Σελίδες

Translate

Παρασκευή 27 Μαΐου 2022


 ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ
ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ 


‘’Ηέλιος δ’ ανόρουσε λιπών περικαλλέα λίμνην"
(Οδύσσεια γ.1)

Με την Ομηρική περιγραφή της "λίμνης -καλλονής, που αφήνοντάς την
ανέβαινε ο ήλιος", έχει κανείς την εντύπωση πως αυτά τα νερά δοξάστηκαν
στον όρθρο του Μύθου και της Ιστορίας, προτού ακόμα γίνουν και ο
σκηνοθετικός διάκοσμος της Φεγγαροντυμένης, που έβγαινε απ’ τη μαγευτική
ακινησία της ίδιας λίμνης, στους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Σολωμού:

Αλλά στης λίμνης το νερό, π' ακίνητο 'ναι κι άσπρο,
Aκίνητ' όπου κι αν ιδείς, και κάτασπρ' ως τον πάτο,
Mε μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ' η πεταλούδα,
Που 'χ' ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.

Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι 'δες· 15
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
Ουδ' όσο κάν' η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
Γύρου σε κάτι ατάραχο π' ασπρίζει μες στη λίμνη,
Μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,

(Σχεδίασμα Γ’, "Πειρασμός")
Είναι γεγονός βέβαια, ότι μετά το Σολωμό το ιστορικό Μεσολόγγι, ως
σύμβολο Ελευθερίας "ένδοξο και ηρωικό", μαζί με τα παράγωγα μοτίβα του,
ταξιδεύει στην Ελληνική και παγκόσμια λογοτεχνία, εξασφαλίζοντας πλέον τη
διαχρονικότητά του.

Το Μεσολόγγι, ως εικαστικός θησαυρός, με την ιδιομορφία του γεωφυσικού
του περιβάλλοντος (Messolaghi=τόπος εν μέσω λιμνών), ταξιδεύει επίσης σε
πολλά λογοτεχνικά κείμενα δημιουργών που έχουν κυρίως βιωματική και
λιγότερο αναγνωστική σχέση με την περιοχή. Επομένως δεν είναι καθόλου
εύκολο και δυνατό, σε ένα σύντομο κείμενο, να καλυφθεί το εύρος των
σχετικών αναφορών, ούτε στην πρώτη ούτε στη δεύτερη περίπτωση (που
αποτελεί και το θέμα μας, δηλαδή ο λιμνότοπος/η λιμνοθάλασσα), πόσο
μάλλον, αφού οι περισσότερες από τις κάθε μορφής λογοτεχνικές
αναπαραστάσεις, κουβαλάνε πλέον και το βάρος της ιστορικής φόρτισης.
Τολμώντας μια τέτοια δειγματική ανθολόγηση θα συναντήσουμε πολλούς
"λιμνοθρεμένους" ή όχι, που άπλωσαν τη λιμνοθάλασσα στην ποίησή τους.
Ένα από τα πρωϊμότερα ποιήματα γράφτηκε από τον Σπυρίδωνα Τρικούπη
(1788-1873) με τίτλο «Λίμνη του Μεσολογγίου». Περιγράφει την νυχτερινή
ανοιξιάτικη εικόνα της "κυματούσας" λίμνης και παράγει ύστερα άλλες
επιμέρους εικόνες και συναισθήματα – παιχνιδίσματα ανάμεσα στη ζωή και το
θάνατο όπως υπαγόρευε ο νεοελληνικός ρομαντισμός της εποχής:
"Εις την λίμνην κυματούσα μια μαϊάτικη νυχτιά/ Η πολύπαθη καρδιά μου
εποθούσε μοναξιά [...]».
Έρχεται ύστερα ο Κωστής Παλαμάς (1859-1943)


που μεγαλώνει κι
ανασταίνεται δίπλα στην ιστορική και γραφική λιμνοθάλασσα. Η φυσική
ομορφιά, τα υπέροχα ηλιοβασιλέματα, τα πυροφάνια της νύχτας, τα ξερονήσια
τα "αλατόπηχτα" και τα φυκοστρωμένα, τα πρυάρια κι οι ψαράδες στους
σκληρούς καθημερινούς αγώνες, το νερό και οι άνθρωποι, γενικότερα, δίπλα
στα μυθικά τοπία με τις Παλαμικές "μάϊσσες" και τα "ξωτικά", αποτελούν τις
ακριβές ψηφίδες στην θεματική ενότητα της σειράς "Τραγούδια της λίμνης"
στη συλλογή του ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΜΟΥ (1884).
Επίσημα τραγουδιστής της Λιμνοθάλασσας καθιερώνεται ο Παλαμάς με τα
ποιήματα ΚΑΗΜΟΙ ΤΗΣ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑΣ (πρωτοδημοσιεύονται το
1908 και εκδίδονται αυτοτελώς το 1912).
Όλος ο κόσμος της Λιμνοθάλασσας "ηρωικός για την ιστορία, στοργικός για
τα πρώτα χρόνια του ποιητή" λαξεύεται με την πέννα του σε στίχους, όπως
του υπαγορεύει η νοσταλγία του παιδικού παραδείσου:
Η λίμνη του Μεσολογγίου
(απόσπασμα)
'Σα' σε βλέπω πάντα να 'σαι
Δίχως κύμ' αγριωπό,
Να γελάς και να κοιμάσαι,
Λίμνη, σ' αγαπώ.

Με το γλήγορο πρυάρι,
Νύχτα, δειλινό, πρωί,
Μέσ' 'ς τη γαλανή σου χάρι
Νοιώθω μόνο τη ζωή.
Μέσ' 'ς το ζωντανό σου αγέρι
Πώχει αρμύρας ευωδιά
Νοιώθω μόνο 'σαν ξεφτέρι
Μέσ' 'ς τα στήθια την καρδιά.
Πριν βραδυάσ' είμ' εδώ πέρα,
Είμαι, ο ήλιος πριν να βγη,
«Έχε 'γειά» να 'πω 'ς τη 'μέρα,
«Καλώς ήρθες» 'ς την αυγή.
Τι χαρά, τι καλωσύνη,
Όταν η αυγή χυθή,
Όταν η ήμερα σβύνη,
Όταν η νυχτιά απλωθή'
Όταν το βαρύ σταλίκι
Μέσ' 'ς τα χέρια μου κρατώ,
Κι' απ' τα ρήχη κι' απ' τα φύκη
Περνώ σπρώχνοντας μ' αυτό,
Κ' έναν ήχο εκείνο βγάνη,
Ένα γέλοιο απ' τα νερά,
Που φλογέρα δεν το φτάνει
Και πουλί δεν το περά.
Μοναχά για σένα έχω
Προκοπή θαλασσινή,
Ούτε θέλω αλλού να τρέχω
Με βαρκούλα, με πανί.

Η ψυχή μου αναγαλλιάζει
Ντροπαλή 'ς τα ντροπαλά,
Όσω φεύγει και τρομάζει
Τα πελάγη τα τρελλά.
Δίνει λύπες και φαρμάκια,
Κ' είν' η θάλασσα κακιά,
Συ ποτέ δεν έχεις κάκια
Κ' είσαι πάντοτε γλυκειά.
Σα' σε βλέπω πάντα να 'σαι
Δίχως κύμ' αγριωπό,
Να γελάς και να κοιμάσαι,
Λίμνη, σ' αγαπώ!
Σ' αγαπώ γιατί αφίνει
Η θωριά σου μέσ' 'ς το νου
Του δικαίου τη γαλήνη
Και τη λάμψι τ' ουρανού.
Γιατί βλέπω τους 'δικούς μου
Μέσα εις σε κυματισμούς,
Και τους πλέον τρυφερούς μου
Ψιθυρίζεις στοχασμούς.
Ο Κωστής Παλαμάς


με το ποίημά του "Μια πίκρα" αναπολεί τη λιμνοθάλασσα
του Μεσολογγίου, πόλη από την οποία καταγόταν και στην οποία έζησε για
ένα διάστημα μετά το θάνατο των γονιών του. Το ποίημα προέρχεται από τη
συλλογή "Οι καημοί της λιμνοθάλασσας" (1912)
Μια πίκρα
Τα πρώτα μου χρόνια τ' αξέχαστα τά 'ζησα
κοντά στ' ακρογιάλι
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήρεμη

στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.
Και κάθε φορά που μπροστά μου η πρωτάνθιστη
ζωούλα προβάλει,
και βλέπω τα ονείρατα κι ακούω τα μιλήματα
των πρώτων μου χρόνων κοντά στο ακρογιάλι,
στενάζεις καρδιά μου το ίδιο αναστέναγμα.
Να ζούσα και πάλι
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήρεμη,
στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.
Μια μένα είναι η μοίρα μου, μια μένα είν' η χάρη μου,
δε γνώρισα άλλη:
Μια θάλασσα μέσα μου σα λίμνη γλυκόστρωτη
και σαν ωκιανός ανοιχτή και μεγάλη.
Και να! μέσ' στον ύπνο μου την έφερε τ' όνειρο
κοντά μου και πάλι
τη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήρεμη,
τη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.
Κι εμέ, τρισαλίμονο! μια πίκρα με πίκραινε,
μια πίκρα μεγάλη

και δε μου τη γλύκαινες πανώριο ξαγνάντεμα
της πρώτης λαχτάρας μου, καλό μου ακρογιάλι!
Ποια τάχα φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου
και ποια ανεμοζάλη,
που δε μου την κοίμιζες και δεν την ανάπαυες,
πανώριο ξαγνάντεμα κοντά στ' ακρογιάλι;
Μια πίκρα είν' αμίλητη, μια πίκρα είν' αξήγητη,
μια πίκρα μεγάλη,
η πίκρα που είν' άσβηστη και μέσ' στον παράδεισο
των πρώτων μας χρόνων κοντά στο ακρογιάλι
Οι Παλαμικοί στίχοι για τη Λιμνοθάλασσα ταξιδεύουν, από τους Καημούς
και μετά, εγκιβωτισμένοι, αυτούσιοι ως παραθέματα ή ως αναφορές ακόμα και
ως συνειδητή συνομιλία ή απρόσμενη συνάντηση μοτίβων του νερού, σε
ποιήματα ομοτέχνων που γεννήθηκαν ή έζησαν στο Μεσολόγγι και
ακολούθησαν ή όχι την Παλαμική ποιητική παράδοση.
Εννοώ κυρίως τους πρώτους ή δεύτερους "μεταπαλαμικούς", το Μιλτιάδη
Μαλακάση, το Ρήγα Γκόλφη και το Θανάση Κυριαζή, καθώς και τον "Εστέτ"
της ίδιας γενιάς Μίμη Λυμπεράκη.
Δεν πρέπει να παραλείψουμε βέβαια το συνομίληκο του Παλαμά, Γεώργιο
Δροσίνη (1859-1951 )


που έχει κι αυτός γονείς Μεσολογγίτες αλλά γεννιέται
και μεγαλώνει στην Αθήνα. Αν και τα μοτίβα του, που αφορούν την
Μεσολογγίτικη εντοπιότητα, κινούνται περισσότερο στην ατμόσφαιρα των
θρύλων και των μύθων της περιβάλλουσας Αιτωλίας ή και ολόκληρης της
Ρούμελης, εντούτοις διαλέγεται, μάλλον απροσδιόριστα, με το θέμα του νερού,

Στα νερά της λίμνης τ’ άβαθα
κάποιο φως τη νύχτα εφάνη
φτωχικό, θολό τρεμάμενο
των ψαράδων πυροφάνι
("Στα νερά της λίμνης", 1915)
ή πιο συγκεκριμένα στο "Θάνατο του Κύκνου" όπου τοπίο και ιστορία
αρδεύουν το ποίημα:
Εκεί, που η μαύρη φαλαρίδα κ’ η άγρια πάπια
χειμαδιό βρίσκουν στην προσηλιακή στεριά,
της λιμνοθάλασσας τ’ ακρόνερα τα σάπια
τι ήρθες ζητώντας, λευκέ κύκνε του Βοριά;
Επανερχόμαστε όμως στους μεταπαλαμικούς και συγκεκριμένα στον Μιλτιάδη
Μαλακάση (1869-1943).


Απ’ το ξεκίνημα της ποιητικής του πορείας μέχρι το
τέλος της ζωής του, διαρκής είναι η φροντίδα του για τα "καλύτερα ποιήματά
του", όπως ο ίδιος ονομάζει τα ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΤΙΚΑ. Πρόκειται για μια
κατηγορία ποιημάτων που ξεχώριζε και ετοίμαζε για έκδοση, αλλά τελικά
κυκλοφόρησαν μετά το θάνατό του, ενώ διάσπαρτα υπάρχουν σε
προηγούμενες ποιητικές συλλογές (εδώ ανήκουν Τα τραγούδια της Λίμνης
και το "Τραγουδάκι της λιμνοθάλασσας").
Δε θα αναφερθούμε στο έντονο λαϊκό στοιχείο ή στον εξιδανικευμένο
ρεαλισμό του Μαλακάση

που έκανε αγαπητές και προσλήψιμες τις ποιητικές

προσωπογραφίες του Μεσολογγίτη τραγουδιστή Θανάση Μπαταριά ή του
αισθητικού συμβόλου Τάκη Πλούμα, παρόλο που στο φόντο της αφήγησης
υπονοείται η Λιμνοθάλασσα. Περιοριζόμαστε μόνο στη θηλυκή
προσωποποίηση της Λίμνης και στην ερωτική συνομιλία που αρχίζει ο
Μαλακάσης μαζί της, στο πρώτο κιόλα ποίημα, του πρώτου βιβλίου:
Σ’ εσέ, που η μέρα σε ξυπνά
Μ’ ονειρεμένα χάδια,
που μαγεμένα ξέφωτα
Σ’ αποκοιμούν τα βράδια,
Που κι οι βοριάδες σε φιλούν,
Αλαφροκυματούσα
Σ’ εσέ το δαχτυλίδι της
Το ρίχνει τώρα η Μούσα
(Τραγούδια της Λίμνης).

Μετά το μυστικό αρραβώνα του ποιητή με τη Λίμνη-Μούσα, διαμορφώνεται
το κλίμα του ποιητικού τοπίου με τα σταθερά σύμβολα όχι μόνο του αστικού
χώρου στον οποίο σταδιοδρόμησε αλλά και της υπαίθρου απ’ όπου ξεκίνησε.
Η λίμνη ως στοιχείο εντοπιότητας τον ακολουθεί, άλλοτε ως αίσθημα
νοσταλγίας για έναν κόσμο που χάθηκε κι άλλοτε ως ιδανικός καθρέφτης που
διαθλά την ψυχική πραγματικότητα και εκφράζεται με τη γλώσσα των
συμβόλων:
Πέρα που σβύν’ η θάλασσσα
τα χρώματα του ονείρου,
Στις ανοιχτές χρυσόπορτες
Του φλογισμένου απείρου
(Τραγούδια της Λίμνης)
Λίγο νεότερος ο Ρήγας Γκόλφης (1882-1958)


Ευρυτανικής καταγωγής «της
Μούσας υποτακτικός, της λίμνης αποπαίδι», έχει κι αυτός την "τύχη" να
γεννηθεί στο Μεσολόγγι, όπως αυτοπροσδιορίζεται στην ποιητική του
αυτοβιογραφία, και αφιερώνει αρκετούς στίχους στην "πατρίδα,
λιμνοθάλασσα" ή στην "πατρίδα λίμνη", εμπλέκοντας τα μοτίβα αυτά και άλλα,
σε συγγενείς στίχους άλλοτε διάφανα ερωτικούς κι άλλοτε με την αχλύ των
συμβόλων.
Ας το στορίσει η θάλασσα το γλυκανάβλεμά σου[...]
Ας το στορίσει η λίμνη μας, που σα βρεθεί μπροστά σου
κάποιο χαιρέτισμα αρχινάει και τα νερά σαλεύει [...]
(Τα τραγούδια του Απρίλη)
Σε μια από τις πρώτες του ποιητικές συλλογές, ΥΜΝΟΥΣ (1921),
περιλαμβάνει ολόκληρη ενότητα 18 ποιημάτων με τίτλο "Κυματούσα λίμνη",
ορατό διακείμενο από τη «Λίμνη του Μεσολογγίου» του Σπυρίδωνα Τρικούπη
που αναφέραμε στην αρχή.
Ανάλογη συνομιλία με αφορμή το ίδιο θέμα εντοπίζουμε στο ποίημα
"Ύμνος" που αφιερώνει στον Παλαμά "Για τους Καημούς της
Λιμνοθάλασσας". Αποκόπτω τρεις μόνο στίχους: Μέσα σου κλεις ασώπαστο
της θάλασσας το βόγγο/ μα της πατρίδας λίμνη σου την ήμερη λαχτάρα/στη
θύμησή σου αναζητάς κι ολοένα συντυχαίνεις. (Λυρικά Χρώματα).
Το ίδιο κάνει και με το Μαλακάση, στο ομότιτλο ποίημά του, νοτίζοντας κι
εκεί τους στίχους του με την αρμύρα της λιμνοθάλασσας-πατρίδας. Ο
Γκόλφης δηλαδή συνειδητά συνομιλεί με τους προγενέστερους ομοτέχνους
του στο θέμα αυτό, αλλά και με τους συγχρόνους του όπως τουλάχιστον
προκύπτει από το ποίημα "Μεσολόγγι" (σταλμένο σε επιστολή το 1957 στον

Μεσολογγίτη ποιητή Γεράσιμο Κασόλα),


όπου συμπυκνώνει όλο το «ιδεατό
τοπίο της νοσταλγίας του» που τον ακολουθεί μέχρι το τέλος της ζωής του:
Η άχνα της λιμνοθάλασσας. Τριγύρω τα βουνά
γαλάζια, αλαφροΐσκιωτα. Πιο πέρα το κανάλι.
Ροδόχρυσο το ηλιόγερμα. Το πριάρι αργοπερνά.
Καλοκαιριάτικο, όνειρο ψυχής, το μαϊστράλι [...]
Ο επόμενος κρίκος αυτής της θεματικής συνέχειας είναι ο, Ευρυτανικής
επίσης καταγωγής, Θανάσης Κυριαζής (1887-1950), ο οποίος έφηβος ήλθε
στο Μεσολόγγι να τελειώσει το τριτάξιο Γυμνάσιο. Η ιστορική και πνευματική
παράδοση δίνει το στίγμα της στην ποίησή του απ’ τη δεύτερη κιόλας ποιητική
συλλογή, πότε ως ένα αχώριστο δίδυμο, η λιμνοθάλασσα και το αθάνατο
Μεσολόγγι, πότε ως εικαστικό ερωτικό φόντο μιας έξοχης θηλυκής
προσωπογραφίας:
Είτανε και τα χείλη σου.
-Σαν πυρωμένη βούλα
να γράφει τα φιλιά.
Κερά της λιμνοθάλασσας,
Μεσολογγιτοπούλα,
πούχες τη μαύρη Ελιά...
(Στιγμές που ζω)
Ο Μίμης Λυμπεράκης (1880-1967),

νεορομαντικός ποιητής, ο Εστέτ, στον

οποίο αφιερώνει ο Κοσμάς Πολίτης την EROICA και τον ταυτίζει με τον
ήρωά του τον "Κλήμη", γεννήθηκε στο Μεσολόγγι και πέθανε στο Μεσολόγγι,
"όπου έζησε τα τελευταία 27 χρόνια της ζωής του». Έναν ερημικό περίπατο,
σ’ έναν παραλιμνοθαλάσσιο δρόμο, την ώρα του δειλινού (με τις προεκτάσεις
που κρύβει και η φιλοσοφική περιπλάνησή του) περιγράφει σε ρυθμικό στίχο ο
μοναχικός αφηγητής του κοσμογυρισμένου Μίμη Λυμπεράκη:
Νυχτόμπασμα, στα δυσμικά βουνά αργοπορεί το φως
της μέρας
κάπου ανάβουν μια φωτιά στη μακρινή εξοχή
από τη θάλασσα αόριστες φωνές, ο βραδυνός φέρνει αέρας
και ύστερα πάλι απλώνεται παντού η σιωπή.
Ερημικός περπατητής το δρόμο έχω πάρει
που η νιότη μου εχάρηκε με όλους τους καιρούς
των καραβιών αγνάντευα το διάβα στο κανάλι

και η ζωή των ταξιδιών μου μάγευε τους λογισμούς[...]
(Παιδικοί Ύμνοι)
Στη μεταπολεμική ποίηση, το Μεσολόγγι επανέρχεται ως σύμβολο
ελευθερίας με όλα τα συνώνυμά του (αντίσταση, αξιοπρέπεια, ελπίδα εξόδου
απ’ τα αδιέξοδα) και η λιμνοθάλασσα φορτώνεται το βάρος των μαρτυρικών
προσώπων.
Στο ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ (1949) του Μιχάλη Κατσαρού,


η εικόνα της "πνιχτής
λιμνοθάλασσας" παραπέμπει στο βούρκο και το αδιέξοδο της
κοινωνικοπολιτικής ζωής. Ο ίδιος δεν είναι Μεσολογγίτης. Όμως:
Τα νερά κοιμούνται/τα νερά σωπαίνουν./Ματωμένα μαντήλια προμηνάνε
το τέλος/στην πηχτή λιμνοθάλασσα.
Και παρακάτω οι ψαράδες παλεύουν με τα κύματα και τα απειλητικά
θαλασσοπούλια:
Κάτω στη Λιμνοθάλασσσα/ μετετοπίζει ο ήλιος την καρδιά του./ Χέρια
με κρύες παλάμες προσμονής /Παλεύουν/με τα κύματα /ανατριχιάζουν τα
γλιστερά φύκια/θαλασσοπούλια μου τρυπάν το πρόσωπο/κι όλα με
καλούν/κι όλα με προστάζουν/ τον αδελφό μου τον ψαρά για ν’
αναστήσω[...] (Μεσολόγγι)
Λίγα χρόνια μετά, ο Τάσος Γιανναράς, (1920-1977)

από τα Δωδεκάνησα,

μεγαλωμένος όμως στο Μεσολόγγι και εμπνευσμένος από τους μύθους και τις
παραδόσεις της ευρύτερης περιοχής, δημοσιεύει ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ
ΑΝΗΛΙΑΓΟΥ (1952). Μια από τις τρεις διαδρομές του Ανήλιαγου προς το
φως είναι αυτή που οδηγεί στο Μεσολόγγι. Ανεξάντλητη πηγή εικόνων γίνεται
η Λιμνοθάλασσα, σε μια αντιπαράθεση με το ύψος του φωτός. Κάτω η μαυρίλα
του βυθού, τα βάθη τα μουντά και τα φύκια. Πάνω τα άστρα, τα μαϊστράλια κι
ο Ήλιος. Από τα σκοτεινά στα διαυγή, όλη η πνευματική οδοιπορία! Το
παιχνίδι με τον ήλιο συνεχίζεται: Βουλιάζει ο ήλιος στη λιμνοθάλασσα/κι
αφήνει τώρα ν’ αφουγκράζομαι,/ τις μυστικές συγκρούσεις μες το αίμα μου.
Η φυσική γεωγραφία μεταλλάσσεται σε συμβολική θαλασσογραφία. Η γένεση κι
ο σχηματισμός του αλατιού σε ονειρική εικόνα δίπλα στη διάφανη στιγμή της
μεταμόρφωσης:
Τ’ αλάτι βγαίνει απ’ την αχνή σιγή και σε κοιτάζει
κι εσύ μες στο κοχύλι σου μαζεύεσαι ξανά
απ’ την τρομάρα του στοιχειού που γρήγορα ξαλλάζει
και πήζει γύρω σου από φως ολόασπρα βουνά.
("Ρεμβασμός στις αλυκές").

Ο Τάκης Καρβέλης (1925, Αιτωλικό)


ανασύρει από τη γενέθλια υδάτινη
πολιτεία του βιωματικές εικόνες σταματημένες στα αμέριμνα τοπία του
παρελθόντος και επιμένει στη σιωπηλή ελεγεία της θάλασσας,
συνυποδηλώνοντας έτσι την ατομική αλλά ταυτόχρονα και την κοινή
περιπέτεια της γενιάς του:
Η θάλασσα χαμένη στο ασημί της μνήμης
σταλάζοντας τη σιωπηλή της ελεγεία
στ’ αμέριμνα τοπία
των ξεχασμένων φωτογραφιών
(Κατάθεση)
Έρχεται μετά ο Θωμάς Γκόρπας (1936-2003),

«500 ετών Μεσολογγίτης»,

με την ιδιότυπη ποίησή του και τα παιδικά του χρόνια να τον ακολουθούν μαζί
με την "πλωτή" του πόλη: "Τα μόνα δικά μου ήταν θάλασσα η λιμνοθάλασσα/
και σάλτσινά της και ξένα όλα τ’ άλλα/ κ’ η θάλασσα ήταν απέραντη μεγάλη
τραγουδίστρια Ανατολής /και Δύσης και τα σάλτσινά της παραδεισένιοι κήποι
μ’ άνθη-παιδιά, πουλιά-αετούς τη μπάλα για νεράιδα..." ("Παιδικά χρόνια",
Στάσεις στο μέλλον).
Η πατρίδα-πόλη, πρώτη μεγάλη αγάπη, ανακαλεί απανωτές βιωματικές
εικόνες: απ’ το φυσικό περιβάλλον ελάχιστες, απ’ την καθημερινότητα
περισσότερες, και ισχυρότερες εκείνες του μέσα κόσμου. Αντιγράφω τη
δεύτερη στροφή με τα "σάλτσινα στεφάνια" και τον απρόσμενο ίλιγγο των
παραστάσεων:
Πατρίδα μου
πρώτη μεγάλη αγάπη μου και πρώτη γλύκα της ζωής
χρυσάφι στα σκοτάδια μάτια μου και λάδι ψυχής
σκαμμένος τώρα από ποταπότητες εχθρούς και φίλους
ξαναθυμάμαι αετούς στεφάνια σάλτσινα και μώλους
χασίσια που με ξεγελάν και λέω πως σε φτάνω
μες στα τραγούδια μου όπου όλο σε βρίσκω και σε χάνω
πόλη μου που με πας από τον Κάτω Κόσμο στον Απάνω...
("Μεσολόγγι", Στάσεις στο Μέλλον)


Της ίδιας γενιάς ο Νίκος Αντωνάτος (1937) με τη λιμνοθάλασσα ισοδύναμη
της μνήμης που κοσκινίζει τις μαρτυρίες "ακοίμητη", όπως η αγάπη,
ασάλευτη, αφώτιστη να καρτερεί με θηλυκά καμώματα:
Θαύμα ιωδίου τούτη η νύχτα
στης λιμνοθάλασσας τα πάνω στέκια

κι η θάλασσα ασάλευτη χωρίς πνοή ανέμου
ατρέμα
Της λίμνης της να γλείφουν κύματα μόλις
το γιαλό κι εγώ ν’ αδημονώ όσο
εκείνη μ’ όστρακα απ’ το υγρό της πάθος
καλλωπίζεται. (Ανοιχτά της Νύχτας)
Και η ποίηση συνεχίζει και στη γενιά του ’70.


Το πρώτο ποίημα της πρώτης
ποιητικής συλλογής ΜΑΝΘΡΑΣΠΕΝΤΑ (1977) του Γιάννη Υφαντή, μοιάζει
μ’ ένα σπάνιο εικαστικό τοπίο των αλυκών της λιμνοθάλασσας κι ας μην
ορίζεται. Βιωματικές εικόνες του ποιητή που έχει Αιτωλικές ρίζες και ο
δρόμος του τον φέρνει και μας φέρνει, δίπλα στα λευκά αλατόβουνα, στις
Αλυκές της Άσπρης, κάθε φορά που ταξιδεύουμε τουλάχιστον προς την
πρωτεύουσα. Ο Υφαντής πάνω στο αλάτι, καρπό της θάλασσας, βάζει το ζώο
της φωτιάς και του Ήλιου για να παραστήσει τη συνένωση του κοσμικού και
πνευματικού κάλλους.
Βουνά του αλατιού κι απάνω τους
το ζώο της φωτιάς
Ο πόνος στο έβγα του και η θάλασσα
Να τη μας πάλι εδώ
Πριν κλείσει μια στιγμή
Ύστερα από μια αιωνιότητα
Να τη μας πάλι εδώ
Έλα Λοιπόν
(Μανθρασπέντα)


Ο Μάκης Πασσίσης, της γενιάς του ’70 επίσης, περιπλανώμενους στους
δρόμους της μνήμης φτάνει στο Μεσολόγγι των παιδικών και εφηβικών του
χρόνων κι ανασυνθέτει στο έργο του ΣΑΛΤΣΙΝΙΑΣ (2004), "έμμετρα και
όσο γινόταν σκωπτικά", τα προσωπικά του βιώματα με σκηνικό τη
λιμνοθάλασσα και την αμπολιά, έκταση με αρμυρίκια, βούρλα και σάλτσινα
όπως λέγονται απ’ τους ντόπιους τα αλίπεδα με το κρυσταλλωμένο πάνω τους
αλάτι.
Ήρωες, οι άνθρωποι της δεκαετίας του 1950 και 1960, στον καθημερινό
αγώνα της ζωής και παραδίπλα τα παιδιά με τον ελεύθερο χρ’ονο τους στο
μαγικό κόσμο των σάλτσινων, λίγο πριν «τις ανίερες παρεμβάσεις που
άρχισαν στα τέλη της δεκαετίας του ‘60».
Αποθανατίζεται λοιπόν ένας "υγρο-στερεός πολιτισμός" χαμένος πια μαζί
με τις πελάδες και τα σάλτσινά του:

Τα ίχνη των πελμάτων
μ’ αλάτι χαραγμένες
ζωγράφισαν στα σάλτσινα
στιγμές απ’ τον καθένα [...]
Σιγά-σιγά τα σάλτσινα
σαν μπακλαβάς κοπήκαν
συλήθηκαν, πουλήθηκαν
εχτίστηκαν, χαθήκαν
(Σαλτσινιάς)



Είναι προφανές ότι κάθε γενιά ποιητών έχει σχηματίσει μια ιδανική εικόνα
για το Ελληνικό αυτό τοπίο με το ιστορικό του βάρος και το φυσικό του
κάλλος. Το ίδιο συμβαίνει και με τους πεζογράφους. Η ενδεικτική αυτή
περιδιάβαση στο χώρο της ποίησης δεν είναι, σίγουρα, επαρκής. Αλλά κι ο
χώρος της πεζογραφίας γεμίζει από τα υδάτινα σκηνικά του Αντώνη
Τραυλαντώνη, του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, της Ακακίας Κορδόση, της
Ελένης Χωρεάνθη και άλλων.
Αναφορές στις λογοτεχνικές αναπαραστάσεις της λιμνοθάλασσας γίνονται
συνεχώς από ευαίσθητους μελετητές (ιστορικούς, λαογράφους,
περιβαλλοντολόγους, αρχιτέκτονες, βιολόγους, ανθρωπολόγους), οι οποίοι
επιμένουν να κοσμούν συχνά ή να ενισχύουν τα κείμενά τους με ποιητικά ή
πεζά παραθέματα λογοτεχνών, που ιστόρησαν αλλοτινές φυσικές ομορφιές
και όψεις ζωής, άγνωστες πια μετά την ανθρώπινη επέμβαση (αποξήρανση,
οικοπεδοποίηση κλπ.).


Ενδεικτικά σημειώνουμε το Λεύκωμα Μεσολόγγι 1930-1990, που
επιμελήθηκε ο Γιώργος Κοκοσούλας (καθώς και τα κείμενα του Σπύρου
Κανίνια και της Ακακίας Κορδόση σ’ αυτό),

την επιστημονική μελέτη της Κ.

Μπάδα, Ο κόσμος της εργασίας. Οι ψαράδες της λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου
(με αναφορές στον Τραυλαντώνη, τον Καρκαβίτσα, στον Παλαμά κλπ.), το
κείμενο του Παντελή Μπουκάλα "Το Μεσολόγγι και οι ποιητές του"
(εφ.Καθημερινή, «Επτά ημέρες» 27/11/2005), ακόμη και τα "Μνημεία
ευλάβειας" του Θανάση Παλιούρα με το λυρικό επίλογό του: «Όλα στα
ακίνητα νερά της φημισμένης λιμνοθάλασσας, μοιάζουν να λειτουργούνται».
Κι ο κατάλογος των θαυμαστών ιστορητών δεν θα τελειώνει ποτέ όσο η
μνήμη θα γλυστρά από παράλληλους χρόνους βιωμένους και όσο η πολιτεία
του νερού θα συμπλέει στα ήρεμα νερά της λιμνοθάλασσας