρκαλβανών, αφού το σχέδιό τους είχε προδοθεί.

Εκεί έπεσαν οι περισσότεροι και όσοι γλίτωσαν ξεχύθηκαν στο βουνό σαν τ’ αγρίμια, με τους εχθρούς πίσω τους να τους καταδιώκουν.

η εκκλησία τους ανακήρυξε νεομάρτυρες με απόφαση της Ιεράς Συνόδου στις 15-1-1998
 
Λιθογραφία των G.Silvani και P. Narducci
 οι ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΤΙΣΣΕΣ

Αξιοθαύμαστο θάρρος έδειξαν και οι Μεσολογγίτισσες «ελεύθερες πολιορκημένες», οι οποίες σε όλη τη διάρκεια της μακράς πολιορκίας του προπυργίου της δυτικής Ελλάδας βοήθησαν με κάθε τρόπο στην άμυνα:μεταφορά υλικών για τα οχυρωματικά έργα, περίθαλψη των ασθενών και τραυματιών.

Φιλέλληνες πολεμιστές του Μεσολογγίου, όπως ο Αύγουστος Φαμπρ και άλλοι, έχουν αποθανατίσει ατέλειωτες σκηνές βομβαρδισμών με θύματα γυναίκες, όπως εκείνη με τις έξι φίλες που περπατούσαν μαζί και μια οβίδα έσκασε στα πόδια τους, σκοτώνοντας ή τραυματίζοντας και τις έξι.

Ή εκείνη με το αίμα μιας πληγωμένης μητέρας να βρέχει τα πτώματα των εννέα κοριτσιών της, τα οποία κείτονταν γύρω της.

Οι Μεσολογγίτισσες όχι μόνο δε δείλιασαν, αλλά αντίθετα εμψύχωναν τους μαχητές και τους παρακινούσαν να αγωνιστούν ως το τέλος.

Όταν αποφασίζεται η ηρωική έξοδος(10 Απριλίου 1826), μετά το φοβερό λιμό, ακολουθούν πολλές γυναίκες με αντρική ενδυμασία, κρατώντας από το ένα χέρι το σπαθί και από το άλλο το μωρό τους, ενώ οι άοπλες μπήκαν στη μέση της φάλαγγας μαζί με τα παιδιά τους.

Αυτές οι γυναίκες είχαν την ίδια φρικτή τύχη, όπως και οι άνδρες της Εξόδου, κατά τη γνωστή φοβερή σύγχυση που επικράτησε, και όσες κατάφεραν να γυρίσουν στην πόλη αυτοκτόνησαν, σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν.

Από ότι ξέρουμε από τις τόσες ηρωίδες του Μεσολογγίου λίγα ονόματα διέσωσε η ιστορία για τις ηρωικές πράξεις τους.

Μια από τις γυναίκες του Μεσολογγίου ήταν και η Αλεφαντώ.

Η ενδυμασία προσιδίαζε αυτής των αντρών.Αψηφούσε τους κινδύνους, τις κακουχίες και τις στερήσεις.

Αντίθετα, εμψύχωνε τους άνδρες στον αγώνα και θυσίασε τη ζωή της για την ελευθερία και την τιμή της.

Εκτός από αγωνίστρια, ήταν σύζυγος και μητέρα.

Ο σύζυγός της σκοτώθηκε το Μάιο του’21 και νεαρά τότε η Αλεφαντώ έμεινε χήρα με μια μικρή κόρη.

Όταν έγινε η έξοδος,συνελήφθη μαζί με την κόρη της και για πολλά χρόνια είχε μαρτυρική ζωή.
 Από τις γυναίκες, 13 μόνο Σουλιώτισσες σώθηκαν και από τα παιδιά τρία ή τέσσερα.

Η ΛΑΪΚΗ ΜΟΥΣΑ

"Ποιος θε ν΄ ακούσει κλάηματα"

Ποιος θε ν΄ ακούσει κλάηματα, γυναίκεια μοιρολόγια;
Ας πάει ν΄ από τη Ρούμελη κι από το Μεσολόγγι,
κι εκεί ν΄ ακούσει κλάηματα, γυναίκεια μοιρολόγια,
πως κλαιν οι μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες.
Δεν κλαίνε για το σκοτωμό, που θε να σκοτωθούνε,
μόν΄ κλαίνε για το σκλαβωμό, που θε να σκλαβωθούνε.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου