Σελίδες

Translate

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2016

το πανηγύρι του Άη-Συμιού

Το εκστατικό πανηγύρι του Άη-Συμιού στο Μεσολόγγι το τετραήμερο του Αγίου Πνεύματος

Νταούλια και ζουρνάδες, έκσταση και μεγαλοπρέπεια, σ’ ένα γλέντι από άλλη εποχή



Το πανηγύρι του Άη-Συμιού στο Μεσολόγγι είναι ένα από τα σημαντικότερα και πιο ιστορικά που οργανώνονται το καλοκαίρι στη χώρα. Επειδή το έχω παρακολουθήσει, πριν κάμποσα χρόνια, κι επειδή έχω συμμετάσχει κατά καιρούς σε πανηγύρια σε πολλά διαφορετικά γεωγραφικά διαμερίσματα, τόσο στην ηπειρωτική χώρα όσο και στα νησιά, λέω πως... τέτοιο πράγμα δεν έχω ξαναδεί. Δεν είναι μόνο η πολυήμερη διάρκειά του και τα ποικίλα δρώμενα, είναι και η όσο το δυνατόν πιο πιστή μεταφορά του μέσα στα χρόνια και βεβαίως η πάνδημη συμμετοχή, που ενώνει Μεσολογγίτες και επισκέπτες μ’ έναν πρωτόφαντο τρόπο.

 Το πανηγύρι που έχει παραδοσιακό-ιστορικό και θρησκευτικό χαρακτήρα γιορτάζεται από τους Μεσολογγίτες δύο φορές το χρόνο. 

Το χειμώνα, 2-3 Φεβρουαρίου και το καλοκαίρι στις ημέρες του Αγίου Πνεύματος. 

  ξεκινάει το Σάββατο με τον σημαιοστολισμό, τη φωταγώγηση της πόλης και τα πρώτα γλεντοκόπια αρματωμένων και καβαλαραίων, για να συνεχιστεί την Κυριακή της Πεντηκοστής στο ιστορικό μοναστήρι του Αγίου Συμεών, σ’ ένα γλέντι με νταούλια και ζουρνάδες, το οποίο θα εξελίσσεται μέχρι και τη Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος (άμα τη επιστροφή πλέον στην πόλη του Μεσολογγίου), για να ολοκληρωθεί το πρόγραμμα την Τρίτη , της Αγίας Τριάδος με το τελικό γλέντι στο νησάκι της Κλείσοβας .



Ο Θωμάς Γκόρπας


Το εξωφυλλο του βιβλίου


Υπάρχει ένα δυσεύρετο βιβλίο τού γνωστού ποιητή και συγγραφέα Θωμά Γκόρπα και του αδελφού του Βησσαρίωνος Γκόρπα, που τυπώθηκε από τις εκδόσεις Ζυγός, στην Αθήνα το 1972 κι έχει τίτλο «Το Πανηγύρι Τ’ Άη Συμιού (μια μεσολογγίτικη λαογραφία)». 

Το βιβλίο αυτό είναι πολύτιμο για την ιστορία του πανηγυριού και από ’κει μεταφέρω μερικά αποσπάσματα (με μικρές δικές μου ενοποιητικές παρεμβάσεις). 

 Τα αδέλφια Γκόρπα, Μεσολογγίτες αμφότεροι, δένουν το πανηγύρι με το παρελθόν του, περιγράφοντας λεπτομέρειες και γεγονότα, ερευνώντας ταυτοχρόνως το πώς εμφανίστηκε αυτό (το πανηγύρι) μέσα στην ποίηση και τη λογοτεχνία...



Το Μοναστήρι





ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ

Στους πρόποδες (ύψος 140 μέτρα) του Αρακύνθου, του ξακουστού Ζυγού, και 7 χιλιόμετρα περίπου βορειοδυτικά του Μεσολογγίου βρίσκεται το ταπεινό, αλλά ένδοξο μοναστήρι. Η μονή του Αγίου Συμεώνος του Θεοδόχου που ιδρύθηκε το 1740 (…)  

Ο Άη Συμιός δεν έμεινε έξω από τους αγώνες για το ξεσκλάβωμα της χώρας πριν το 1821… όπως και μετά, αφού… όσοι σώθηκαν κατά την Έξοδο της Φρουράς του Μεσολογγίου τη νύχτα, Σάββατο του Λαζάρου προς Κυριακή των Βαΐων, της 10 Απριλίου 1826 πήραν το δρόμο προς τον Άη Συμιό. Στ’ αμπέλι του Κότσικα ενσωματώθηκαν με τα άλλα λείψανα της Φρουράς της Κλείσοβας κι από κει τράβηξαν κατά το Μοναστήρι που το είχε πιασμένο και τους περίμενε ο Μουστάμπεης με 500 Αλβανούς ιππείς.

Για τ’ απομεινάρια της Φρουράς εδώ πάνω στον Άη Συμιό η Έξοδος συνεχίζεται. Περισσότεροι από 200 σκοτώνονται και αιχμαλωτίζονται.
Οι υπόλοιποι κυνηγημένοι φθάνουν έως τα μισά του Ζυγού, όπου συναντιούνται με 300 απ’ τα σώματα των «όξω οπλαρχηγών», που έφθασαν καθυστερημένοι, και με την υποστήριξή τους περνούν στην άλλη πλευρά του Ζυγού και τραβάν για τη Δερβέκιστα.
Στο έρημο χωριό φθάνουν μετά τρεις μέρες εξαντλημένοι και πεινασμένοι και φεύγουν αμέσως συνεχίζοντας τον τραγικό δρόμο προς τη σωτηρία, από την πείνα πια, για τα Σάλωνα…

Το Πανηγύρι



Αν το Πανηγύρι του Άη Συμιού είναι εξουθενωτικό για τους πανηγυριστάς, για τους οργανοπαίχτες είναι αληθινό ξεθέωμα. Γι’ αυτό φυσικό είναι να… κολλάνε τα χαρτονομίσματα της χαρτούρας στα ιδρωμένα μέτωπά τους.(…)


 Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ

Το πανηγύρι των αρματωμένων, πέρα από μια συνάντηση με τους προγόνους, πέρα από μια γιορτή ελευθερίας και ειρήνης, στο πιο βαθύ της νόημα, είναι και γιορτή του καλοκαιριού, της χαράς, της ζωής, του γλεντιού και του ξεφαντώματος. Οι Μεσολογγίτες πανηγυρισταί δεν ανεβαίνουν στον Άη Συμιό μόνο για να προσκυνήσουν τον Άγιο και να τιμήσουν τη μνήμη του τού Αγίου Πνεύματος, αλλά και να θυμηθούν τα μεγαλεία και τις θυσίες τού Αγώνα και να κάνουν μνημόσυνο των πεσόντων, στις Πολιορκίες και την Έξοδο των συμπατριωτών τους.

Όταν έφυγαν από τη ζωή και οι τελευταίοι που σώθηκαν απ’ το «Χαλασμό» οι νεώτεροι σκέφτηκαν ότι άξιζε να τιμούν τους ηρωικούς προγόνους με πλατύτερες και επιβλητικώτερες εκδηλώσεις, διατηρώντας, φυσικά, σαν πυρήνα αυτών των εκδηλώσεων το μνημόσυνο των Εξοδιτών στον Άη Συμιό.

Το Πανηγύρι τ’ Άη Συμιού επί δύο αιώνες τώρα παραμένει εκατό τοις εκατό λαϊκό σαν οργάνωση και σαν εκτέλεση.
 Ίσως είναι το μόνο από τα μεγάλα Πανηγύρια της Χώρας που διατηρείται ανόθευτο, μακριά από «εκσυγχρονισμούς», χωρίς να χάσει τίποτε από τον «πρωτογονισμό», την αφέλεια και την εγκάρδια ατμόσφαιρα των παλιών χρόνων.
 Μέσα στον διονυσιασμό του, που συνοδεύει ασταμάτητος ο ήχος των ζουρνάδων και των νταουλιών, κρατάει άθικτα τα αρχικά του στοιχεία τής μυσταγωγίας και της επιβλητικότητας, εν μέσω κραιπάλης, φαγοποτιού και κρασοκατανύξεως, χορού και τραγουδιού.(…)




Οι αρματωμένοι και οι καβαλαραίοι φημίζονται τόσο για τη χορευτική τους δεινότητα όσο και για την αγάπη τους στο τραγούδι, φυσική συνέπεια του λεβέντικου και γλεντζέδικου ταμπεραμέντου τους.




ΑΡΜΑΤΩΜΕΝΟΙ – ΚΑΒΑΛΑΡΑΙΟΙ 
Ψυχή του Πανηγυριού είναι οι αρματωμένοι και οι καβαλαραίοι.
Οι Μεσολογγίτες λένε: για τους πρώτους ότι πάνε «ντυμένοι» και για τους δεύτερους «πάνε μ’ άλογα».
Δέκα ως δεκαπέντε απ’ αυτούς αποτελούν μια ομάδα, την «παρέα», η οποία έχει τον αρχηγό της, τον «καπετάνιο», τον πρώτο μεταξύ ίσων.
 Ο καπετάνιος διαλέγεται μεταξύ των πιο πεπειραμένων, των πιο μπασμένων στην εθιμοτυπία του Πανηγυριού.
 Το παλιό έθιμο, σύμφωνα με το οποίο οι παρέες των αρματωμένων έχουν ένα ή και περισσότερα παιδιά ντυμένα με φουστανέλλα, συνεχίζεται και στις μέρες μας.(…)

2009,Μπαμπης Μαυροματης,παρεα Σακιργιανου



 ΟΙ ΓΥΦΤΟΙ ΟΡΓΑΝΟΠΑΙΧΤΕΣ
Αν η ψυχή του Πανηγυριού είναι οι αρματωμένοι και οι καβαλαραίοι, τότε τα «όργανα» είναι εκείνα που με τους λεβέντικους ήχους τους ταξιδεύουν αυτή την ψυχή στα ηρωικά περασμένα.

Οι γύφτοι οργανοπαίκτες (λέγονται και «γυφταίοι» στο Μεσολόγγι), που επί τρεις μέρες και νύχτες ασταμάτητα λαλούν τον «ζουρνά» και βαράν το «νταούλι» είναι αδερφικά δεμένοι με τους αησιμιώτες πανηγυριστάς, γενιά με γενιά.
 Οι ίδιοι ομολογούν ότι πουθενά στην Ελλάδα δεν έχουν συναντήσει ωραιότερο Πανηγύρι, ούτε πιο κουβαρντάδες γλεντζέδες απ’ τους Μεσολογγίτες.(…)

Η έλλειψη πεπειραμένων οργανοπαικτών στην Αιτωλοακαρνανία τα τελευταία χρόνια αναγκάζει τις παρέες να τους αναζητούν σ’ άλλες περιοχές.

Η κάθε παρέα έχει τέσσερις οργανοπαίχτες: ένα πρίμο ζουρνατζή, τον «πριμαδόρο», που είναι ο μάστορας της ορχήστρας, ένα δεύτερο, τον «μπασσαδόρο», ένα «νταουλιέρη» και ένα τέταρτο, που ξεκουράζει τους τρεις βασικούς.
Αν το Πανηγύρι του Άη Συμιού είναι εξουθενωτικό για τους πανηγυριστάς, για τους οργανοπαίχτες είναι αληθινό ξεθέωμα. Γι’ αυτό φυσικό είναι να… κολλάνε τα χαρτονομίσματα της χαρτούρας στα ιδρωμένα μέτωπά τους.(…)



Εκτός απ’ τα παλιά ρουμελιώτικα δημοτικά τραγούδια, του τραπεζιού, κλέφτικα και λιανοτράγουδα οι Αησυμιώτες τραγουδούν τα φημισμένα μεσολογγίτικα μοιρολόγια και τ’ αησυμιώτικα.


ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΚΑΙ ΧΟΡΟΙ 
Οι αρματωμένοι και οι καβαλαραίοι φημίζονται τόσο για τη χορευτική τους δεινότητα όσο και για την αγάπη τους στο τραγούδι, φυσική συνέπεια του λεβέντικου και γλεντζέδικου ταμπεραμέντου τους. Στο Μεσολόγγι, άλλωστε, έζησαν, έπαιξαν και τραγούδησαν μεγάλοι λαϊκοί καλλιτέχνες, που δημιούργησαν παράδοση, οι μεγάλες δόξες των καφέ σαντάν της παλιάς εποχής, ο Θανάσης ο Μπαταριάς, ο Νικολός ο Σουλεϊμάνης, ο Χαράλαμπος Μαργέλης.

Εκτός απ’ τα παλιά ρουμελιώτικα δημοτικά τραγούδια, του τραπεζιού, κλέφτικα και λιανοτράγουδα οι Αησυμιώτες τραγουδούν τα φημισμένα μεσολογγίτικα μοιρολόγια και τ’ αησυμιώτικα.
Μόνο συρτά και τσάμικα χορεύουν οι πανηγυρισταί, πλουτισμένα με τις περίτεχνες αησυμιώτικες φιγούρες.
Επίσης οι γύφτοι λαϊκοί οργανοπαίκτες παίζουν τα καταπληκτικά σε εκτέλεση οργανικά κομμάτια, όπως η Μπαντονάδα ή Μυρολόι τ’ Αλή Πασά.

Θεαματικώτατες είναι οι χορευτικές αναπαραστάσεις (είδος λαϊκού θεάτρου), όπου ζωντανεύονται η ζωή και οι θυσίες των Μεσολογγιτών Αγωνιστών, υπό τους ηρωικούς ήχους ζουρνάδων και νταουλιών, που οι ρίζες τους φτάνουν ως τον αρχαίο πυρρίχιο.

Τα θέματα είναι η σφαγή των παιδιών απ’ τις μανάδες, η πάλη του Μεσολογγίτη με τον Τουρκαλβανό, πατέρας και γιός κ.ά.(…)




ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ
Ντόπιοι ποιηταί έγραψαν τραγούδια στα οποία αναφέρεται το Πανηγύρι και ο Άγιος. Τα κείμενα αυτά είναι λαογραφικού ενδιαφέροντος. Δίνουν πληροφορίες για το Πανηγύρι, τους Μεσολογγίτες και το Μεσολόγγι, που καλύπτουν ένα μεγάλο διάστημα που ξεκινάει απ’ το 1880 περίπου και φτάνει ως τις μέρες μας.(…)


Από τα διάφορα στιχουργήματα που σταχυολογούν οι Θωμάς και Βησσαρίων Γκόρπας να μεταφέρουμε, κατ’ αρχάς, το ποίημα του Κωστή Παλαμά «Το Πανηγύρι του Ψαρά» από τη συλλογή «Οι Καημοί της Λιμνοθάλασσας» (1912)…

https://youtu.be/gFzf1KZNwMo?list=PLECi0Z0AoZN7PJneN-Sn_X_zjZTeQGr16



Το Πανηγύρι του Ψαρά

Στον Άη Συμιό στον πλάτανο, στο κρύο το πηγαδάκι
που πάνε τα κλεφτόπουλα και πίνουνε νερό,
στο πανηγύρι τ' άη Συμιού, ψαράς για το καμάκι,
το δρόμο δεν τον έμαθα που πάει προς το βουνό. Δεν είμαι για το μακρινό λεβεντοπανηγύρι,
με φουστανέλλα, με άρματα, με φέρμελη χρυσή,
πάντα ξερμάτωτο, ψαρά, γυμνό, καραβοκύρη,
με ξέρει σκόλη και δουλειά στο ξερονήσι εκεί.
Δεν είναι για χαροκοπιές και για τα πανηγύρια
οι φουστανέλλες, τ' άρματα, η φέρμελη η χρυσή.
Τ' άγιασε το αίμα κ' η φωτιά· φέρτε λιβανιστήρια,
τάχτε τα στα κονίσματα κι ανάφτε τους κερί.
Μα όταν κοντά της Κλείσοβας το πανηγύρι βράζει
μεσ' στην αγιά Τριάδα της το χρόνο μια φορά,
μεσ' απ' το γλυκοχάραμα μιαν έγνοια τινάζει
προς της γιορτής το βούισμα στην ακροθαλασσιά.
Και μέσα στο πρυάρι μου το καλοσκαρωμένο
γοργά ως τη νύχτα το λαό περνώ το γιορταστή,
ψάρι αργυρό τής χάρης της και μια λαμπάδα πααίνω
κ' ύστερα κάνω ολονυχτιά με το θιακό κρασί.

Και για το τέλος δύο σονέτα ενός ξεχασμένου ποιητή, του Χρηστάκη Παλαμά (μεγαλύτερος αδελφός του Κωστή Παλαμά) από την ακόμη(;) ανέκδοτη συλλογή «Τα γεροντικά σονέττα» (1924)…


Τ’ Άη Συμιού

Απλώνεται το σύννεφο παχύ στα περασμένα
Μιανής ζωής πολύδαρτης... η μνήμη σκοτισμένη
Γυρίζει νάβρει ξάναση σε κάτι ξεχασμένα
Κι όσο τα χρόνια φεύγουνε, τόσο κι αυτή μακραίνει. Και ξάφνου μια οχλοβοή χαρούμενη του κόσμου
Το τούμπανο και ο ζουρνάς, λαλούμενα, αντάρα
Σαν αστραπή το σύννεφο σκίζουνε... και το φως μου
Ξανοίγεται στη θύμηση της νιότης μου με μάρα
Κι ενώ η ματιά μου άπλερη στης πόρτας το καρτέρι
Και η καρδιά τρεμουλιαστή ζητάει άλλα χνάρια
Ο νους μου φεύγει πιο ψηλά... Σ' απάτητο λημέρι,
Στου Άη-Συμιού το ρίζωμα... και φερν' η φαντασία
Μ' αρματωσιές περίβαλτες εκειά τα παλληκάρια
Να ροβολούνε στο Ζυγό σ' αληθινή θυσία...


Της Αγιά Τριάδος

Γυρίζει πάλι η θύμηση μ' άλλους αχούς κι αντάρες
Κάτου στις θαλασσόνυχτες φυκιές της Χωροπούλας
Στριμώνονται γυροβολιά οι όμορφες κ' οι χάρες
Πεζοβολάνε οι ματιές του νιου και της παιδούλας. Βαριοί πηδάν με τ' άρματα εις το νερό οι Ζυγιώτες
Και φτερακάνε στο νησί γεμάτα τα πριάρια
Το πήραν άλλη μια φορά – χου – οι πανηγυριώτες
Η λίμνη παραδέρνεται μανιώνουνε τα ψάρια...
Και στρέφεται ο λογισμός σε κειό το πανηγύρι
Του πόλεμου και της φωτιάς... στη χούφτα των ανδρείων
Που ξέρας μιαν αδρασκελιά μ' ακράτητο αργοπύρι
Της δόξας και της λευτεριάς εστήσαν το βωμό
Και τα ρηχιά της Κλείσοβας μνημούρι των θερίων
Σημείο για την Έξοδο το μέγα χαλασμό.




Σάββατο 18 Ιουνίου 2016


ο ζουρνάς και το νταούλι

ΑηΣυμιώτες,"αρματωμένοι" , Μεσολόγγι,πανηγύρι τ'ΑηΣυμιού του Αγίου Πνέυματος
 
 
 
 
Ο ζουρνάς
O νεοελληνικός ζουρνάς ανήκει στην οικογένεια των οργάνων τύπου όμποε, με διπλό γλωσσίδι. Ταυτίζεται με τον αρχαίο αυλό τον οποίο μέσα από ιστορικές, φιλολογικές αλλά και εικαστικές μαρτυρίες, συναντούμαι από την εποχή του Ομήρου. 
 
Πριν την εμφάνιση του κλαρίνου στην Ελλάδα, γύρω στα 1830, ο ζουρνάς, σύμφωνα με τον συνθέτη Παύλο Καρρέρ, χαρακτηρίζονταν ως εθνική φλογέρα.
 Χαρακτηριστικά αναφέρει στα "Απομνημονεύματα "του ότι είδε "...να τραγουδούν και χορεύουν, παίζοντες τας εθνικώς φλογέρας και τα νταούλια".

Σε όλη την Ελλάδα, αλλά και στη Μακεδονία περισσότερο, πολλές είναι οι τοιχογραφίες και οι αγιογραφικές παραστάσεις που ο ζουρνάς με το νταούλι δεσπόζουν σε μεγάλες βυζαντινές και μεταβυζαντινές συνθέσεις. 
 
Κανένας σχεδόν από τους φιλέλληνες αλλά και τους ξένους περιηγητές όπως Pouqueville R. Chandler, αλλά και ο Λόρδος Βύρων δεν άκουσαν με καλό αφτί το ζουρνά. Χαρακτηριστικά ο Φοίβος Ανωγειανάκης στη μνημειώδη εργασία του για τα ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα μεταξύ άλλων γράφει: "Με βασικά διαφορετική μουσική παιδεία όλοι αυτοί οι ξένοι αδυνατούν να προσαρμοστούν στο μελωδικό, ρυθμικό και, γενικότερα, ηχητικό κλίμα της ελληνικής λαϊκής μουσικής. 
 
Για τον Pouqueville αίφνης ο ζουρνάς είναι ένα "κραυγαλέο" όργανο.

Όμως όταν δεν θεμελιώσεις τον Διονυσιασμό, τον Ορφισμό, τα Καβύρεια, δεν ακολουθήσεις τα βήματα του Αλέξανδρου και δεν ζήσεις τον βυζαντινό ιππόδρομο, πώς ο ζουρνάς και τα νταούλια να μην αποτελούν κραυγαλέα όργανα;

Ο ζουρνάς στην Ημαθία και γενικότερα στη Μακεδονία, έχει δύο διαφορετικά μεγέθη.
 
 Ο πρώτος κοντός μήκους 35 εκατ. και τον συναντούμε μόνο στη Νάουσα, και ο δεύτερος μακρύς μήκους μέχρι και 65 εκατ. και τον συναντούμε τόσο στην Κεντρική, όσο και στην Ανατολική Μακεδονία, περιοχή Ηράκλειας ( Τζουμαγιάς ) Σερρών.
 
 
 
 Όσο μακρύτερος ο ζουρνάς, τόσο βαθύτερο ήχο βγάζει.

Ο κάθε ζουρνάς αποτελείται συνήθως από τρία βασικά μέρη :
Α. Τον κυρίως ζουρνά, δηλαδή το σώμα το οποίο καταλήγει σε σχήμα χωνιού που λέγεται τατάρα.
Β. Τον κλέφτη που λέγεται και πιστόμιο, κεφαλάρι ή και μάνα.
Γ. Το πιπ' ναρ' κανελί ή πίσκα με την τσαμπού­να ή το τζαμπνάρ'.

Το κυρίως σώμα κατασκευάζεται από πολλά και διαφορετικά ξύλα ανάλογα με την άποψη του ζουρνατζή ο οποίος είναι κατά κανόνα και κατασκευαστής του.
 Σφεντάμι, βερικοκιά, ελιά, καρυδιά, κερασιά συνήθως, κουμαριά, αλλά και οξιά, είναι τα ξύλα. Βασικό στοιχείο πέρα απ' ότι ξύλο και αν είναι, πρέπει να είναι στεγνό, χωρίς ρόζους, ισόπαχο και σταθερό, πράγμα που θα δώσει και την ποιότητα και ένταση του ήχου.
Συνήθιζαν, αφού επέλεγαν το ξύλο και προτού αρχίσει η επεξεργασία του, να το βράζουν μέσα σε νερό με αλάτι ή και στάχτη, σε χαμηλή φωτιά, για να μην ραγίσει κατά την επεξεργασία του.
 Σήμερα ο ζουρνάς κατασκευάζεται σε τόρνο, μηχανικά.
 Πριν το 1970 η κατασκευή του αποτελούσε επίπονη και πολυήμερη εργασία, αφού έπρεπε να γίνει όλος στο χέρι με μαχαίρια, ξυράφια και τζάμια για το γυάλισμα του.
Στο εσωτερικό του το ομοιόμορφο τρύπημα ήταν μια ξεχωριστή διαδικασία η οποία γίνονταν με πυρακτωμένο σίδερο και έπαιρνε ώρες πολλές.
 Αφού κατασκευαστεί το κύριο σώμα του ζουρνά, θα κάνουν τις τρύπες.
 Επτά τρύπες στο κυλινδρικό επάνω μέρος του και μία στο κάτω μέρος ακριβώς μεταξύ πρώτης και δεύτερης τρύπας.
 Οι τρύπες αυτές γίνονται περίπου ανά 3,5 εκατοστά και στη συνέχεια αφού αφήσουν μια απόσταση 8 περίπου εκατ. από την τελευταία τρύπα και από το σημείο που αρχίζει το χωνί, η τατάρα, θα κάνουν τρεις μικρότερες τρύπες επάνω, μια άλλη ακριβώς από κάτω μεταξύ πρώτης και δεύτερης και τέσσερις τρύπες στα πλάγια, στο ύψος της πρώτης και της τρίτης, δύο από τη μια και δυο από την άλλη πλευρά.
Μόνο οι στρογγυλές 7 + 1 τρύπες του κυλινδρικού μέρους του ζουρνά χρησιμοποιούνται από τα δάχτυλα του οργανοπαίχτη.
 Οι άλλες τρύπες δεν πειράζονται και μένουν πάντα ανοιχτές αλλά παίζουν βασικό ρόλο στην τονικότητα του και κυρίως στην ποιότητα του ήχου γι' αυτό όσο πιο επιμελημένα ανοιγμένες είναι, τόσο η ποιότητα του ήχου είναι καλύτερη.
Αν κλείσουμε τις τρύπες αυτές τότε χαμηλώνει η τονικότητα της κλίμακας που βγάζει ο ζουρνάς, παραμορφώνεται το ηχόχρωμα του και διασαλεύεται η ακρίβεια των διαστημάτων.
Οι τρύπες στο ζουρνά ποικίλουν από περιοχή σε περιοχή.
Όταν ολοκληρωθεί το κυρίως σώμα του ζουρνά τότε θα προσαρμόσουν στο επάνω μέρος του και στην διευρυμένη τρύπα του διαμέτρου 1 με 1,5 εκατ. το πιπ'νάρ’ ή κανελί ή πίσκα με την τσαμπούνα, ή με το τζαμπνάρ’.


Πρόκειται για ένα λεπτό, συνήθως από πάφιλα, κυλινδρικό σωληνάκι πάνω στο οποίο θα δέσουν με ράμα το διπλό γλωσσίδι, δηλαδή το πιπ'νάρ' με την τσαμπούνα, όπως λέγεται γενικότερα.
 Μπορεί ο ζουρνατζής μετά την επεξεργασία και κατασκευή του κυρίως σώματος του ζουρνά να ξεμπερδεύει σχετικά εύκολα, αλλά με το γλωσσίδι δεν θα ξεμπερδέψει ποτέ, αφού αποτελεί ζωντανό σώμα, προέκταση όχι μόνο οργανική, της γλώσσας, αλλά κυρίως των αισθήσεων καιτου βαθμού γνώσεων και ευαισθησίας του.

Το αγριοκάλαμο είναι ότι καλύτερο για τη δημιουργία αυτού του τμήματος του ζουρνά.
 Θα πρέπει να έχει διάμετρο 5-10 χιλιοστά και το κόβουν από τις όχθες του Αλιάκμονα, του Λουδία και του Αξιού συνήθως τους μήνες Σεπτέμβρη και Οκτώβρη.
 Αφού το φέρουν σπίτι το κόβουν σε κομμάτια μήκους 20 περίπου εκατοστών το καθένα, τα καθαρίζουν από τις διάφορες ξένες ύλες όπως φύλλα και ψίχα και τ' αφήνουν στον ίσκιο ή στον ήλιο κατ' άλλους "να τραβήξουν", δηλαδή να στεγνώσουν.
 Όταν ο ζουρνατζής θέλει μαλακό το γλωσσίδι θα τ' αφήσει μια βδομάδα περίπου.
 Όταν όμως το θέλει σκληρό τότε και δύο και τρεις.
Τα γλωσσίδια αυτά καθ' αυτά, έχουν μήκος από 1,5-3 περίπου εκατοστά το καθένα.
 Στους κοντότερους ζουρνάδες το γλωσσίδι είναι μικρότερο-κοντότερο, ενώ στους μακριούς μακρύτερο.
Αλλά το μήκος του γλωσσιδίου εξαρτάται και από το φύσημα του ζουρνατζή, δηλαδή πόσο βαθιά το παίρνει στο στόμα του.
Στη συνέχεια περνούν κάθε μικρό κομμάτι καλαμιού σε ένα λεπτό κυλινδρικό ξυλαράκι και με μια μικρή χαρακτηριστική παλινδρομική κίνηση καθαρίζουν το εσωτερικό του.
Αφαιρούν δηλαδή την εντεριώνη.
Στη συνέχεια μουσκεύουν τα καλαμάκια σε νερό με ξύδι ή σε διάλειμμα λεμόντουζου και τα δένουν σε ένα ξύλινο κυλινδρικό καλούπι που έχει την ίδια ακριβώς διάμετρο με το κανελί στο οποίο και θα προσαρμοστεί το γλωσσίδι.
 Μετά, με το δείχτη και τον αντίχειρα, πιέζουν δυνατά το καλάμι και να το διπλό γλωσσίδι.
Για να κρατηθεί δε έτσι πιεσμένο και να είναι συνέχεια στη θέση αυτή, δηλαδή διπλό, παίρνουν ένα μαχαίρι και αφού το κάψουν στη φωτιά το σιδερώνουν, στη συνέχεια το στρογγυλεύουν λίγο για να μην τους χτυπάει στα χείλη και το καίνε στις άκρες για να μην κολλάει στο φύσημα.
 Πράγμα που και αφού ακόμη παλιώσει, συχνά πυκνά οι ζουρνατζήδες με το τσιγάρο τους το καίνε γιατί από την πολυχρησία κολλάει και τους δημιουργεί πρόβλημα στο παίξιμο.
Όταν φυσάει ο ζουρνατζής τα χείλια του γλωσσιδίου πάλλονται χτυπώντας το ένα το άλλο με ένα γρήγορα χτύπημα που το αποτέλεσμα σε ήχο πάντα είναι ιδιαίτερα οξύ και εντυπωσιακό.


Ένα ακόμη εξάρτημα του ζουρνά είναι καιη πίνα, πέ­να ή φούρλα, ένας δίσκος διαμέτρου 3-4 εκατ. Είτε από κόκαλο είτε από μέταλλο, συνήθως κάποιο μεγάλο νόμισμα το οποίο τρυπούν στο κέντρο το περνούν από το γλωσσίδι και το αφήνουν να πατήσει πάνω στον κλέφτη.

Η φούρλα βοηθά­ει ιδιαίτερα τον ζουρνατζή γιατί ακου­μπάει πάνω τα χείλη του αποτελώντας ταυτόχρονα οδηγό για την σταθεροποίηση του ζουρνά ανάμεσα στα δόντια του και τον προφυλάσσει από τυχόν τραυματισμούς.
Η πίνα, πένα ή φούρλα αποτελεί το κατεξοχήν διακοσμητικό όργανο του ζουρνά.
 Κρεμούσαν απ' αυτήν μια ασημένια αλυσίδα πάνω στην οποία έδεναν μερικά κανελιά με γλωσσίδια τα οποία αποτελούσαν τα βασικά ανταλλακτικά του ζουρνά και χρησιμοποιούνται τάχιστα την ώρα του παιξίματος αν με αυτό που έπαιζαν υπήρχε πρόβλημα, ράγισμα, σπάσιμο, κόλλημα, χτύπημα κ.α.
Το μειονέκτημα με τα γλωσσίδια αυτά που κρέμονται, είναι ότι στεγνώνουν γρήγορα.
 Σήμερα αντί να τα έχουν κρεμασμένα, τα βάζουν σε μεταλλικό κουτί μέσα στο οποίο τοποθετούν ένα φύλλο δέντρου ή ένα μικρό κομμάτι πατάτας για να στέκουν μαλακά.


Το σημαντικότερο όμως για το άκουσμα ενός ήχου από ζουρνά είναι αυτή καθ' αυτή η τεχνική του ζουρνατζή.
Να παίζει και κυρίως να φυσάει το εκπληκτικό αυτό μουσικό όργανο με τις απέραντες μουσικές δυνατότητες.

Πρόκειται για μια μοναδική τεχνική η οποία βασίζεται σε γενικές γραμμές στην ταυτόχρονη εισπνοή και εκπνοή του αέρα.

Δηλαδή ο ζουρνατζής ενώ εξακολουθεί να παίζει, εισπνέει ταυτόχρονα αέρα από τη μύτη, τον οποίο αποθηκεύει στη στοματική κοιλότητα και τον οποίο ξοδεύει λίγο-λίγο αντικαθιστώντας τον με νέο αέρα χωρίς να σταματήσει ούτε μια στιγμή να παίζει το ζουρνά που το παίξιμο του βασίζεται μόνο στο φύσημα.
Η υγρασία του γλωσσιδίου είναι βασικό στοιχείο το οποίο ποτίζει άλλοτε με ρακί, άλλοτε με νερό και άλλοτε με κρασί.
Στην πολυσήμαντη εργασία του ο μουσικολόγος Φοίβος Ανωγεινάκης αναφερόμενος στο ζουρνά και στην έκταση της διατονικής του κλίμακας μεταξύ άλλων επισημαίνει ότι "η έκταση της διατονικής κλίμακας είναι μια οκτάβα και δύο φθόγγοι.
Με δυνατότερο όμως φύσημα και κατάλληλο σφίξιμο των χειλιών, ο καλός ζουρνατζής δίνει πολύ περισσότερους φθόγγους.
Τους φθόγγους όμως αυτούς δεν τους χρησιμοποιεί συχνά, γιατί απαιτούν από το ζουρνατζή ένα πολύ κουραστικό φύσημα.
 Το ύψος της τονικής εξαρτάται, όπως και στη φλογέρα, από το μήκος του ζουρνά, αλλά και από τις διαστάσεις του γλωσσιδίου.
 Χάρη στην κατάλληλη δακτυλοθεσία και το κατάλληλο φύσημα, ο καλός ζουρνατζής εξουδετερώνει την ώρα του παιξίματος τις όποιες κατασκευαστικές ατέλειες του οργάνου και δίνει - όταν μέσα του έχει την παράδοση της δημοτικής μελωδίας - τα διαστήματα της φυσικής και όχι της συγκερασμένης κλίμακας.
Στο μονοφωνικό αυτό όργανο, συνεχίζει ο Φοίβος Ανωγειανάκης, ο ζουρνατζής ξομπλιάζει διαρκώς τη μελωδία με τρίλιες, αποτζατούρες και άλλα μουσικά στολίδια, με τονισμούς και πετυχαίνει με το κατάλληλο κάθε φορά φύσημα με γκλισάντα, που κάνει όταν φουντώνει το κέφι, περνώντας γρήγορα ένα του δάχτυλο πάνω απ' όλες τις τρύπες του ζουρνά ".
O ζουρνάς στην Ημαθία αλλά και σ' ολόκληρη τη Μακεδονία είναι "αδικημένος", τρόπος του λέει, από τον κόσμο, αφού όταν γίνεται λόγος για την συγκεκριμένη ζυγιά ο λαός δεν λέει "θα φέρω ή ήρθαν οι ζουρνάδες", αλλά "θα φέρω ή ήρθαν τα νταούλια".

Κι ας είναι δύο οι ζουρνάδες και το νταούλι ένα, παρόλα αυτά το νταούλι χαρακτηρίζει τη ζυ­γιά και μάλιστα σε πληθυντικό "Τα νταούλια".

Μεσολόγγι,ΑηΣυμιοτκος ζουρνας











ΠΗΓΕΣ :ΖΟΥΡΝΑΔΕΣ ΚΑΙ ΝΤΑΟΥΛΙΑ,Επαγγέλματα που χάνονται,Ε.Σ.Υ.Υ.
ΕΘΝΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΦΡΟΝΤΙΔΑΣ Κεντρικής Μακεδονίας Ε.Ο.Π.
Ο Ζουρνάς σελ. 7 – 10 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

Το νταούλι


Το νταούλι με τη μορφή που το συναντούμαι σήμερα είναι γνωστό από τους Βυζαντινούς χρόνους.
 Το πόσο μάλιστα διαδεδομένο τόσο σε κοσμικές, όσο και θρησκευτικές εκδηλώσεις ήταν φαίνεται από τις πολλές και ποικίλες βυζαντινές και μεταβυζαντινές απεικονίσεις του σε τοιχογραφίες και ξυλόγλυπτες παραστάσεις τέμπλων και άλλων εκκλησιαστικών διακοσμητικών μοτίβων σε μοναστήρια κυρίως. 
Ιστορικές μαρτυρίες βεβαιώνουν ότι ήταν ένα από τα πολεμικά όργανα το οποίο εμψύχωνε τους μαχητές και δημιουργούσε πανικό στον εχθρό. 
Σε συνδυασμό μάλιστα με το ζουρνά δημιουργούσε παιάνες και θούριους όπου έκανε τον εχθρό να το βάζει στα πόδια. 
Συχνά και ο Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του κάνει λόγο για το νταούλι και την επίδραση του στον εχθρό, αλλά και στον ψυχισμό αυτών που το χρησιμοποιούσαν. 
Παλιοί οργανοπαίχτες του Ρουμλουκιού μιλούσαν για δυο και τρεις ζυγιές νταούλια τα οποία χρησιμοποιούσαν με δεξιοτεχνία οι νταουλτζήδες.
 Σύμφωνα δε με διασταυρωμένες πληροφορίες οι μουσικοί αυτοί αποτελούσαν μέρος του σουλτανικού στρατού.Δεν υπάρχει απόλυτα συγκεκριμένο μέγεθος νταουλιού.
 Δυο όμως είναι τα στοιχεία τα οποία το προσδιορίζουν. 
Το πρώτο η τοπική παράδοση και το δεύτερο η σωματική διάπλαση του νταουλτζή. 
Αν ήταν ψηλός με μακριά χέρια, έφτιαχνε νταούλι που η διάμετρος του όπως φαίνεται και από τις φωτογραφίες που παραθέτουμε, έφτανε και τα 80 εκατ. 
Θύμα του εκσυγχρονισμού όμως έπεσε και το νταούλι, όπως άλλωστε και οι ζουρνάδες που κατασκευάζονται στον τόρνο αφού περιορίστηκε πια και το μέγεθός του, μέχρι και 56 με 60 εκατ.
 Η κατασκευή ενός νταουλιού απαιτεί λεπτούς χειρισμούς και κυρίως υπομονή όσον αφορά την επεξεργασία του δέρματος που σύμφωνα με την παράδοση το καλύτερο είναι αυτό του γαϊδάρου, μετά του λύκου και μετά του βοδιού. 
Για την επίπονη και βρώμικη αυτή κατεργασία του δέρματος ακολουθούνται κυρίως δύο τρόποι. Αφού γδάρουν το δέρμα με πολύ προσοχή να μην κοπεί και δημιουργηθούν τρύπες, τότε το αφήνουν τεντωμένο σε μια χιαστή να ξεραθεί στον ήλιο, να φύγουν τα νερά του αφού προηγουμένως το πασπαλίσουν με χοντρό αλάτι προσθέτοντας και λίγη στύψη. 
Αφού τραβήξουν τα νερά του, τότε το ξεκρεμάνε και το βάζουν μέσα σε σβησμένο ασβέστη με νερό για 5 περίπου μέρες με σκοπό να πέσουν οι τρίχες του.
 Μετά το καθαρίζουν με μια σπάτουλα ή και με ένα κομμάτι γυαλί και αφαιρούν λύπη και άλλα ανεπιθύμητα εξογκώματα.
 Αφού τελειώσει και η επεξεργασία αυτή το αλείφουν με χοιρινό λίπος ή λάδι για να στέκει μαλακό και να μην σπάσει.
 Ακολουθεί το τέντωμα του στις διαστάσεις που θέλουν σε δυο ξύλινα στεφάνια 
Τα στεφάνια αυτά προσαρμόζονται με καβύλιες στις δύο ξύλινες βάσεις. 
Στη συνέχεια ανοίγουν ανά δέκα περίπου εκατοστά τρύπες στο δέρμα περιμετρικά και περνούν από μέσα σχοινί και το σφίγγουν πάνω στο σκελετό. 
Το σφίξιμο και το δέσιμο του δέρματος πάνω στο σκελετό έχει διάφορες μεθόδους οι οποίες για κάθε περιοχή είναι συγκεκριμένες "Κόντρα και σταυρωτά" τ\ς λένε στο Ρουμλούκι. 
Η κυλινδρική επιφάνεια του νταουλιού είναι ξύλινη και σήμερα γίνεται από κόντρα πλακέ. 
Παλιότερα για να συμπληρωθούν οι διαστάσεις της που μπορεί να έφταναν τα 60 εκατοστά φάρδος και τα δύο περίπου μέτρα μήκος απαιτούσε τέχνη και επιμονή μεγάλη γιατί με ειδικά τσιβιά, περτσίνια και κλειδιά έπρεπε να ενωθούν τα κομμάτια του ξύλου έτσι ώστε να μην αφήνουν τον αέρα να περνάει παρά μόνο από τις δυο, τρεις ή και τέσσερις τρύπες ή κάποτε και τη μία που άνοιγαν επίτηδες για να ξεθυμαίνει ο αέρας που μαζεύονταν από το παίξιμο και τις μεγάλες παλμικές κινήσεις την ώρα του παιξίματος.
 Παλιοί νταουλτζήδες λένε ότι το κάθε κατέβασμα του κόπανου πάνω στο δέρμα έχει τόση δύναμη που μπορεί να σκοτώσει και μοσχάρι "αν το πετύχεις στο σταυρό".
Το νταούλι παίζεται με συγκεκριμένη τεχνική και η τέχνη του χτυπήματος είναι κυρίαρχη στην μελωδία. 
Παίζεται με δύο χαρακτηριστικά ξύλα. 
Το ένα μήκους 40 περίπου εκατοστών χοντρό το λένε κόπανο και το άλλο μακρύτερο κατά δέκα εκατοστά το λένε βίτσα και είναι λεπτό ώστε να λυγίζει στο χτύπημα και στους κραδασμούς του δέρματος.
 Σπάνια νταουλτζής να μην κατασκευάζει και το νταούλι που παίζει, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τους ζουρνατζήδες που είναι οι ίδιοι κατασκευαστές του ζουρνά.
 Συνήθιζαν η μια από τις δύο δερμάτινες βάσεις να είναι λίγο μεγαλύτερη από την άλλη και το δέρμα της να είναι από την ράχη του ζώου ώστε να είναι παχύτερο για να αντέχει τους χτύπους του κόπανου που είναι και οι ισχυροί χρόνοι του μέτρου και ο ήχος να βγαίνει βαθύς και υπόκωφος.
 Το δέρμα της άλλης μεριάς είναι πιο λεπτό και δέχεται από τη βέργα τους αδύνατους χρόνους του μέτρου που βγάζουν και οξύτερο ήχο. 
Ακόμη, το σφίξιμο, δηλαδή το κούρδισμα του νταουλιού απαιτεί γνώση και δεξιοτεχνία και το αποτέλεσμα είναι αυτό που ξεχωρίζει νταουλτζή από νταουλτζή γιατί το κούρδισμά του πρέπει να γίνεταιστην τονικότητα του ζουρνά όχι μόνο του πρίμου που πετυχαίνει ο μάστορας, αλλά και του πασαδόρου.
 Παρόλα αυτά και την μακραίωνη παράδοση "όσο και αν στα νταούλια των καλών νταουλιέρηδων, γράφει ο Φοίβος Ανωγειανάκης, είναι φανερή η διαφορετική τονική οξύτητα στις δύο δερμάτινες επιφάνειες. 
Δε μπορούμε να μιλάμε για καθορισμένη τονική σχέση ανάμεσα στις δύο αυτές επιφάνειες. 
Σε ορισμένες ωστόσο ζυγιές, το νταούλι έχει μια κάποια "τονική " σχέση με το ζουρνά που συνοδεύει.
 Αν και δυσδιάκριτη, η σχέση αυτή είναι άλλοτε ένα διάστημα ογδόης και άλλοτε ένα διάστημα τετάρτης ή πέμπτης καθαρής, μεταξύ της τονικής της κλίμακας, στην οποία παίζει ο ζουρνάς, του "φθόγγου " που δίνει η δερμάτινη επιφάνεια του νταουλιού με το βαρύτερο ήχο. 
Την τονική αυτή σχέση τη συναντάμε στις ζυγιές εκείνες που τα μέλη τους παίζουν πολλά χρόνια μαζί.
 Με την πολύχρονη μουσική συμβίωση, που κάποτε κρατάει μια ολόκληρη ζωή, ο νταουλτζής συνηθίζει σιγά-σιγά την κλίμακα στην οποία παίζει τις μελωδίες του ο ζουρνάς-ή ίδια πάντα κλίμακα, εφόσον πρόκειται για τον ίδιο ζουρνά. 
Την συνηθίζει δηλαδή, την ακούει από μέσα του.
 Τόσο, ώστε όταν τεζάρει το σχοινί του νταουλιού του, όταν δηλαδή το "κουρντίζει", η δερμάτινη επιφάνεια που κτυπάει ο κόπανος να δίνει ένα ήχο που "κολλάει", όπως λέει, με τη φωνή του ζουρνά": την τονική, την πέμπτη ή την τέταρτη της κλίμακας στην οποία παίζει ο ζουρνάς,.
 Έτσι το νταούλι - όταν και σε οποία ζυγιά παρατηρείται αυτό το φαινόμενο - παράλληλα με την κύρια λειτουργία του, την "αντιστικτική" ρυθμικήσυνοδεία, λειτουργεί και σαν "αρμονικό", όπως θα μπορούσαμε να πούμε, όργανο.
 Συνοδεύει δηλαδή τη μελωδία του ζουρνά με μια δυσδιάκριτη, υποτυπώδη "αρμονία ", μ' ένα "ίσο ", τόσο γνωστό στον Έλληνα μουσικό από το βυζαντινό μέλος, όπως και από το παίξιμο άλλων λαϊκών οργάνων, π.χ. της γκάιντας, της λύρας, κ. α.
"Το κείμενο του Ανωγειανάκη για την μουσική διάσταση του νταουλιού θεωρείται εξαιρετικά κατατοπιστικό και για τους τρόπους παιξίματος του "Στη συνοδεία του νταουλιού, γράφει ο Φοίβος Ανωγεινάκης, διακρίνουμε δύο τρόπους παιξίματος, που υπαγορεύονται από το ρυθμικό τύπο της μουσικής που συνοδεύει κάθε φορά το νταούλι.
 
Ο καλός νταουλτζής ξομπλιάζει διαρκώς το παίξιμο του μ' ενδιάμεσα χτυπήματα -υποδιαιρέσεις των ισχυρών και αδύνατων χρόνων- άλλοτε με τον κόπανο και άλλοτε με τη βίτσα, αντιστρέφει, για λίγες στιγμές, τη λειτουργία των δύο χεριών και χτυπάει τους ισχυρούς χρόνους με τη βέργα (αριστερό χέρι) και τους αδύνατους με τον κόπανο (δεξί χέρι) γυρίζει το νταούλι ώστε ο κόπανος να χτυπάει τη δερμάτινη επιφάνεια που δίνει τον ψηλότερο φθόγγο χτυπάει άλλοτε το στεφάνι και άλλοτε το έδαφος αντί τη δερμάτινη επιφάνεια του νταουλιού.
 
 Ενώ παράλληλα, ο τρόπος με τον οποίο χτυπάει τη δερμάτινη επιφάνεια, δυνατά ή σιγά, κοφτά και σκληρά ή μαλακά και ξυστά, όπως και το μέρος στο οποίο τη χτυπάει, στο κέντρο, προς την περιφέρεια ή πολύ κοντά στο στεφάνι, χαρίζουν κάθε φορά κι ένα διαφορετικό τόνο στο χρώμα του ήχου.
 Όταν πάλι η μελωδία που συνοδεύει είναι ελεύθερου ρυθμικού τύπου, όπως τα τραπεζιάτικα ή πολλά, αργά κλέφτικα τραγούδια, τότε το νταούλι περιορίζεται σε αραιά χτυπήματα του κόπανου, που συνοδεύονται από ένα τρέμολο, σαν απόηχος, από τη βέργα (αριστερό χέρι).
 Ή ένα τρέμολο από τον κόπανο και τη βέργα, μαζί ή χωριστά. 
Τα αραιά αυτά χτυπήματα και το τρέμολο είναι ένα είδος ρυθμικής στίξης στις μελωδίες ελεύθερου ρυθμικού τύπου".
ΖΟΥΡΝΑΔΕΣ ΚΑΙ ΝΤΑΟΥΛΙΑ,Επαγγέλματα που χάνονται
Ε.Σ.Υ.Υ. ΕΘΝΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΦΡΟΝΤΙΔΑΣ
Κεντρικής Μακεδονίας Ε.Ο.Π.
 
 
 
Μεσολόγγι,πανηγύρι τ'ΑηΣυμιού
 

Σάββατο 9 Απριλίου 2016


  Lord George Gordon Noel

A Beautiful Allegorical Goddess, by Lady Anne Blunt, Lord Byron's Granddaughter




 ΜΠΑΥΡΟΝ - Ο ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ ΤΟΥ ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΥ

Ο Μπάυρον (Lord George Gordon Noel, 6ος βαρόνος του Byron) είναι στην Αγγλία γνωστός ως ένας από τους μεγαλύτερους εκφραστές του ρομαντισμού. Ήταν μέλος της «Royal Society» στο Λονδίνο (Εταιρεία μελέτης των Φυσικών Επιστημών) γι’ αυτό και στις υπογραφές του προτάσσει το αναγνωριστικό των μελών της εταιρείας (FRS).       

Η πρώτη συλλογή έργων του εξεδόθη όταν αυτός ήταν ακόμη 14ετών.  Πολύ βοήθησε στην προβολή του Μπάιρον ο φίλος του, Σεβασμιώτατος
Thomas Beecher Μέχρι σήμερα τα ποιήματα του Μπάυρον διαβάζονται σε όλη την Ευρώπη. Ιδιαίτερα το ποίημα «Δον Ζουάν» αποτελούμενο από 17 «ραψωδίες»  θεωρείται το σημαντικότερο Αγγλικό δημιούργημα μετά από τον «Χαμένο Παράδεισο» του John Milton.

1879


Στα έπη "Ο Κουρσάρος", "Το Προσκύνημα του μικρού Χάρολντ","The Giaur" και "Lara" εισάγεται ένας χαρακτήρας (τύπος ανθρώπου) που αυτοθυσιάζεται και που υπηρετεί υψηλές ιδέες. Ο χαρακτήρας αυτός είναι γνωστός ως "Byronic Hero" (ήρως του Μπάυρον). Ο ηρωισμός για τον Μπάυρον είναι έκφραση πάθους. Και ένας ποιητής που εξυμνεί τον ενθουσιασμό και το έντονο πάθος δεν διαφέρει από ένα ήρωα. Αυτόν τον "Ήρωα-Ποιητή"
ο Μπάυρον θέλησε να μιμηθεί. Έτσι στις 5 Ιουλίου 1821 παρακολουθούσε από κοντά την ηρωική αυτοθυσία των αγωνιζομένων Ελλήνων, θαύμαζε τον ηρωισμό τους και έγραψε στον φίλο του, Thomas Moor, Ιρλανδό ποιητή:"Η ποίηση είναι η έκφραση ενθουσιώδους πάθους. Και δεν υπάρχει άλλο πιο ενθουσιώδες παρά η ζωή που συγκλονίζεται από πάθη, εντονότερα από σεισμό ή από πυρετό".

Τη θεωρία του αυτή περί "ήρωος" και "ηρωισμού" ο Μπάυρον την έκανε πράξη όταν το Δεκέμβριο του 1823 έσπασε τον κλοιό των Τούρκων και μπήκε στο πολιορκούμενο Μεσολόγγι.


Τα αδιέξοδα της ευρωπαϊκής άρχουσας τάξης - λίγα χρόνια μετά τη Γαλλική Επανάσταση -  επηρέασαν έντονα την προσωπική του ζωή, που υπήρξε θυελλώδης. Το όνομά του έχει συνδεθεί με σειρά από σκάνδαλα: Συνήψε ερωτικές σχέσεις με την κυρία
Mary Duff, με τη μακρινή εξαδέλφη του Margaret Parker, με τη φερομένη ως ετεροθαλή αδελφή του Augusta Leigh και με την Mary Chaworth. Τη σχέση του με την Chaworth ο Μπάυρον την περιγράφει στην ποιητική συλλογή 'Childish Recollections'. Τέλος η σχέση του με τη διηγηματογράφο Λαίδη Caroline Lamb υπήρξε σκανδαλώδης. Δεν είναι σαφές αν τον απέρριψε η Λαίδη για να μη χάσει τα προνόμια από τον Λόρδο σύζυγό της, ή αν ο ίδιος (όπως έκανε πάντα) την εγκατέλειψε "για να αφοσιωθεί στην ποίηση". Το βέβαιο είναι ότι η Λαίδη σε επιστολές και σε συνεντεύξεις της αποκαλεί τον Μπάυρον "επικίνδυνο και τρομερό".

Ίσως τα σκάνδαλα που συνδέθηκαν με το όνομά του και ιδιαίτερα η σχέση του με τη Λαίδη
Lab τον ανάγκασαν να παραιτηθεί από τη Βουλή των Λόρδων.

Μεταξύ των ετών 1809-1826 ο Μπάυρον μαζί με το φίλο του John Cam Βαρώνο του Hobhouse ταξίδευσε σε όλη σχεδόν την Ευρώπη και σε πολλές πόλεις της Ανατολής. Επισκέφτηκε χώρες όπου είχαν ξεσπάσει κοινωνικές επαναστάσεις (όπως την Πορτογαλία και την Ισπανία)
. Πήγε στο πεδίο μάχης του Βατερλώ όπου εμπνεύστηκε το ποίημα."THE EVE OF WATERLOO" που είναι μια γλαφυρή περιγραφή της γαλλικής άρχουσας τάξης (γιατί όχι και της Αγγλικής) στους κόλπους των οποίων διαμορφώθηκε ο ρομαντισμός. Μέσα στους στίχους του ποιήματος αυτού, ο κοινωνικός περίγυρος της Δουκίσσης του Richmond (οι "ευγενείς" των αρχών του 19ου αι), ζούν "στον κόσμο τους" ενώ ακριβώς δίπλα τους πρόκειται να ξεσπάσει μια μάχη που θα κρίνει το ίδιο τους το μέλλον.

Ο Λόρδος Μπάυρον ίσως ήταν από τους λίγους λόρδους - εκπρόσωπος της άρχουσας τάξης - που έβλεπαν τις ανατροπές που θα έρχονταν. Άραγε ως γνήσιος εκπρόσωπος του Ρομαντισμού, άκουε και αυτός μόνο τους ήχους του θανάτου; (και τους άκουε μόνο με "
death's prophetic ear";) Πίστεψε άραγε ότι υπάρχει λύτρωση για τη γενιά του που ζούσε μόνο με τα όνειρα χωρίς να βλέπει γύρω της; Στην πολυτάραχη ζωή του Μπάυρον αυτό δεν έχει ξεκαθαριστεί.


Μετά τη μάχη του Βατερλό ο Μπάυρον επισκέφθηκε την Ελβετία όπου συνάντησε τον μεγάλο ποιητή
Percy Bysshe Shelley.Μία  κρουαζιέρα στις Λίμνες της Γενεύης μαζί με τον ποιητή Shelley και η διαμονή του στη βίλλα Diodati έδωσε στον Μπάυρον την έμπνευση να γράψει το ποίημα "Prisoner of Chillon" και την τρίτη ραψωδία του αριστουργήματος "Childe Harold at Diodati". Μια άλλη κρουαζιέρα, στη λίμνη Thun στο Bernese Oberland της Βέρνης ενέπνευσε στον Μπάυρον το σκηνικό για το έμμετρο δράμα "Δον Ζουάν", όπου περιγράφονται οι τύψεις της συνειδήσεως και οι απογοητεύσεις του ποιητή. "Ο άνθρωπος αποτελείται κατά το ήμισυ από χώμα και κατά το άλλο ήμισυ από θεότητα. Είναι ικανός να βυθιστεί αλλά και να πετάξει ψηλά". Όμως πουθενά στο έπος αυτό δεν φαίνεται μια χαραμάδα ελπίδας. Τα αδιέξοδα του Ρομαντισμού ίσως θα κυνηγούν τον ποιητή μέχρι το θάνατό του.

Στις 5 Οκτωβρίου 1817 ο Μπάυρον ταξίδευσε στη Βενετία όπου διέμεινε στο αρμενικό μοναστήρι του Σαν Λάζαρο και συμμετείχε σε λογοτεχνικές συναντήσεις και συζητήσεις. Για χάρη της Αρμενικής παροικίας της Βενετίας χρηματοδότησε την έκδοση βιβλίου γραμματικής και τη μετάφραση επιστολών του Αποστόλου Παύλου.

Η επίσκεψή του στη Ρώμη του έδωσε υλικό για την 4η ραψωδία του έργου Childe Harold. Στο γραφικό χωριό La Mira στον ποταμό Brentat έγραψε στίχους που αποτέλεσαν την πρώτη ραψωδία του έργου "Δον Ζουάν",- σατιρικό δράμα με πολλές αναφορές στις εμπειρίες και στις περιπέτειες του ποιητή. 

THOMAS R. A. PHILLIPS (1770-1845) (ζωγράφος) & G. H. CUSHMAN (1814-1845) (χαράκτης)Προσωπογραφία του Λόρδου Βύρωνα με αλβανική φορεσιά,χαλκογραφία, 16 x 11 εκ.


 
   ΚΟΝΤΑ ΣΤΟΥΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Στην Ραβέννα ο Μπάυρον το 1820 ερωτεύτηκε την κόμισσα Τερέζα Cuicciolo. Ο αδελφός της Τερέζας τον μύησε στα μυστικά των "καρμπονάρων". Ενθουσιασμένος ο Μπάυρον, τροφοδότησε με όπλα και με άλλα εφόδια το κίνημα των Ιταλών εναντίον της Αυστρίας. Η ζωή του κοντά στους επαναστάτες καρμπονάρους και στη φτωχολογιά της Βορείου Ιταλίας τον ενέπνευσε να γράψει άλλες τρεις ραψωδίες του έργου Δον Ζουάν και τα δράματα "Μαρίνο Φολιέρο" και "Σαρδανάπαλος". 


Το 1808 - 1809 επισκέφτηκε την Ζίτσα και το Τεπελένι  όπου γνώρισε από κοντά τον Αλή Πασά και εντυπωσιάστηκε από την θερμή φιλοξενία. Τις εντυπώσεις του από αυτή την συνάντηση μεταφέρει στην μητέρα του, σε επιστολή - ημερολόγιο. Τον ξάφνιασε το γεγονός ότι ενώ ο Αλή Πασάς ήταν γνωστός ως «ένας αμείλικτος τύραννος, ένοχος για τις πιο φριχτές ωμότητες», όμως ως οικοδεσπότης φέρθηκε «πολύ ευγενικά και η εμφάνισή του δείχνει οτιδήποτε άλλο εκτός από τον αληθινό χαρακτήρα του». 


Ο ΜΠΑΥΡΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Περικεφαλαία του Λόρδου Βύρωνα. Δωρεά Έλλιοτ Χάου Μωδ


 

Το 1823 ήταν για τον Μπάυρον το έτος που άρχισε να βοηθά φανερά τους Έλληνες. Τον Απρίλιο δέχτηκε την επίσημη πρόταση των αγωνιστών να τους εκπροσωπεί στη βασιλική Αυλή του Μπάκιγχαμ. Στις 2 Αυγούστου του 1823 έφθασε στην Κεφαλονιά και εγκαταστάθηκε στα Μεταξάτα. Δώρισε 4.000 λίρες για τον εξοπλισμό του ελληνικού στόλου. Και στις 29 Δεκεμβρίου 1823 αποβιβάστηκε στο Μεσολόγγι για να ενταχθεί ως εθελοντής στη δύναμη που Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Συμμετείχε με πολύ ζήλο στις επιχειρήσεις για την απελευθέρωση της Ναυπάκτου.

Πρωτοστάτησε στον εξοπλισμό των ελληνικών πλοίων με κανόνια και ανέλαβε την οχύρωση του Μεσολογγίου χρησιμοποιώντας πολλούς Σουλιώτες. Δυστυχώς παρά τις επίπονες προσπάθειές του δεν μπόρεσε να πείσει τους οπλαρχηγούς της Ανατολικής και της Δυτικής Ελλάδος να ενωθούν υπό μία γενική διοίκηση.

Οι πηγές αναφέρουν ότι στις αρχές του 1824 είχε δύο επιληπτικές κρίσεις - ίσως όμως πρόκειται για βαριάς μορφής
ελονοσία (αφού ο βιογράφος του δεν αναφέρει πουθενά ότι έπασχε από επιληψία). Και ενώ η ελονοσία τον εξαντλούσε, την ίδια στιγμή οι ισχυρές οικογένειες των Σουλιωτών διχάστηκαν υπονομεύοντας έτσι και απειλώντας την ίδια την επανάσταση.
Η κατάστασή του επιδεινώθηκε την Άνοιξη και παρά τις προσπάθειες των γιατρών ο Μπάυρον πέθανε στις 19 Απριλίου του 1824.Η καρδιά του ετάφη κάτω από ένα δένδρο στο Μεσολόγγι. Αργότερα προς τιμήν του δόθηκε το όνομά του στο γνωστό δήμο Βύρωνα της Αττικής.

αστικές εκδηλώσεις για τα 100 χρόνια από το θάνατο του λόρδου Βύρωνα. Η δεσποινίς Μπάϋρον αριστερά και η δεσποινίς Λύττον εγγονή του λόρδου Βύρωνα


Το σώμα του ταριχεύτηκε και μεταφέρθηκε στην Αγγλία. Ο ηγούμενος του Αβαείου στο Γουεστμίνστερ αρνήθηκε να δώσει άδεια ταφής στο χώρο του Αβαείου (ίσως λόγω της σκανδαλώδους ζωής του Μπάυρον).Τελικά η ταφή έγινε σε άλλο χώρο, στο Hucknall του Nottingham,
στο ναό της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής. Δίπλα του ετάφη η Alba - που όπως λένε ήταν κόρη του, προϊόν του παράνομου εφήμερου δεσμού του με την Claire Clairmont.

Μόλις το 1969 (145 χρόνια από το θάνατο του Μπάυρον), με ενέργειες της Ελληνικής Κυβερνήσεως το Αβαείο του Γουεστμίνστερ παραχώρησε άδεια να τοποθετηθεί στο χώρο του Αβαείου εν είδει κενοταφίου, αντίγραφο της μαρμάρινης πλάκας που σκεπάζει τον τάφο του Μπάυρον.




Ο τίτλος του Βαρόνου, μετά το θάνατο του Μπάυρον μεταβιβάστηκε σύμφωνα με το κληρονομικό δίκαιο της Αγγλίας στον εξάδελφό του, Λόρδο George Anson 7ο Βαρόνο του Byron (1789-1868) που ήταν ναύαρχος του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού.

Δ.   ΤΕΡΕΖΑ ΜΑΚΡΗ Η "ΚΟΡΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ"

Όταν επισκέφθηκε την Αθήνα ο Μπάυρον διέμενε στο μοναστήρι των Καπουτσίνων στην Πλάκα (εκεί όπου αρχίζει η οδός Αδριανού). Εκεί ίσως γνώρισε
την οικογένεια του Προκοπίου Μακρή. που εκτελούσε χρέη πρόξενου της Αγγλίας. Η οικογένεια Μακρή (ο πρόξενος με τη σύζυγό του και οι τρεις θυγατέρες τους η Μαριάνα, η Κατίγκω και η μικρή Τερέζα), έμεναν τότε στου Ψειρή σε ένα νεοκλασικό σπίτι. Εκεί φιλοξένησαν το Μπάυρον ο οποίος εντυπωσιάστηκε από την ομορφιά της Τερέζας. Σε επιστολή του προς τον φίλο του, καθηγητή Henry Drury, ο Μπάυρον αναφέρει:"Πεθαίνω από έρωτα για τρία κορίτσια της Αθήνας. Την Τερέζα, τη Μαριάνα  και τήν Κατίγκω". Και πριν ξεκινήσει για Κωνσταντινούπολη έγραψε το ποίημα "Η ΚΟΡΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ" ("MAID OF ATHENS ERE WE PART"), που το αφιέρωσε στη μικρότερη κόρη της οικογένειας, την Τερέζα,  Φαίνεται ότι μαζί με το ποίημα αυτό ο Μπάυρον εξέφρασε ανοιχτά τον έρωτά του προς την Τερέζα. Φαίνεται επίσης ότι η μικρή Τερέζα αρνήθηκε ευγενικά τις ερωτικές προτάσεις του Μπάυρον. 

Άραγε η μικρή Τερέζα Μακρή επισκέφτηκε το Μεσολόγγι όταν ο Μπάυρον βρισκόταν εκεί; Δεν το γνωρίζουμε. Το βέβαιο είναι ότι γνώρισε τον πρέσβυ της Αγγλίας στο Μεσολόγγι.(τον φιλέλληνα Jack Blanc).Αργότερα (ίσως το 1829) έφυγε μαζί του στο Λονδίνο όπου τον παντρεύτηκε. Πέθανε το 1876 σε ηλικία περίπου 80 ετών.



Η οικία της οικογένειας Μακρή στου Ψειρή κατεδαφίστηκε το 1974.

   Ο "ΜΠΑΫΡΟΝ" ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ

1.    Στις 13 Μαρτίου του 1934 το Εθνικό Θέατρο ανέβασε το έργο "ΛΟΡΔΟΣ ΜΠΑΫΡΟΝ"
      σε κείμενα Αλέκου Λιδωρίκη. Σκηνοθέτης ήταν ο Φώτος Πολίτης. Στον ρόλο του Μπάυρον ο Νίκος Δενδραμής. Τον ρόλο της Τερέζας Μακρή τον υποδύθηκε με μεγάλη επιτυχία η αξέχαστη Βάσω Μανωλίδου.

2.     Το 1992 ο Νίκος Κούνδουρος σκηνοθέτησε την ταινία "Μπάυρον - Μπαλάντα για ένα Δαίμονα". (έγχρωμο φιλμ 134΄).

 https://youtu.be/sgXOn3gYAYc

 Το Σενάριο του έργου το επιμελήθηκε ο ίδιος ο Νίκος  Κούνδουρος μαζί με τον Φώτη Κωνσταντινίδη. Την μουσική την έγραψε ο Γιάννης Μαρκόπουλος. Σκηνικά, ο Ρώσος Κωνσταντίν Φορεστένκο. Κοστούμια Διονύσης Φωτόπουλος. Τους ρόλους ερμήνευσαν οι Ρώσοι ηθοποιοί Ιγκόρ Γιασούλοβιτς, Βέρα Σοτνίκοβα, Φαρχάντ Μαχμούντοφ  και οι Έλληνες Μάνος Βακούσης, Βασίλης Λόγγος και Άκης Σακελλαρίου.
Για την ταινία αυτή του Νίκου Κούνδουρου, ο Βασίλης Ραφαηλίδης (κριτικός κινηματογράφου, 1934-2000), έγραψε στο "ΕΘΝΟΣ" στις 28-3-1992: «Ο Νίκος Κούνδουρος, εκρηχτικά ρομαντικός ο ίδιος, που κάποτε έβαλε τον επαναστατικό ρομαντισμό του στην υπηρεσία μιας επανάστασης, βρήκε στον Μπάιρον το αρχέτυπο του «επαναστατημένου ανθρώπου» - του διαρκώς επαναστατημένου στον καθ’ ημέραν βίο του. (...) Και τον μεταχειρίστηκε έτσι ακριβώς. Πληθωρικά, εκρηχτικά (...) Το δύσκολο εγχείρημα του Κούνδουρου είναι ένα κατόρθωμα.»


WILLIAM PURSER (1805-1839)Μεσσολόγγι- μερική άποψη με το σπίτι του Λόρδου Βύρωνα,υδατογραφία, 20,5 x 29 εκ.
 

Z.  ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ "ΕΙΣ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟΝ ΤΟΥ ΜΠΑΫΡΟΝ"
166 στροφές
1.
Λευτεριά, γιὰ λίγο πάψε
νὰ χτυπᾶς μὲ τὸ σπαθί.
Τώρα σίμωσε καὶ κλάψε
εἰς τοῦ Μπάιρον τὸ κορμί.

57.
Καὶ ἀναδεύονται, καὶ γέρνουν,
καὶ εἰς τὸ πρόσωπο ἱλαροί,
χεραπλώνουνε καὶ παίρνουν
ἀπὸ τὴ σπιθοβολή.
113.
Δὲν ἀκοῦς γύρου πατήματα.
Μον᾿ τὸν ἴσκιο τοῦ θωρεῖς,
ὁποῦ ἁπλώνεται στὰ μνήματα,
ἔρμος, ἄσειστος, μακρύς,
2.
Καὶ κατόπι ἂς ἀκλουθοῦνε
ὅσοι ἐπράξανε λαμπρά.
ἀποπάνου του ἂς χτυποῦνε
μόνο στήθια ἡρωικά.
58.
Ἐδῶ βλέπει ἀντρειωμένα
νὰ φρονοῦν παρὰ ποτέ.
Καὶ ὅλος ἔρωτα γιὰ σένα
προσηλώνεται εἰς ἐσέ.
114.
καθὼς βλέπεις καὶ μαυρίζει
ἴσκιος νέου κυπαρισσιοῦ,
ἂν τὴν ἄκρη του δὲν ῾γγίζει
αὔρα ζέφυρου λεπτοῦ.
3.
Πρῶτοι ἂς ἔλθουνε οἱ Σουλιῶτες,
καὶ ἀπ᾿ τὸ Λείψανον αὐτὸ
ἂς μακραίνουνε οἱ προδότες
καὶ ἀπ᾿ τὰ λόγια ὁποῦ θὰ πῶ.
59.
Τὸ πουλί, ποὺ βασιλεύει
πάνου εἰς τ᾿ ἄλλα τὰ πουλιά,
γληγορώτατα ἀναδεύει
τὰ αἰθερόλαμνα φτερά,
115.
Πές μου, Ἀνδρεῖε, τί μελετοῦνε
οἱ γενναῖοι σου στοχασμοί,
ποὺ πολληώρα ἀργοποροῦνε
εἰς τοῦ Μάρκου τὴν ταφή;
4.
Φλάμπουρα, ὄπλα τιμημένα,
ἂς γυρθοῦν κατὰ τὴ γῆ,
καθὼς ἤτανε γυρμένα
εἰς τοῦ Μάρκου τὴ θανή,
60.
τρέχει, χάνεται, καὶ πίνει
τόλμην πίνει ὁ ὀφθαλμὸς
ἀπὸ τ᾿ ἄστρον, ὁποῦ χύνει
κύματα ἄφθαρτα φωτός.
116.
Σκιάζεσαι ἴσως μὴ χουμήσουν
ξάφνου οἱ Τοῦρκοι τὸ πρωί,
καὶ τὸ στράτευμα νικήσουν,
ποὺ ἔχει ἀνίκητην ὁρμή;
5.
ποῦ βαστοῦσε τὸ μαχαίρι,
ὅταν τοῦ ῾λειψε ἡ ζωή,
μεσ᾿ στὸ ἀνδρόφονο τὸ χέρι,
καὶ δὲν τ᾿ ἄφηνε νὰ βγεῖ.
61.
Πλανημένη ἡ φαντασιά του
μέσα στὸ μέλλον τὸ ἀργό,
ποὺ προσμένει τ᾿ ὄνομά του
νὰ τὸ κάμη πλέον λαμπρό,
117.
Σκιάζεσαι τοὺς Βασιλιάδες,
ποὺ ἔχουν Ἕνωσιν Ἱερή,
μὴ φερθοῦνε ὡσὰν Πασάδες
στὸν Μαχμοὺτ ἐμπιστευτοί;
6.
Ἀναθράφηκε ὁ γενναῖος
στῶν ἁρμάτων τὴν κλαγγή.
Τοῦτον ἔμπνευσε, ὄντας νέος,
μία θεὰ μελωδική.
62.
ὁλοφλόγιστη πηδάει
εἰς σὲ μία ματιοῦ ροπή.
Στρέφει ἀπεκεὶ καὶ κοιτάει.
Ἀνεκδιήγητη ἀντηχεῖ,
118.
Ἤ σοῦ λέει στὰ σπλάχνα ἡ φύσις
μ᾿ ἕνα κίνημα κρυφό:
«Τὴν Ἑλλάδα θὲ ν᾿ ἀφήσεις,
γιὰ νὰ πᾶς στὸν Οὐρανό;»
7.
Μὲ τὲς θεῖες τὶς ἀδελφάδες
ἐστεκότουν σιωπηλή,
ἐνῶ αὐξαίνανε οἱ λαμπράδες
στοῦ Θεοῦ τὴν κεφαλή,
63.
ἀπ᾿ τοῦ κόσμου ὅλου τὰ πέρατα
τοῦ καιροῦ ἡ χλαλοή,
καὶ διηγώντας τοῦ τὰ τέρατα
τοῦ χτυπάει τὴν ἀκοή.
119.
Βγαίνει μάγεμα ἀπ᾿ τὴ στάχτη
τῶν Ἡρώων, καὶ τὸν βαστᾶ,
καὶ τὴ θέλησι τοῦ ἀδράχτει.
Τότε αἰσθάνεται μὲ μία,
8.
ποῦ ἐμελέτουνε τὴ Χτίσι.
Καὶ ὅτι ἐβγῆκε ἡ προσταγή,
ὁποῦ ἐστένεψε τὴ Φύση
αἰφνιδίως νὰ φωτιστεῖ,
64.
Ἔθνη ποὺ ἄλλα φοβερίζουν,
φωνές, θρόνοι δυνατοί.
Ἄλλοι πέφτουνε, ἄλλοι τρίζουν,
καὶ ἄλλοι ἀτάραχτοι καὶ ὀρθοί.
120.
τὴν ἀράθυμη ψυχή του,
ποὺ μὲ φλόγα ἀναζητεῖ
νὰ τοῦ σύρει τὸ κορμί του
σὲ φωτιὰ πολεμική.
9.
Μὲ τὰ μάτια ἀκολουθώντας
τὸ νεογέννητο τὸ φῶς,
καὶ σὲ δαῦτο ἀναφτερώντας,
τῆς ἐξέβγαινε ὁ ψαλμὸς
65.
Ἀπὸ φόβο καὶ ἀπὸ τρόμο,
ἀπὸ βάρβαρους δεσμούς,
ποὖναι σκόρπιοι εἰς κάθε δρόμο,
καὶ ἀπὸ μύριους ὑβρισμούς,
121.
Τοῦ πολέμου ἔνδοξοι οἱ κάμποι!
Εἶδ᾿ ἡ Ἑλλάδα τολμηρὰ
καὶ τὸ Σοφοκλῆ νὰ λάμπει
μέσα στὴν ἁρματωσιά.
10.
ἀπ᾿ τ᾿ ἀθάνατο τὸ στόμα,
καὶ ἀπομάκραινε ἡ βροντή,
ποῦ τὸ Χάος ἔκανε ἀκόμα
στὴν ὀγλήγορη φυγή,
66.
βγαίνει, ἀνάμεσα στοὺς κρότους
τῶν γενναίων ποὺ τὴν παινοῦν,
καὶ κοιτοῦνται ἀνάμεσό τους
γιὰ τὸ θαῦμα ποὺ θωροῦν,
122.
Καὶ εἶδε Αὐτόν, ποὺ παρασταίνει
μαζωμένους τοὺς Ἑφτὰ
στὴν ἀσπίδα αἱματωμένη,
ὅπου ὠρκόνονταν φριχτά.
11.
ἕως ποὺ ὁλόκληρον ἐχάθη
στοῦ Ἔρεβου τὴ φυλακή,
ὅπου ἁπλώθηκε καὶ ἐστάθη
σὰν στὴν πρώτη του πηγή.
67.
μία γυναίκα, ποὖχε βάλει
μὲς στὰ βάσανα ὁ καιρός,
ξαναδείχνοντας τὰ κάλλη
ποὺ τῆς ἔσβησε ὁ ζυγός,
123.
Ἐτραγούδααν προθυμότερα
τὲς ὠδὲς τοῦ τὰ παιδιά,
καὶ αἰσθανότανε ἀντρειότερα
στὴν ἀνήλικη καρδιά.
12.
- Ψάλλε, Μπάιρον, τοῦ λαλοῦσε,
ὅσες βλέπεις ὀμορφιές.
καὶ κειός, ποὺ ἐκρυφαγροικοῦσε
ἀνταπόκριση μ᾿ αὐτές,
68.
μόνον ἔχοντας γιὰ σκέπη
τὰ τουφέκια τὰ ἐθνικά,
καὶ τὸ χαίρεται νὰ βλέπει
πὼς καὶ Αὐτὸς τὴν ἀκλουθᾶ.
124.
Καὶ τὰ μάτια τοὺς γελοῦσαν,
μάτια μαῦρα ὡς τὴν ἐλιά.
Τῶν μορφῶν, ὁποῦ βαστοῦσαν
τραγουδώντας τὲς γλυκά.
13.
βάνεται, τὲς τραγουδάει
μ᾿ ἕνα χεῖλο ἁρμονικό,
καὶ τὰ πάθη ἔτσι στοῦ ῾γγιάει,
ποὺ τραγούδι πλέον ψηλό,
69.
Ἄχ! συνέρχεται... ξανοίγει
Ἐρινύαν φαρμακερή,
ὁποῦ ἀγιάτρευτην ἀνοίγει
τῆς Ἑλλάδας μίαν πληγή.
125.
Στὴ φωτιά! καὶ θρέφει ἐλπίδα
νὰ νικήσει, νὰ ἠμπορεῖ
νὰ ἐπιστρέψει στὴν Πατρίδα,
τὸ κοράσιό του νὰ εὑρεῖ.
14.
δὲν ἀκούστηκεν, ἀπ᾿ ὦτα
ἔψαλ᾿ ὁ Ἄγγλος ὁ τυφλὸς
τ᾿ ἀγκαλιάσματα τὰ πρῶτα
ποὺ ἔδωσ᾿ ἄντρας γυναικός.
70.
Ἐρινύαν ἀπὸ τὰ χθόνια
ποὺ ἡ Ἑλλάδα ἀπαρατᾷ.
Ἡ θεομίσητη Διχόνοια
ποὺ τὸν ἄνθρωπο χαλνᾶ.
126.
Νὰ τοῦ λέγει μ᾿ ἕνα δάκρυ:
«Χαίρου, τέκνο μου ἀκριβό,
εἰς τοῦ στήθους μου τὴν ἄκρη
ἐλαβώθηκα καὶ ἐγώ.
15.
Συχνὰ ἐβράχνιασε ἡ μιλιά του
τραγουδώντας λυπηρά,
πῶς στὸν ἥλιον ἀποκάτου
εἶναι λίγη ἐλευθεριά.
71.
Ἀφοῦ ἐδιώχτηκε ἀπὸ τ᾿ ἄστρα
ὅπου ἐτόλμησε νὰ πά,
πάει στοὺς κάμπους, πάει στὰ κάστρα,
χωρὶς ναὔβρῃ δυσκολιά.
127.
Βάλε, φῶς μου, τὴν παλάμη
εἰς τὰ στήθια τοῦ πατρός.
Νά, τὴν ζώνη ποὺ ἔχει κάμει
κόρη τούρκισσα τοῦ ἀντρός».
16.
«Κάθε γῆ» παραπονιέται
«ἐσκλαβώθηκε - εἶναι μία,
ὅπου ὁ ἄνθρωπος τιμιέται,
ἀπὸ δώθενε μακριά;
72.
Καὶ κρατώντας κάτι φίδια
ποὺ εἶχε βγάλει ἀπ᾿ τὴν καρδιά,
καὶ χτυπώντας τὰ πιτήδεια
εἰς τοὺς Ἕλληνας, περνᾶ.
128.
Καὶ τὸ πέλαγο ἀγναντεύει
ἴσως τώρα ἡ κορασιά,
καὶ ξεφάντωση γυρεύει
μὲ τραγούδια τρυφερά.
17.
Τὴν ὁποία χτυπάει τὸ νάμα
σύνορα τ᾿ Ἀτλαντικό.
μετανιώνει ἐν τῷ ἅμα
ὅποιος πάει μὲ στοχασμό,
 73.
Καὶ ὄχι πλέον τραγούδια νίκης
ὡσὰν πρῶτα, ἐνῶ τυφλά,
μὲ τὸ τρέξιμο τῆς φρίκης,
τούρκικα ἄλογα πολλά,
129.
«Τὸν γονιό μου, Πρόνοια Θεία,
κᾶμε τόνε νικητή,
εἰς τὰ χώματα, στὰ ὁποῖα
ἡ γυναίκα ἀπαρατεῖ
18.
τὴ γλυκειὰν Ἐλευθερία
νὰ τὴν βλάψει ἀπὸ κοντά.
τὸ δοκίμασεν ἡ Ἀγγλία!
κανεὶς πλέον ἂς μὴν κοτᾶ».
74.
ἐτσακίζανε τὰ χνάρια
στὴν ἀπέλπιστη φυγή,
καὶ ἐγκρεμίζαν παλληκάρια
τοῦ γκρεμνοῦ ἀπὸ τὴν κορφή.
130.
τὰ στολίδια, τὸν καθρέφτη,
καὶ ἀποκάτου ἀπ᾿ τὸ βυζὶ
ζώνεται ἅρματα, καὶ πέφτει
ὅπου κίνδυνο θωρεῖ.
19.
Καὶ ὅτι βούλεται νὰ φύγει
ἐκεῖ πέρα ὁ Ποιητής,
ἀνεπόλπιστα ξανοίγει
ἐσὲ ἐδῶ νὰ πεταχτεῖς.
75.
Ὄχι, πλέον, ὄχι τὰ δυνα-
τὰ στοιχεῖα νὰ μᾶς θωροῦν,
καὶ νὰ ὀργίζωνται καὶ ἐκεῖνα
καὶ γιὰ μᾶς νὰ πολεμοῦν.
131.
Κᾶμε Ἐσὺ μὲ τὴν μητέρα
τὴ γλυκειά μου νὰ ἑνωθεῖ
ἔλα γρήγορα, πατέρα,
ὅλη ἡ Ἀγγλία σὲ καρτερεῖ.
20.
Ἐπετάχτηκες: Μονάχη.
Χωρὶς ἄλλος νὰ σοῦ πεῖ.
Τώρα ἀρχίνησε τὴ μάχη,
κι ἐγὼ πλάκωσα μαζί.
76.
Ἀλλὰ πάει στοὺς νόας μία θέρμη,
ποὺ εἶναι ἀλλιώτικη ἀπ᾿ αὐτή,
ὁποῦ ἐσκόρπισε στὴν ἔρμη
Χίο τοῦ Τούρκου ἡ ῾πιβουλή,
132.
Τὸ καράβι πότε ἀράχνει
εἰσὲ θάλασσα ἀγγλική;
Μοῦ σπαράζουνε τὰ σπλάχνη,
ὁποῦ μοῦ ἔκανες ἐσύ.
21.
Νὰ σ᾿ τὸ πεῖ, καὶ νὰ σὲ ρίξει
στῶν Τουρκῶν τὲς τουφεκιὲς
ἀσυντρόφιαστη, ἂν ξανοίξει
τὲς περίστασες δεινές,
77.
ὅταν τόσοι ἐπέφταν χάμου,
καὶ μὲ λόγια ἀπελπισιᾶς,
κόψε με, ἔλεγαν, Ἀγᾶ μου,
καὶ τοὺς ἔκοβεν ὁ Ἀγᾶς
133.
Πές, πότ᾿ ἔρχεσαι;»... Ὁλοένα
εἰν᾿ τὸ πλοῖο του στὰ νερά,
ποὺ φλοισβήζουνε σχισμένα,
καὶ ποσῶς δὲν τ᾿ ἀγροίκα.
22.
κι ἂν τὲς εὕρει εὐτυχισμένες,
νά ῾λθει ἀντὶς γιὰ τὸν ἐχθρό,
μ᾿ ἄλλες ἅλυσες φτειασμένες
ἀποκάτου ἀπ᾿ τὸ Σταυρό,
78.
Ὅμως θέρμη. Ποῖος ὑβρίζει
τὸν καλύτερο, καὶ ποιὸς
λόγια ἀνόητα ψιθυρίζει.
Ἄλλος στέκεται ὀκνηρός.
134.
Ποῖος, ἀλίμονον! μᾶς δίνει
μίαν ἀρχὴ παρηγοριᾶς;
Ἀπ᾿ αὐτὸν δὲ θὲ νὰ μείνει
μήτε ἡ στάχτη του μέ μας.
23.
ποὖχε λάβει στὲς ἀγκάλες
ἀπὸ μᾶς, κι εἶχε θεούς,
ἀστραπές, ἀνεμοζάλες,
καὶ βροντὲς καὶ ποταμούς.
79.
Ἄλλος παίρνει τὸ ποτήρι
ἀποκάτου ἀπ᾿ τὴν ἐλιά,
ὡσὰν νάτουν πανηγύρι,
μὲ τὰ πόδια διπλωτά.
135.
Θὰ τὴν ἔχουν ἄλλοι!... Ὤ! σύρε,
σύρε, Μπάϋρον, στὸ καλό.
Ὕπνος ἔξαφνα σὲ πῆρε,
ποὺ δὲν ἔχει ξυπνημό.
24.
Μόνον τ᾿ ἀδικοσφαγμένα
τὰ παιδιά σου, στριμωχτά,
μὲ τὰ χέρια τσακισμένα
σὲ ἐσπρώξαε ὀμπροστά,
80.
Καὶ ἄλλοι, ἀλίτηροι! χτυπώντας
πέφτουνε στὸν ἀδελφό,
καὶ παινεύονται, θαρρώντας
πῶς ἐχτύπησαν ἐχθρό.
136.
Εἶναι ἀδιάφορο, δὲ βλάβει,
ἂν ἐκεῖ σιμοτινὸ
πλέξει ἢ τούρκικο καράβι,
ἢ καράβι ἑλληνικό.
25.
καὶ Σὺ ἐχύθηκες, πετώντας
μία ματιὰ στὸν Οὐρανό,
ποῦ τὰ δίκια σου θωρώντας,
ἀποκρίθηκε: Εἶμ᾿ ἐδῶ.
81.
Καὶ τοὺς φώναξε: «Φευγᾶτε
τῆς Ἐρινύας τὴν τρικυμιά.
Ὤ! τί κάνετε; Ποῦ πάτε;
Γιὰ φερθεῖτε εἰρηνικά.
137.
Ἄκου, Μπάϋρον, πόσον θρῆνον
κάνει, ἐνῶ σὲ χαιρετᾶ,
ἡ πατρίδα τῶν Ἑλλήνων.
Κλαῖγε, κλαῖγε, Ἐλευθεριά.
26.
Καὶ χτυπώντας ξεθυμαίνει
εἰς τὸ πέλαγο, εἰς τὴ γῆ,
ἡ ρομφαία σου πυρωμένη
ὂχ τὴν Ἄπλαστη Φωνή.
82.
»γιατί ἀλλιῶς θὲ νὰ βρεθεῖτε
ἢ μὲ ξένο βασιλιά,
ἢ θὰ καταφανισθεῖτε
ἀπὸ χέρια ἀγαρηνά».
138.
Γιατί ἐκείτοταν στὴν κλίνη,
καὶ τοῦ ἐβάραινε πολὺ
πῶς γιὰ πάντα εἶχε νὰ μείνει,
καὶ ἀπὸ Σὲ νὰ χωριστεῖ.
27.
Καὶ θαυμάσια τόσα πράχτει,
ὁποῦ οἱ Τύραννοι τῆς γῆς
σ᾿ ἐσὲ κίνησαν μὲ ἄχτι,
ὅμως ἔστρεψαν εὐθύς.
83.
Ἀφοῦ ἐδῶ στὴν παλαιά σου
κατοικία καὶ ἄλλη φορὰ
μὲ διχόνοιες τὰ παιδιά σου
σοὺ ἑτοιμάσανε ἐξοριά,
139.
Ἀρχινάει τοῦ ξεσκεπάζει
ἄλλον κόσμο ὁ λογισμὸς
καὶ κάθε ἄλλο σκοταδιάζει,
καὶ τοῦ κρύβεται ἀπ᾿ ἐμπρός.
28.
Χαῖρε! Κι ὅποιος σὲ μισάει,
καὶ πικρὰ σὲ λοιδορεῖ,
εὐτυχιὰ νὰ πιθυμάει,
καὶ ποτὲ νὰ μὴ τὴν δεῖ.
84.
ἀπὸ τότες ὁποῦ ἐσώθη
στὴν Ἑλλάδα ὁ Στρατηγός,
ὁποῦ ὁ Ἕλληνας εἰπώθη
καὶ τώρα ὄχι ὁ στερινός,
140.
Ἀλλὰ ἀντίκρυ ἀπὸ τὰ πλάσματα
τοῦ νοὸς τὰ ἀληθινά,
τοῦ προβαίνουν δυὸ φαντάσματα
ὁλοζώντανα καὶ ὀρθά.
29.
καὶ νὰ κλαίει πὼς ἦλθε ἡ ὥρα
ἡ πατρίς του νὰ δεθεῖ
μὲ τὰ σίδερα, ποὺ τώρα
πᾶς συντρίβοντας Ἐσύ.
85.
ἕως ποὺ ὁ κόσμος ἐβαστοῦσε
τὸν ἀπάνθρωπον Ἀλή,
ποὺ ὅσον αἷμα καὶ ἂν ρουφοῦσε
τόσο ἐγύρευε νὰ πιεῖ.
141.
Ἡ ἀκριβή του θυγατέρα,
καθὼς ἔμεινε μικρή,
ἐνῶ ἡ τύχη τὸν πατέρα,
ἐκαλοῦσε ἀλλοῦ, καὶ Ἐσύ,
30.
Χαίρου ὡστόσο ὅλους τοὺς τόπους,
ποῦ ἐξανάλαβαν γοργὰ
πάλι ἐλεύθερους ἀνθρώπους.
Καὶ τοῦ Μπάϋρον τὴ χαρά.
86.
Ἐπερνοῦσαν οἱ αἰῶνες
ἢ σὲ ξένη ὑποταγή,
ἢ μὲ ψεύτικες κορῶνες,
ἢ μὲ σίδερα καὶ ὀργή.
142.
Ἐσύ, θεία τοῦ ἀνθρώπου εἰκόνα,
μὲ τὰ φέγγη σου, καὶ αὐτὴ
ὅπου σ᾿ ἔφθανε στὸ γόνα
μὲ τὴν ὤρια κεφαλή,
31.
Χαίρου, ἀνάμεσα στὰ ἄλλα
πράγματα ποὺ σὲ τιμοῦν.
Οἱ μεγάλοι τὰ μεγάλα,
ποῦ τοὺς μοιάζουνε, ἀγαποῦν.
87.
Καὶ ἦλθε τότες καὶ ἐπερπάτει
ὅπου ἐπάταγες Ἐσύ,
καὶ τοῦ δάκρυζε τὸ μάτι,
καὶ ἐπιθύμαε νὰ Σὲ ἰδεῖ.
143.
γιὰ λίγη ὥρα τοῦ σηκώνεται
τοῦ ἄλλου κόσμου τὴ θωριά,
καὶ σ᾿ ἐσᾶς ἀντισηκώνεται
μὲ τὴν πρόθυμη ἀγκαλιά.
32.
Βλέποντας σὲ ἀναγαλλιάζει
ἡ θλιμμένη τοῦ ψυχή,
καὶ τοῦ λέει. Ὄπλα φωνάζει
τώρα ἡ Ἑλλάδα. Πᾶμε ἐκεῖ.
88.
κι ἔλεε: πότε ἔρχεσαι πάλι!
Καὶ δὲν εἶναι ἀληθινό,
πῶς μας εἶχε ἀδικοβάλει
μὲ βρισιὲς καὶ μὲ θυμό.
144.
Ἔτσι ὁ Ἄνθρωπος τοῦ Αἰῶνος,
ὅταν ἔπαυε νὰ ζεῖ,
καθὼς ἤθελεν ὁ φθόνος,
σ᾿ ἕνα ἀγνώριστο νησί,
33.
Καὶ κινάει νὰ σ᾿ ἀπαντήσει
καὶ ἡ Φήμη τοῦ Ποιητοῦ,
ποῦ τὸν κόσμο εἶχε γυρίσει,
καὶ τὴ δέχτηκαν παντοῦ,
89.
Ἐζωγράφιζαν οἱ στίχοι
τὸν γαλάζιον οὐρανό,
καὶ ἐκλαιόνταν μὲ τὴν τύχη
καὶ μὲ τ᾿ ἄστρο τὸ κακό,
145.
καὶ εἶχε μάρτυρα εἰς τὸ βράχο
τοῦ Θεοῦ τὸν ὀφθαλμό,
καὶ τριγύρω τοῦ μονάχο
τοῦ πελάου τὸ γογγυτό.
34.
μπροστοπάταε, νὰ σὲ κράξει
μὲ ὄνομα τόσο γλυκύ,
ποὺ ὅποιο μάτι σὲ κοιτάξει
σὲ ξανοίγει πλέον σεμνή.
90.
εἰς τὸ ὁποῖον ἔχει νὰ σκύψει
κάθε δύναμη θνητή,
καὶ ἡ πατρίδα του νὰ στρίψει
παντελῶς δὲν ἠμπορεῖ.
146.
Ἐνῶ ἀνάδινε ἡ ψυχῆ του
μόνους ἄφησε νὰ ἐλθοῦν
ἡ Γαλλία καὶ τὸ παιδί του
πρὸς τὰ μάτια, πρὶν σβησθοῦν.
35.
Τὸν ἀκολούθησεν ὁ πλοῦτος,
θεῖος στὰ χέρια τοῦ καλοῦ,
καὶ κακόπραχτος, ἂν οὕτως
καὶ εἶν᾿ στὰ χέρια τοῦ κακοῦ.
91.
Τώρα ἀθάμπωτη ἔχει δόξα,
καὶ μὲ φέρσιμο τερπνὸν
βλέπει ἀδύνατα τὰ τόξα
τῶν ἀντίζηλων ἐθνῶν.
147.
Καὶ ὄχι ἡ μοίρα, ὁποῦ σαράντα
νίκες τοῦ ἄδραξε ἡ σκληρή,
καὶ βαρύτερη εἶναι πάντα
σὲ καρδιὰ βασιλική.
36.
Μ᾿ ἕνα βλέμμα ὁποῦ φονεύει
τὰ φρονήματα τὰ αἰσχρά,
τρομερὴ τὸν συντροφεύει,
στέκοντάς του εἰς τὴ δεξιά.
92.
Καὶ λαοὺς ἁλυσοδένει,
καὶ εἰς τὰ πόδια τοὺς πατεῖ,
καὶ τὸ πέλαγο σωπαίνει
ἂν τοῦ σύρει μία φωνή.
148.
Ὄχι ἡ δόξα ἡ περασμένη,
ποὺ μὲ βία πολεμικὴ
τοῦ ἔδειχνε τὴν Οἰκουμένη,
λέγοντάς του: Ἀκαρτέρει,
37.
Καὶ ὄντας ἄφαντη στοὺς ἄλλους,
τοῦ Ἀλκαίου ἡ σκιά,
καὶ τοὺς ὤμους τοὺς μεγάλους
λίγο γέρνοντας, κρυφά,
93.
Τέχνες, ἅρματα, σοφία,
τῆνε κάνουν δοξαστῆ,
ὅμως θὰ βροῦνε εὐκαιρία
νὰ τὴ φθείρουνε οἱ καιροί,
149.
Στὴν ταφή του μὲ τὴν πάχνη
χύν᾿ ἡ βρύση τὸ νερό,
ποὺ τοῦ δρόσισε τὰ σπλάχνη,
εἰς τὸ ψυχομαχητό.
38.
λόγια ἀθάνατα τοῦ λέει,
μὲ τὰ ὁποῖα στὰ σωθικὰ
τὸ θυμό του ξανακαίει
ἐναντίον στὴν ἀδικιά.
94.
καὶ νὰ ἰδῆ τὸ ριζικό της
καθὼς εἶναι ἡ καταχνιά,
ποὺ εἰς τὸ κλίμα τὸ δικό της
κρύβει τὴν ἀστροφεγγιά.
150.
Τὲς ἡμέρες, ὁποῦ ἂν μόνο
τ᾿ ὄνομά του ἤθελε πεῖς,
ὁλογόστευαν στὸ θρόνο
τὴν αὐθάδεια οἱ βασιλεῖς,
39.
θυμόν, τρόμο ὅλον γεμάτον,
ποῦ νικάει τὴν ταραχὴ
τῶν βροντόκραυγων ἁρμάτων,
καὶ πετιέται ὁλοῦ μὲ ὁρμή,
95.
«Ποῦ εἶν᾿, θὰ λένε σαστισμένοι,
τὸ Λεοντάρι τὸ Ἀγγλικό;
Εἶναι ἡ χήτη τοῦ πεσμένη,
καὶ τὸ μούγκρισμα βουβό».
151.
κατά μας καὶ Αὐτὸς ἀκόμη
εἶχε ρίξει μία ματιά.
Εἶναι ἡ δάφνη ὡραῖα στὴν κόμη,
ὅταν φέρνει ἐλευθεριά.
40.
καὶ τοῦ τύραννου χτυπάει
τὴ βουλή, καὶ τὴν ξυπνά,
στὴ στιγμὴ ποὺ μελετάει
τῶν λαῶν τὴ συμφορά.
96.
Ἀλλ᾿ ἡ Ἑλλὰς νὰ ξαναζήσει
ἦταν ἄξια, καὶ νὰ ἰδεῖ
ὁ ἐρχομὸς νὰ τὴν τιμήσει
τοῦ ὑψηλότατου Ποιητή.
152.
Ὤ! νὰ μάθαινε ὁ Μεγάλος
πόσην ἔδειξε χαρὰ
ἀγροικώντας ἕνας Γάλλος:
ἐχαθῆκαν τὰ Ψαρά.
41.
Μόνον ἄκουε τοῦ Κοράκου
τῆς Αὐστρίας τὸ κραυγητό,
ποῦ δὲν ἔκρωζε τοῦ κάκου,
καὶ ἐπεθύμαε τὸ κακό.
97.
Ἔστεκε στὸ μισημένο
τὸ ζυγὸ μ᾿ ἀραθυμιά.
Τὸ ποδάρι εἶχε δεμένο,
ἀλλὰ ἐλεύθερη καρδιά.
153.
Φωνὴν τρόμου ἡ Ἑλλάδα σύρνει,
σύρνει, καὶ ἔπειτα σιωπεῖ.
Ὅμως κρότους μὲς στὴ Σμύρνη
ὅλη ἡ νύχτα ἠχολογεῖ.
42.
Ὁμοίως ἔστρεφεν ἡ Μοίρα,
ποῦ εἶχε πάντοτε σταθεῖ
μές᾿ στῆς Κόλασης τὴ θύρα
μὲ τὸ κρίμα ἀνταμωτή,
98.
Ἐκαθότουνε εἰς τὰ ὄρη
ὁ Σουλιώτης ξακουστός.
Νὰ τὸν διώξει δὲν ἠμπόρει
πείνα, δίψα, καὶ ἀριθμός.
154.
Νά, ἀνθοστόλιστο τραπέζι.
Δὲν εἶν᾿ γέννημα Τουρκῶν,
ὁποῦ τρώοντας περιπαίζει
τὴν ἀντρεία τῶν Ψαριανῶν.
43.
ἔστρεφε κατὰ τὴ Χτίση,
γιατί ἐμύριζε νεκρὴ
μυρωδιά, ποὺ χὲ σκορπίσει
ἡ πικρὴ μεταβολή.
99.
Συχνὰ σπώντας τὰ θηκάρια
μὲ τὰ χέρια τὰ λιγνά,
ὁρμοῦν σ᾿ ἄπειρα κοντάρια.
Τὲς γυναῖκες τῶν συχνά,
155.
Μύρια λόγια, γέλια μύρια,
καὶ χτυποῦν τὰ φωτερὰ
στὰ ὁλογέμιστα ποτήρια,
καὶ στὰ γέλια τὰ τρελλά.
44.
Καὶ ἀπὸ τ᾿ ἄπειρο διάστημα
ἀντισήκωνε ψηλὰ
τὸ μιαρό της τὸ ἀνάστημα,
νὰ χαρεῖ τὴ μυρωδιά.
100.
μεγαλόψυχα τραβάει
τὸν ἴδιον αἴσθημα τιμῆς,
ποὺ κοιτώντας τὸν Κομβάϋ
εἶχε ὁ ἀνδρεῖος Τραγουδιστής.
156.
Μὲ ἁρμονίες τοὺς κράζει ἡ λύρα,
καὶ ἐπετάχτηκαν ὁμού,
λυσσιασμένοι ἀπὸ τὴν πύρα
τῆς χαρᾶς καὶ τοῦ κρασιοῦ.
45.
Στὴν Ἑλλάδα χαροκόπι.
Γιατί Ἐκεῖνον, ποὺ ζητεῖ,
βλέπει νάρχεται, καὶ οἱ τόποι
ποὺ ἡ σκλαβιὰ καταπατεῖ,
101.
Τὲς ἐμάζωξε εἰς τὸ μέρος
τοῦ Τσαλόγγου τὸ ἀκρινὸ
τῆς ἐλευθεριᾶς ὁ ἔρως
καὶ τὲς ἔμπνευσε χορό.
157.
Καὶ χορεύουνε τριγύρου...
Γειά σας, Γάλλοι εὐγενικοί!
Εἶν᾿ τὰ χώματα τοῦ Ὁμήρου
ποὺ τὸ πόδι σας πατεῖ!
46.
χαμηλὴ τὴν κεφαλήν τους,
ἀγροικώντας τὴ βουή,
ἐδακρύζαν, καὶ οἱ δεσμοί τους
τοὺς ἐφάνησαν διπλοί.
102.
Τέτοιο πήδημα δὲν τὸ εἶδαν
οὔτε γάμοι, οὔτε χαρές,
καὶ ἄλλες μέσα τους ἐπήδαν
ἀθωότερες ζωές.
158.
Γιατί μες᾿ στ᾿ ἀχρεία τους σπλάχνη
τὸ φαγὶ καὶ τὸ ποτὸ
σὲ φαρμάκι δὲν ἀλλάχνει,
νὰ τοὺς φάει τὸ σωθικό;
47.
Ἀλλὰ ἀμέσως ὅλοι οἱ ἄλλοι
ποῦ εἶχαν ἐλευθερωθεῖ,
καὶ ἔχουν δάφνη στὸ κεφάλι
ποῦ δὲν θέλει μαραθεῖ,
103.
Τὰ φορέματα ἐσφυρίζαν
καὶ τὰ ξέπλεκα μαλλιά,
κάθε γύρο ποὺ ἐγυρίζαν
ἀπὸ πάνου ἔλειπε μία.
159.
Καὶ ἀπ᾿ τὴ μάνητα ν᾿ ἀνάψει
ἀρμοδιώτερος χορός,
τὸν ὁποῖον μόνος νὰ πάψει
σκληρὸς θάνατος καὶ ἀργός,
48.
τὲς σημαῖες τοὺς ξεδιπλώνουν,
καὶ τὲς δάφνες ποὺ φοροῦν
χαιρετώντας τὸν σηκώνουν,
καὶ μ᾿ αὐτὲς τὸν προσκαλοῦν.
104.
Χωρὶς γόγγυσμα κι ἀντάρα
πάρα ἐκείνη μοναχά,
ὁποῦ ἔκαναν μὲ τὴν κάρα,
μὲ τὰ στήθια, στὰ γκρεμά.
160.
γιὰ ν᾿ ἀρχίσουν τὴ χαρά τους,
ὄντας φάσματα ἐλαφρά,
ἐμπροστὰ στὸ βασιλιά τους,
καὶ στὸ Μπάϋρον ἐμπροστά,
49.
Ποῦ θὰ πάει; Βουνὰ καὶ λόγγοι
καὶ λαγκάδια ἀϊλογοῦν.
Ποῦ θὰ πάει; - Στὸ Μεσολόγγι,
καὶ ἄλλοι ἂς μὴ ζηλοφθονοῦν.
105.
Στὰ ἴδια ὅρη ἐγεννηθῆκαν
καὶ τὰ ἀδάμαστα παιδιά,
ποὺ τὴν σήμερο ἐχυθῆκαν
πάντα οἱ πρῶτοι στὴ φωτιά.
161.
ὁποῦ φθάνοντας κεῖ κάτου
ἴσως τούμεινε ὡς ἐκεῖ
ἡ ἀέρινη ἀγκαλιά του,
σὰν πρωτύτερα, ἀνοιχτή!
50.
Τέτοιο χῶμα, ἀπ᾿ τὴν ἡμέρα
τὴ μεγάλη του Χριστοῦ,
ποῦ εἶχε φέρει ἀπ᾿ τὸν αἰθέρα
τιμὴ ἐμᾶς καὶ δόξα Αὐτοῦ,
106.
Γιατί, ἀλίμονον! γυρίζοντας
τοὺς ηὖρε ὁ Μπάϋρον σκυθρωπούς;
Ἐγυρεύανε δακρύζοντας
τὸν πλέον ἔνδοξο ἀπ᾿ αὐτούς.
162.
Τόνε βλέπω! Τοῦ προβαίνουν
ἄλλα φάσματα γοργά,
ποὺ ἀκατάπαυστα πληθαίνουν
σφόδρα, καὶ εἶναι Ἑλληνικά.
51.
εἰς ἱερὸ προσκυνητάρι,
καὶ δὲ θέλει πατηθεῖ
ἀπὸ βάρβαρο ποδάρι,
πάρεξ ὅταν χαλαστεῖ.
107.
Ὅταν στῆς νυχτὸς τὰ βάθη
τὰ πάντα ὅλα σιωποῦν,
καὶ εἰς τὸν ἄνθρωπο τὰ πάθη,
ποῦναι ἀνίκητα, ἀγρυπνοῦν,
163.
Γιὰ τὴν ποθητὴν Ἑλλάδα
τόσο πρόθυμα ρωτοῦν,
σὰν νὰ ἐζήτααν τὴ γλυκάδα
τοῦ φωτὸς νὰ ξαναϊδοῦν.
52.
Δὲν ἦταν τὴ μέρα τούτη
μοσχολίβανα, ψαλμοί.
Νά, μολύβια, νά, μπαρούτι,
νά, σπαθιῶν λαμποκοπή.
108.
καὶ γυρμένοι εἰς τὸ πλευρό τους
οἱ στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ,
μύρια βλέπουν στ᾿ ὄνειρό τους
ξεψυχίσματα τοῦ ἐχθροῦ,
164.
Κλάψες ἄμετρα χυμένες,
χέρια ἁπλότρεμα, κραυγές,
ποὺ ἀπ᾿ τ᾿ς ἀντίλαλους πωμένες
εἶναι πλέον τρομαχτικές.
53.
Στὸν ἀέρα ἀνακατώνονται
οἱ σπιθόβολοι καπνοί,
καὶ ἀπὸ πάνου φανερώνονται
ἴσκιοι θεῖοι πολεμικοί.
109.
αὐτὸς ἄγρυπνος στενάζει,
καὶ εἰς τὴν πλάκα τὴν πικρή,
ποὺ τὸν Μπότσαρη σκεπάζει,
γιὰ πολλὴ ὥρα ἀργοπορεῖ.
165.
Κειὸς σεβάσμια προχωρώντας,
καὶ μὲ ἀνήσυχες ματιές,
τὰ προσώπατα κοιτώντας,
καὶ κοιτώντας τὲς πληγές:
54.
Καὶ εἶναι αὐτοί, ποὺ πολεμώντας
ἐσκεπάσανε τὴ γῆ,
πάνου εἰς τ᾿ ἅρματα βροντώντας
μὲ τὸ ἐλεύθερο κορμί.
110.
Ἔχει πλάγιασμα θανάτου
καὶ ἄλλος ἄντρας φοβερὸς
εἰς τὰ πόδια τοῦ ἀποκάτου,
καὶ εἶναι ἀντίκρυ τοῦ ὁ ναός.
166.
«Ἡ Διχόνοια κατατρέχει
τὴν Ἑλλάδα. Ἂν νικηθεῖ,
ΜΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΧΕΙ,
τ᾿ ὄνομά σας ξαναζεῖ».
55.
Καὶ ἀγκαλιάσματα ἐκεῖ πλήθια,
δάφνες ἔλαβαν, φιλιά,
ὅσα ἐλάβανε εἰς τὰ στήθια
βόλια τούρκικα, σπαθιά.
111.
Ἀκριβὸ σὰν τὴν ἐλπίδα
ποὺ ἔχει πάντοτε ὁ θνητός,
γλυκοφέγγει ἀπ᾿ τὴ θυρίδα
τῆς Ἅγιας Τράπεζας τὸ φῶς.
56.
Ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ πολεμάρχοι
περιζώνουνε πυκνοὶ
τὴν ψυχὴ τοῦ Πατριάρχη,
ποὺ τὸν πόλεμο εὐλογεῖ.
112.
Μέσαθε ἔπαιρνε ὁ ἀέρας
μὲ δροσόβολη πνοὴ
τὸ λιβάνι τῆς ἡμέρας,
καὶ τοῦ τόφερνε ὡς ἐκεῖ.



A. ETHIOU Προσωπογραφία του Λόρδου Βύρωνα,1829, χαλκογραφία, 19,5 x 15,5 εκ.