Σελίδες

Translate

Σάββατο 9 Απριλίου 2016


  Lord George Gordon Noel

A Beautiful Allegorical Goddess, by Lady Anne Blunt, Lord Byron's Granddaughter




 ΜΠΑΥΡΟΝ - Ο ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ ΤΟΥ ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΥ

Ο Μπάυρον (Lord George Gordon Noel, 6ος βαρόνος του Byron) είναι στην Αγγλία γνωστός ως ένας από τους μεγαλύτερους εκφραστές του ρομαντισμού. Ήταν μέλος της «Royal Society» στο Λονδίνο (Εταιρεία μελέτης των Φυσικών Επιστημών) γι’ αυτό και στις υπογραφές του προτάσσει το αναγνωριστικό των μελών της εταιρείας (FRS).       

Η πρώτη συλλογή έργων του εξεδόθη όταν αυτός ήταν ακόμη 14ετών.  Πολύ βοήθησε στην προβολή του Μπάιρον ο φίλος του, Σεβασμιώτατος
Thomas Beecher Μέχρι σήμερα τα ποιήματα του Μπάυρον διαβάζονται σε όλη την Ευρώπη. Ιδιαίτερα το ποίημα «Δον Ζουάν» αποτελούμενο από 17 «ραψωδίες»  θεωρείται το σημαντικότερο Αγγλικό δημιούργημα μετά από τον «Χαμένο Παράδεισο» του John Milton.

1879


Στα έπη "Ο Κουρσάρος", "Το Προσκύνημα του μικρού Χάρολντ","The Giaur" και "Lara" εισάγεται ένας χαρακτήρας (τύπος ανθρώπου) που αυτοθυσιάζεται και που υπηρετεί υψηλές ιδέες. Ο χαρακτήρας αυτός είναι γνωστός ως "Byronic Hero" (ήρως του Μπάυρον). Ο ηρωισμός για τον Μπάυρον είναι έκφραση πάθους. Και ένας ποιητής που εξυμνεί τον ενθουσιασμό και το έντονο πάθος δεν διαφέρει από ένα ήρωα. Αυτόν τον "Ήρωα-Ποιητή"
ο Μπάυρον θέλησε να μιμηθεί. Έτσι στις 5 Ιουλίου 1821 παρακολουθούσε από κοντά την ηρωική αυτοθυσία των αγωνιζομένων Ελλήνων, θαύμαζε τον ηρωισμό τους και έγραψε στον φίλο του, Thomas Moor, Ιρλανδό ποιητή:"Η ποίηση είναι η έκφραση ενθουσιώδους πάθους. Και δεν υπάρχει άλλο πιο ενθουσιώδες παρά η ζωή που συγκλονίζεται από πάθη, εντονότερα από σεισμό ή από πυρετό".

Τη θεωρία του αυτή περί "ήρωος" και "ηρωισμού" ο Μπάυρον την έκανε πράξη όταν το Δεκέμβριο του 1823 έσπασε τον κλοιό των Τούρκων και μπήκε στο πολιορκούμενο Μεσολόγγι.


Τα αδιέξοδα της ευρωπαϊκής άρχουσας τάξης - λίγα χρόνια μετά τη Γαλλική Επανάσταση -  επηρέασαν έντονα την προσωπική του ζωή, που υπήρξε θυελλώδης. Το όνομά του έχει συνδεθεί με σειρά από σκάνδαλα: Συνήψε ερωτικές σχέσεις με την κυρία
Mary Duff, με τη μακρινή εξαδέλφη του Margaret Parker, με τη φερομένη ως ετεροθαλή αδελφή του Augusta Leigh και με την Mary Chaworth. Τη σχέση του με την Chaworth ο Μπάυρον την περιγράφει στην ποιητική συλλογή 'Childish Recollections'. Τέλος η σχέση του με τη διηγηματογράφο Λαίδη Caroline Lamb υπήρξε σκανδαλώδης. Δεν είναι σαφές αν τον απέρριψε η Λαίδη για να μη χάσει τα προνόμια από τον Λόρδο σύζυγό της, ή αν ο ίδιος (όπως έκανε πάντα) την εγκατέλειψε "για να αφοσιωθεί στην ποίηση". Το βέβαιο είναι ότι η Λαίδη σε επιστολές και σε συνεντεύξεις της αποκαλεί τον Μπάυρον "επικίνδυνο και τρομερό".

Ίσως τα σκάνδαλα που συνδέθηκαν με το όνομά του και ιδιαίτερα η σχέση του με τη Λαίδη
Lab τον ανάγκασαν να παραιτηθεί από τη Βουλή των Λόρδων.

Μεταξύ των ετών 1809-1826 ο Μπάυρον μαζί με το φίλο του John Cam Βαρώνο του Hobhouse ταξίδευσε σε όλη σχεδόν την Ευρώπη και σε πολλές πόλεις της Ανατολής. Επισκέφτηκε χώρες όπου είχαν ξεσπάσει κοινωνικές επαναστάσεις (όπως την Πορτογαλία και την Ισπανία)
. Πήγε στο πεδίο μάχης του Βατερλώ όπου εμπνεύστηκε το ποίημα."THE EVE OF WATERLOO" που είναι μια γλαφυρή περιγραφή της γαλλικής άρχουσας τάξης (γιατί όχι και της Αγγλικής) στους κόλπους των οποίων διαμορφώθηκε ο ρομαντισμός. Μέσα στους στίχους του ποιήματος αυτού, ο κοινωνικός περίγυρος της Δουκίσσης του Richmond (οι "ευγενείς" των αρχών του 19ου αι), ζούν "στον κόσμο τους" ενώ ακριβώς δίπλα τους πρόκειται να ξεσπάσει μια μάχη που θα κρίνει το ίδιο τους το μέλλον.

Ο Λόρδος Μπάυρον ίσως ήταν από τους λίγους λόρδους - εκπρόσωπος της άρχουσας τάξης - που έβλεπαν τις ανατροπές που θα έρχονταν. Άραγε ως γνήσιος εκπρόσωπος του Ρομαντισμού, άκουε και αυτός μόνο τους ήχους του θανάτου; (και τους άκουε μόνο με "
death's prophetic ear";) Πίστεψε άραγε ότι υπάρχει λύτρωση για τη γενιά του που ζούσε μόνο με τα όνειρα χωρίς να βλέπει γύρω της; Στην πολυτάραχη ζωή του Μπάυρον αυτό δεν έχει ξεκαθαριστεί.


Μετά τη μάχη του Βατερλό ο Μπάυρον επισκέφθηκε την Ελβετία όπου συνάντησε τον μεγάλο ποιητή
Percy Bysshe Shelley.Μία  κρουαζιέρα στις Λίμνες της Γενεύης μαζί με τον ποιητή Shelley και η διαμονή του στη βίλλα Diodati έδωσε στον Μπάυρον την έμπνευση να γράψει το ποίημα "Prisoner of Chillon" και την τρίτη ραψωδία του αριστουργήματος "Childe Harold at Diodati". Μια άλλη κρουαζιέρα, στη λίμνη Thun στο Bernese Oberland της Βέρνης ενέπνευσε στον Μπάυρον το σκηνικό για το έμμετρο δράμα "Δον Ζουάν", όπου περιγράφονται οι τύψεις της συνειδήσεως και οι απογοητεύσεις του ποιητή. "Ο άνθρωπος αποτελείται κατά το ήμισυ από χώμα και κατά το άλλο ήμισυ από θεότητα. Είναι ικανός να βυθιστεί αλλά και να πετάξει ψηλά". Όμως πουθενά στο έπος αυτό δεν φαίνεται μια χαραμάδα ελπίδας. Τα αδιέξοδα του Ρομαντισμού ίσως θα κυνηγούν τον ποιητή μέχρι το θάνατό του.

Στις 5 Οκτωβρίου 1817 ο Μπάυρον ταξίδευσε στη Βενετία όπου διέμεινε στο αρμενικό μοναστήρι του Σαν Λάζαρο και συμμετείχε σε λογοτεχνικές συναντήσεις και συζητήσεις. Για χάρη της Αρμενικής παροικίας της Βενετίας χρηματοδότησε την έκδοση βιβλίου γραμματικής και τη μετάφραση επιστολών του Αποστόλου Παύλου.

Η επίσκεψή του στη Ρώμη του έδωσε υλικό για την 4η ραψωδία του έργου Childe Harold. Στο γραφικό χωριό La Mira στον ποταμό Brentat έγραψε στίχους που αποτέλεσαν την πρώτη ραψωδία του έργου "Δον Ζουάν",- σατιρικό δράμα με πολλές αναφορές στις εμπειρίες και στις περιπέτειες του ποιητή. 

THOMAS R. A. PHILLIPS (1770-1845) (ζωγράφος) & G. H. CUSHMAN (1814-1845) (χαράκτης)Προσωπογραφία του Λόρδου Βύρωνα με αλβανική φορεσιά,χαλκογραφία, 16 x 11 εκ.


 
   ΚΟΝΤΑ ΣΤΟΥΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Στην Ραβέννα ο Μπάυρον το 1820 ερωτεύτηκε την κόμισσα Τερέζα Cuicciolo. Ο αδελφός της Τερέζας τον μύησε στα μυστικά των "καρμπονάρων". Ενθουσιασμένος ο Μπάυρον, τροφοδότησε με όπλα και με άλλα εφόδια το κίνημα των Ιταλών εναντίον της Αυστρίας. Η ζωή του κοντά στους επαναστάτες καρμπονάρους και στη φτωχολογιά της Βορείου Ιταλίας τον ενέπνευσε να γράψει άλλες τρεις ραψωδίες του έργου Δον Ζουάν και τα δράματα "Μαρίνο Φολιέρο" και "Σαρδανάπαλος". 


Το 1808 - 1809 επισκέφτηκε την Ζίτσα και το Τεπελένι  όπου γνώρισε από κοντά τον Αλή Πασά και εντυπωσιάστηκε από την θερμή φιλοξενία. Τις εντυπώσεις του από αυτή την συνάντηση μεταφέρει στην μητέρα του, σε επιστολή - ημερολόγιο. Τον ξάφνιασε το γεγονός ότι ενώ ο Αλή Πασάς ήταν γνωστός ως «ένας αμείλικτος τύραννος, ένοχος για τις πιο φριχτές ωμότητες», όμως ως οικοδεσπότης φέρθηκε «πολύ ευγενικά και η εμφάνισή του δείχνει οτιδήποτε άλλο εκτός από τον αληθινό χαρακτήρα του». 


Ο ΜΠΑΥΡΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Περικεφαλαία του Λόρδου Βύρωνα. Δωρεά Έλλιοτ Χάου Μωδ


 

Το 1823 ήταν για τον Μπάυρον το έτος που άρχισε να βοηθά φανερά τους Έλληνες. Τον Απρίλιο δέχτηκε την επίσημη πρόταση των αγωνιστών να τους εκπροσωπεί στη βασιλική Αυλή του Μπάκιγχαμ. Στις 2 Αυγούστου του 1823 έφθασε στην Κεφαλονιά και εγκαταστάθηκε στα Μεταξάτα. Δώρισε 4.000 λίρες για τον εξοπλισμό του ελληνικού στόλου. Και στις 29 Δεκεμβρίου 1823 αποβιβάστηκε στο Μεσολόγγι για να ενταχθεί ως εθελοντής στη δύναμη που Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Συμμετείχε με πολύ ζήλο στις επιχειρήσεις για την απελευθέρωση της Ναυπάκτου.

Πρωτοστάτησε στον εξοπλισμό των ελληνικών πλοίων με κανόνια και ανέλαβε την οχύρωση του Μεσολογγίου χρησιμοποιώντας πολλούς Σουλιώτες. Δυστυχώς παρά τις επίπονες προσπάθειές του δεν μπόρεσε να πείσει τους οπλαρχηγούς της Ανατολικής και της Δυτικής Ελλάδος να ενωθούν υπό μία γενική διοίκηση.

Οι πηγές αναφέρουν ότι στις αρχές του 1824 είχε δύο επιληπτικές κρίσεις - ίσως όμως πρόκειται για βαριάς μορφής
ελονοσία (αφού ο βιογράφος του δεν αναφέρει πουθενά ότι έπασχε από επιληψία). Και ενώ η ελονοσία τον εξαντλούσε, την ίδια στιγμή οι ισχυρές οικογένειες των Σουλιωτών διχάστηκαν υπονομεύοντας έτσι και απειλώντας την ίδια την επανάσταση.
Η κατάστασή του επιδεινώθηκε την Άνοιξη και παρά τις προσπάθειες των γιατρών ο Μπάυρον πέθανε στις 19 Απριλίου του 1824.Η καρδιά του ετάφη κάτω από ένα δένδρο στο Μεσολόγγι. Αργότερα προς τιμήν του δόθηκε το όνομά του στο γνωστό δήμο Βύρωνα της Αττικής.

αστικές εκδηλώσεις για τα 100 χρόνια από το θάνατο του λόρδου Βύρωνα. Η δεσποινίς Μπάϋρον αριστερά και η δεσποινίς Λύττον εγγονή του λόρδου Βύρωνα


Το σώμα του ταριχεύτηκε και μεταφέρθηκε στην Αγγλία. Ο ηγούμενος του Αβαείου στο Γουεστμίνστερ αρνήθηκε να δώσει άδεια ταφής στο χώρο του Αβαείου (ίσως λόγω της σκανδαλώδους ζωής του Μπάυρον).Τελικά η ταφή έγινε σε άλλο χώρο, στο Hucknall του Nottingham,
στο ναό της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής. Δίπλα του ετάφη η Alba - που όπως λένε ήταν κόρη του, προϊόν του παράνομου εφήμερου δεσμού του με την Claire Clairmont.

Μόλις το 1969 (145 χρόνια από το θάνατο του Μπάυρον), με ενέργειες της Ελληνικής Κυβερνήσεως το Αβαείο του Γουεστμίνστερ παραχώρησε άδεια να τοποθετηθεί στο χώρο του Αβαείου εν είδει κενοταφίου, αντίγραφο της μαρμάρινης πλάκας που σκεπάζει τον τάφο του Μπάυρον.




Ο τίτλος του Βαρόνου, μετά το θάνατο του Μπάυρον μεταβιβάστηκε σύμφωνα με το κληρονομικό δίκαιο της Αγγλίας στον εξάδελφό του, Λόρδο George Anson 7ο Βαρόνο του Byron (1789-1868) που ήταν ναύαρχος του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού.

Δ.   ΤΕΡΕΖΑ ΜΑΚΡΗ Η "ΚΟΡΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ"

Όταν επισκέφθηκε την Αθήνα ο Μπάυρον διέμενε στο μοναστήρι των Καπουτσίνων στην Πλάκα (εκεί όπου αρχίζει η οδός Αδριανού). Εκεί ίσως γνώρισε
την οικογένεια του Προκοπίου Μακρή. που εκτελούσε χρέη πρόξενου της Αγγλίας. Η οικογένεια Μακρή (ο πρόξενος με τη σύζυγό του και οι τρεις θυγατέρες τους η Μαριάνα, η Κατίγκω και η μικρή Τερέζα), έμεναν τότε στου Ψειρή σε ένα νεοκλασικό σπίτι. Εκεί φιλοξένησαν το Μπάυρον ο οποίος εντυπωσιάστηκε από την ομορφιά της Τερέζας. Σε επιστολή του προς τον φίλο του, καθηγητή Henry Drury, ο Μπάυρον αναφέρει:"Πεθαίνω από έρωτα για τρία κορίτσια της Αθήνας. Την Τερέζα, τη Μαριάνα  και τήν Κατίγκω". Και πριν ξεκινήσει για Κωνσταντινούπολη έγραψε το ποίημα "Η ΚΟΡΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ" ("MAID OF ATHENS ERE WE PART"), που το αφιέρωσε στη μικρότερη κόρη της οικογένειας, την Τερέζα,  Φαίνεται ότι μαζί με το ποίημα αυτό ο Μπάυρον εξέφρασε ανοιχτά τον έρωτά του προς την Τερέζα. Φαίνεται επίσης ότι η μικρή Τερέζα αρνήθηκε ευγενικά τις ερωτικές προτάσεις του Μπάυρον. 

Άραγε η μικρή Τερέζα Μακρή επισκέφτηκε το Μεσολόγγι όταν ο Μπάυρον βρισκόταν εκεί; Δεν το γνωρίζουμε. Το βέβαιο είναι ότι γνώρισε τον πρέσβυ της Αγγλίας στο Μεσολόγγι.(τον φιλέλληνα Jack Blanc).Αργότερα (ίσως το 1829) έφυγε μαζί του στο Λονδίνο όπου τον παντρεύτηκε. Πέθανε το 1876 σε ηλικία περίπου 80 ετών.



Η οικία της οικογένειας Μακρή στου Ψειρή κατεδαφίστηκε το 1974.

   Ο "ΜΠΑΫΡΟΝ" ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ

1.    Στις 13 Μαρτίου του 1934 το Εθνικό Θέατρο ανέβασε το έργο "ΛΟΡΔΟΣ ΜΠΑΫΡΟΝ"
      σε κείμενα Αλέκου Λιδωρίκη. Σκηνοθέτης ήταν ο Φώτος Πολίτης. Στον ρόλο του Μπάυρον ο Νίκος Δενδραμής. Τον ρόλο της Τερέζας Μακρή τον υποδύθηκε με μεγάλη επιτυχία η αξέχαστη Βάσω Μανωλίδου.

2.     Το 1992 ο Νίκος Κούνδουρος σκηνοθέτησε την ταινία "Μπάυρον - Μπαλάντα για ένα Δαίμονα". (έγχρωμο φιλμ 134΄).

 https://youtu.be/sgXOn3gYAYc

 Το Σενάριο του έργου το επιμελήθηκε ο ίδιος ο Νίκος  Κούνδουρος μαζί με τον Φώτη Κωνσταντινίδη. Την μουσική την έγραψε ο Γιάννης Μαρκόπουλος. Σκηνικά, ο Ρώσος Κωνσταντίν Φορεστένκο. Κοστούμια Διονύσης Φωτόπουλος. Τους ρόλους ερμήνευσαν οι Ρώσοι ηθοποιοί Ιγκόρ Γιασούλοβιτς, Βέρα Σοτνίκοβα, Φαρχάντ Μαχμούντοφ  και οι Έλληνες Μάνος Βακούσης, Βασίλης Λόγγος και Άκης Σακελλαρίου.
Για την ταινία αυτή του Νίκου Κούνδουρου, ο Βασίλης Ραφαηλίδης (κριτικός κινηματογράφου, 1934-2000), έγραψε στο "ΕΘΝΟΣ" στις 28-3-1992: «Ο Νίκος Κούνδουρος, εκρηχτικά ρομαντικός ο ίδιος, που κάποτε έβαλε τον επαναστατικό ρομαντισμό του στην υπηρεσία μιας επανάστασης, βρήκε στον Μπάιρον το αρχέτυπο του «επαναστατημένου ανθρώπου» - του διαρκώς επαναστατημένου στον καθ’ ημέραν βίο του. (...) Και τον μεταχειρίστηκε έτσι ακριβώς. Πληθωρικά, εκρηχτικά (...) Το δύσκολο εγχείρημα του Κούνδουρου είναι ένα κατόρθωμα.»


WILLIAM PURSER (1805-1839)Μεσσολόγγι- μερική άποψη με το σπίτι του Λόρδου Βύρωνα,υδατογραφία, 20,5 x 29 εκ.
 

Z.  ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ "ΕΙΣ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟΝ ΤΟΥ ΜΠΑΫΡΟΝ"
166 στροφές
1.
Λευτεριά, γιὰ λίγο πάψε
νὰ χτυπᾶς μὲ τὸ σπαθί.
Τώρα σίμωσε καὶ κλάψε
εἰς τοῦ Μπάιρον τὸ κορμί.

57.
Καὶ ἀναδεύονται, καὶ γέρνουν,
καὶ εἰς τὸ πρόσωπο ἱλαροί,
χεραπλώνουνε καὶ παίρνουν
ἀπὸ τὴ σπιθοβολή.
113.
Δὲν ἀκοῦς γύρου πατήματα.
Μον᾿ τὸν ἴσκιο τοῦ θωρεῖς,
ὁποῦ ἁπλώνεται στὰ μνήματα,
ἔρμος, ἄσειστος, μακρύς,
2.
Καὶ κατόπι ἂς ἀκλουθοῦνε
ὅσοι ἐπράξανε λαμπρά.
ἀποπάνου του ἂς χτυποῦνε
μόνο στήθια ἡρωικά.
58.
Ἐδῶ βλέπει ἀντρειωμένα
νὰ φρονοῦν παρὰ ποτέ.
Καὶ ὅλος ἔρωτα γιὰ σένα
προσηλώνεται εἰς ἐσέ.
114.
καθὼς βλέπεις καὶ μαυρίζει
ἴσκιος νέου κυπαρισσιοῦ,
ἂν τὴν ἄκρη του δὲν ῾γγίζει
αὔρα ζέφυρου λεπτοῦ.
3.
Πρῶτοι ἂς ἔλθουνε οἱ Σουλιῶτες,
καὶ ἀπ᾿ τὸ Λείψανον αὐτὸ
ἂς μακραίνουνε οἱ προδότες
καὶ ἀπ᾿ τὰ λόγια ὁποῦ θὰ πῶ.
59.
Τὸ πουλί, ποὺ βασιλεύει
πάνου εἰς τ᾿ ἄλλα τὰ πουλιά,
γληγορώτατα ἀναδεύει
τὰ αἰθερόλαμνα φτερά,
115.
Πές μου, Ἀνδρεῖε, τί μελετοῦνε
οἱ γενναῖοι σου στοχασμοί,
ποὺ πολληώρα ἀργοποροῦνε
εἰς τοῦ Μάρκου τὴν ταφή;
4.
Φλάμπουρα, ὄπλα τιμημένα,
ἂς γυρθοῦν κατὰ τὴ γῆ,
καθὼς ἤτανε γυρμένα
εἰς τοῦ Μάρκου τὴ θανή,
60.
τρέχει, χάνεται, καὶ πίνει
τόλμην πίνει ὁ ὀφθαλμὸς
ἀπὸ τ᾿ ἄστρον, ὁποῦ χύνει
κύματα ἄφθαρτα φωτός.
116.
Σκιάζεσαι ἴσως μὴ χουμήσουν
ξάφνου οἱ Τοῦρκοι τὸ πρωί,
καὶ τὸ στράτευμα νικήσουν,
ποὺ ἔχει ἀνίκητην ὁρμή;
5.
ποῦ βαστοῦσε τὸ μαχαίρι,
ὅταν τοῦ ῾λειψε ἡ ζωή,
μεσ᾿ στὸ ἀνδρόφονο τὸ χέρι,
καὶ δὲν τ᾿ ἄφηνε νὰ βγεῖ.
61.
Πλανημένη ἡ φαντασιά του
μέσα στὸ μέλλον τὸ ἀργό,
ποὺ προσμένει τ᾿ ὄνομά του
νὰ τὸ κάμη πλέον λαμπρό,
117.
Σκιάζεσαι τοὺς Βασιλιάδες,
ποὺ ἔχουν Ἕνωσιν Ἱερή,
μὴ φερθοῦνε ὡσὰν Πασάδες
στὸν Μαχμοὺτ ἐμπιστευτοί;
6.
Ἀναθράφηκε ὁ γενναῖος
στῶν ἁρμάτων τὴν κλαγγή.
Τοῦτον ἔμπνευσε, ὄντας νέος,
μία θεὰ μελωδική.
62.
ὁλοφλόγιστη πηδάει
εἰς σὲ μία ματιοῦ ροπή.
Στρέφει ἀπεκεὶ καὶ κοιτάει.
Ἀνεκδιήγητη ἀντηχεῖ,
118.
Ἤ σοῦ λέει στὰ σπλάχνα ἡ φύσις
μ᾿ ἕνα κίνημα κρυφό:
«Τὴν Ἑλλάδα θὲ ν᾿ ἀφήσεις,
γιὰ νὰ πᾶς στὸν Οὐρανό;»
7.
Μὲ τὲς θεῖες τὶς ἀδελφάδες
ἐστεκότουν σιωπηλή,
ἐνῶ αὐξαίνανε οἱ λαμπράδες
στοῦ Θεοῦ τὴν κεφαλή,
63.
ἀπ᾿ τοῦ κόσμου ὅλου τὰ πέρατα
τοῦ καιροῦ ἡ χλαλοή,
καὶ διηγώντας τοῦ τὰ τέρατα
τοῦ χτυπάει τὴν ἀκοή.
119.
Βγαίνει μάγεμα ἀπ᾿ τὴ στάχτη
τῶν Ἡρώων, καὶ τὸν βαστᾶ,
καὶ τὴ θέλησι τοῦ ἀδράχτει.
Τότε αἰσθάνεται μὲ μία,
8.
ποῦ ἐμελέτουνε τὴ Χτίσι.
Καὶ ὅτι ἐβγῆκε ἡ προσταγή,
ὁποῦ ἐστένεψε τὴ Φύση
αἰφνιδίως νὰ φωτιστεῖ,
64.
Ἔθνη ποὺ ἄλλα φοβερίζουν,
φωνές, θρόνοι δυνατοί.
Ἄλλοι πέφτουνε, ἄλλοι τρίζουν,
καὶ ἄλλοι ἀτάραχτοι καὶ ὀρθοί.
120.
τὴν ἀράθυμη ψυχή του,
ποὺ μὲ φλόγα ἀναζητεῖ
νὰ τοῦ σύρει τὸ κορμί του
σὲ φωτιὰ πολεμική.
9.
Μὲ τὰ μάτια ἀκολουθώντας
τὸ νεογέννητο τὸ φῶς,
καὶ σὲ δαῦτο ἀναφτερώντας,
τῆς ἐξέβγαινε ὁ ψαλμὸς
65.
Ἀπὸ φόβο καὶ ἀπὸ τρόμο,
ἀπὸ βάρβαρους δεσμούς,
ποὖναι σκόρπιοι εἰς κάθε δρόμο,
καὶ ἀπὸ μύριους ὑβρισμούς,
121.
Τοῦ πολέμου ἔνδοξοι οἱ κάμποι!
Εἶδ᾿ ἡ Ἑλλάδα τολμηρὰ
καὶ τὸ Σοφοκλῆ νὰ λάμπει
μέσα στὴν ἁρματωσιά.
10.
ἀπ᾿ τ᾿ ἀθάνατο τὸ στόμα,
καὶ ἀπομάκραινε ἡ βροντή,
ποῦ τὸ Χάος ἔκανε ἀκόμα
στὴν ὀγλήγορη φυγή,
66.
βγαίνει, ἀνάμεσα στοὺς κρότους
τῶν γενναίων ποὺ τὴν παινοῦν,
καὶ κοιτοῦνται ἀνάμεσό τους
γιὰ τὸ θαῦμα ποὺ θωροῦν,
122.
Καὶ εἶδε Αὐτόν, ποὺ παρασταίνει
μαζωμένους τοὺς Ἑφτὰ
στὴν ἀσπίδα αἱματωμένη,
ὅπου ὠρκόνονταν φριχτά.
11.
ἕως ποὺ ὁλόκληρον ἐχάθη
στοῦ Ἔρεβου τὴ φυλακή,
ὅπου ἁπλώθηκε καὶ ἐστάθη
σὰν στὴν πρώτη του πηγή.
67.
μία γυναίκα, ποὖχε βάλει
μὲς στὰ βάσανα ὁ καιρός,
ξαναδείχνοντας τὰ κάλλη
ποὺ τῆς ἔσβησε ὁ ζυγός,
123.
Ἐτραγούδααν προθυμότερα
τὲς ὠδὲς τοῦ τὰ παιδιά,
καὶ αἰσθανότανε ἀντρειότερα
στὴν ἀνήλικη καρδιά.
12.
- Ψάλλε, Μπάιρον, τοῦ λαλοῦσε,
ὅσες βλέπεις ὀμορφιές.
καὶ κειός, ποὺ ἐκρυφαγροικοῦσε
ἀνταπόκριση μ᾿ αὐτές,
68.
μόνον ἔχοντας γιὰ σκέπη
τὰ τουφέκια τὰ ἐθνικά,
καὶ τὸ χαίρεται νὰ βλέπει
πὼς καὶ Αὐτὸς τὴν ἀκλουθᾶ.
124.
Καὶ τὰ μάτια τοὺς γελοῦσαν,
μάτια μαῦρα ὡς τὴν ἐλιά.
Τῶν μορφῶν, ὁποῦ βαστοῦσαν
τραγουδώντας τὲς γλυκά.
13.
βάνεται, τὲς τραγουδάει
μ᾿ ἕνα χεῖλο ἁρμονικό,
καὶ τὰ πάθη ἔτσι στοῦ ῾γγιάει,
ποὺ τραγούδι πλέον ψηλό,
69.
Ἄχ! συνέρχεται... ξανοίγει
Ἐρινύαν φαρμακερή,
ὁποῦ ἀγιάτρευτην ἀνοίγει
τῆς Ἑλλάδας μίαν πληγή.
125.
Στὴ φωτιά! καὶ θρέφει ἐλπίδα
νὰ νικήσει, νὰ ἠμπορεῖ
νὰ ἐπιστρέψει στὴν Πατρίδα,
τὸ κοράσιό του νὰ εὑρεῖ.
14.
δὲν ἀκούστηκεν, ἀπ᾿ ὦτα
ἔψαλ᾿ ὁ Ἄγγλος ὁ τυφλὸς
τ᾿ ἀγκαλιάσματα τὰ πρῶτα
ποὺ ἔδωσ᾿ ἄντρας γυναικός.
70.
Ἐρινύαν ἀπὸ τὰ χθόνια
ποὺ ἡ Ἑλλάδα ἀπαρατᾷ.
Ἡ θεομίσητη Διχόνοια
ποὺ τὸν ἄνθρωπο χαλνᾶ.
126.
Νὰ τοῦ λέγει μ᾿ ἕνα δάκρυ:
«Χαίρου, τέκνο μου ἀκριβό,
εἰς τοῦ στήθους μου τὴν ἄκρη
ἐλαβώθηκα καὶ ἐγώ.
15.
Συχνὰ ἐβράχνιασε ἡ μιλιά του
τραγουδώντας λυπηρά,
πῶς στὸν ἥλιον ἀποκάτου
εἶναι λίγη ἐλευθεριά.
71.
Ἀφοῦ ἐδιώχτηκε ἀπὸ τ᾿ ἄστρα
ὅπου ἐτόλμησε νὰ πά,
πάει στοὺς κάμπους, πάει στὰ κάστρα,
χωρὶς ναὔβρῃ δυσκολιά.
127.
Βάλε, φῶς μου, τὴν παλάμη
εἰς τὰ στήθια τοῦ πατρός.
Νά, τὴν ζώνη ποὺ ἔχει κάμει
κόρη τούρκισσα τοῦ ἀντρός».
16.
«Κάθε γῆ» παραπονιέται
«ἐσκλαβώθηκε - εἶναι μία,
ὅπου ὁ ἄνθρωπος τιμιέται,
ἀπὸ δώθενε μακριά;
72.
Καὶ κρατώντας κάτι φίδια
ποὺ εἶχε βγάλει ἀπ᾿ τὴν καρδιά,
καὶ χτυπώντας τὰ πιτήδεια
εἰς τοὺς Ἕλληνας, περνᾶ.
128.
Καὶ τὸ πέλαγο ἀγναντεύει
ἴσως τώρα ἡ κορασιά,
καὶ ξεφάντωση γυρεύει
μὲ τραγούδια τρυφερά.
17.
Τὴν ὁποία χτυπάει τὸ νάμα
σύνορα τ᾿ Ἀτλαντικό.
μετανιώνει ἐν τῷ ἅμα
ὅποιος πάει μὲ στοχασμό,
 73.
Καὶ ὄχι πλέον τραγούδια νίκης
ὡσὰν πρῶτα, ἐνῶ τυφλά,
μὲ τὸ τρέξιμο τῆς φρίκης,
τούρκικα ἄλογα πολλά,
129.
«Τὸν γονιό μου, Πρόνοια Θεία,
κᾶμε τόνε νικητή,
εἰς τὰ χώματα, στὰ ὁποῖα
ἡ γυναίκα ἀπαρατεῖ
18.
τὴ γλυκειὰν Ἐλευθερία
νὰ τὴν βλάψει ἀπὸ κοντά.
τὸ δοκίμασεν ἡ Ἀγγλία!
κανεὶς πλέον ἂς μὴν κοτᾶ».
74.
ἐτσακίζανε τὰ χνάρια
στὴν ἀπέλπιστη φυγή,
καὶ ἐγκρεμίζαν παλληκάρια
τοῦ γκρεμνοῦ ἀπὸ τὴν κορφή.
130.
τὰ στολίδια, τὸν καθρέφτη,
καὶ ἀποκάτου ἀπ᾿ τὸ βυζὶ
ζώνεται ἅρματα, καὶ πέφτει
ὅπου κίνδυνο θωρεῖ.
19.
Καὶ ὅτι βούλεται νὰ φύγει
ἐκεῖ πέρα ὁ Ποιητής,
ἀνεπόλπιστα ξανοίγει
ἐσὲ ἐδῶ νὰ πεταχτεῖς.
75.
Ὄχι, πλέον, ὄχι τὰ δυνα-
τὰ στοιχεῖα νὰ μᾶς θωροῦν,
καὶ νὰ ὀργίζωνται καὶ ἐκεῖνα
καὶ γιὰ μᾶς νὰ πολεμοῦν.
131.
Κᾶμε Ἐσὺ μὲ τὴν μητέρα
τὴ γλυκειά μου νὰ ἑνωθεῖ
ἔλα γρήγορα, πατέρα,
ὅλη ἡ Ἀγγλία σὲ καρτερεῖ.
20.
Ἐπετάχτηκες: Μονάχη.
Χωρὶς ἄλλος νὰ σοῦ πεῖ.
Τώρα ἀρχίνησε τὴ μάχη,
κι ἐγὼ πλάκωσα μαζί.
76.
Ἀλλὰ πάει στοὺς νόας μία θέρμη,
ποὺ εἶναι ἀλλιώτικη ἀπ᾿ αὐτή,
ὁποῦ ἐσκόρπισε στὴν ἔρμη
Χίο τοῦ Τούρκου ἡ ῾πιβουλή,
132.
Τὸ καράβι πότε ἀράχνει
εἰσὲ θάλασσα ἀγγλική;
Μοῦ σπαράζουνε τὰ σπλάχνη,
ὁποῦ μοῦ ἔκανες ἐσύ.
21.
Νὰ σ᾿ τὸ πεῖ, καὶ νὰ σὲ ρίξει
στῶν Τουρκῶν τὲς τουφεκιὲς
ἀσυντρόφιαστη, ἂν ξανοίξει
τὲς περίστασες δεινές,
77.
ὅταν τόσοι ἐπέφταν χάμου,
καὶ μὲ λόγια ἀπελπισιᾶς,
κόψε με, ἔλεγαν, Ἀγᾶ μου,
καὶ τοὺς ἔκοβεν ὁ Ἀγᾶς
133.
Πές, πότ᾿ ἔρχεσαι;»... Ὁλοένα
εἰν᾿ τὸ πλοῖο του στὰ νερά,
ποὺ φλοισβήζουνε σχισμένα,
καὶ ποσῶς δὲν τ᾿ ἀγροίκα.
22.
κι ἂν τὲς εὕρει εὐτυχισμένες,
νά ῾λθει ἀντὶς γιὰ τὸν ἐχθρό,
μ᾿ ἄλλες ἅλυσες φτειασμένες
ἀποκάτου ἀπ᾿ τὸ Σταυρό,
78.
Ὅμως θέρμη. Ποῖος ὑβρίζει
τὸν καλύτερο, καὶ ποιὸς
λόγια ἀνόητα ψιθυρίζει.
Ἄλλος στέκεται ὀκνηρός.
134.
Ποῖος, ἀλίμονον! μᾶς δίνει
μίαν ἀρχὴ παρηγοριᾶς;
Ἀπ᾿ αὐτὸν δὲ θὲ νὰ μείνει
μήτε ἡ στάχτη του μέ μας.
23.
ποὖχε λάβει στὲς ἀγκάλες
ἀπὸ μᾶς, κι εἶχε θεούς,
ἀστραπές, ἀνεμοζάλες,
καὶ βροντὲς καὶ ποταμούς.
79.
Ἄλλος παίρνει τὸ ποτήρι
ἀποκάτου ἀπ᾿ τὴν ἐλιά,
ὡσὰν νάτουν πανηγύρι,
μὲ τὰ πόδια διπλωτά.
135.
Θὰ τὴν ἔχουν ἄλλοι!... Ὤ! σύρε,
σύρε, Μπάϋρον, στὸ καλό.
Ὕπνος ἔξαφνα σὲ πῆρε,
ποὺ δὲν ἔχει ξυπνημό.
24.
Μόνον τ᾿ ἀδικοσφαγμένα
τὰ παιδιά σου, στριμωχτά,
μὲ τὰ χέρια τσακισμένα
σὲ ἐσπρώξαε ὀμπροστά,
80.
Καὶ ἄλλοι, ἀλίτηροι! χτυπώντας
πέφτουνε στὸν ἀδελφό,
καὶ παινεύονται, θαρρώντας
πῶς ἐχτύπησαν ἐχθρό.
136.
Εἶναι ἀδιάφορο, δὲ βλάβει,
ἂν ἐκεῖ σιμοτινὸ
πλέξει ἢ τούρκικο καράβι,
ἢ καράβι ἑλληνικό.
25.
καὶ Σὺ ἐχύθηκες, πετώντας
μία ματιὰ στὸν Οὐρανό,
ποῦ τὰ δίκια σου θωρώντας,
ἀποκρίθηκε: Εἶμ᾿ ἐδῶ.
81.
Καὶ τοὺς φώναξε: «Φευγᾶτε
τῆς Ἐρινύας τὴν τρικυμιά.
Ὤ! τί κάνετε; Ποῦ πάτε;
Γιὰ φερθεῖτε εἰρηνικά.
137.
Ἄκου, Μπάϋρον, πόσον θρῆνον
κάνει, ἐνῶ σὲ χαιρετᾶ,
ἡ πατρίδα τῶν Ἑλλήνων.
Κλαῖγε, κλαῖγε, Ἐλευθεριά.
26.
Καὶ χτυπώντας ξεθυμαίνει
εἰς τὸ πέλαγο, εἰς τὴ γῆ,
ἡ ρομφαία σου πυρωμένη
ὂχ τὴν Ἄπλαστη Φωνή.
82.
»γιατί ἀλλιῶς θὲ νὰ βρεθεῖτε
ἢ μὲ ξένο βασιλιά,
ἢ θὰ καταφανισθεῖτε
ἀπὸ χέρια ἀγαρηνά».
138.
Γιατί ἐκείτοταν στὴν κλίνη,
καὶ τοῦ ἐβάραινε πολὺ
πῶς γιὰ πάντα εἶχε νὰ μείνει,
καὶ ἀπὸ Σὲ νὰ χωριστεῖ.
27.
Καὶ θαυμάσια τόσα πράχτει,
ὁποῦ οἱ Τύραννοι τῆς γῆς
σ᾿ ἐσὲ κίνησαν μὲ ἄχτι,
ὅμως ἔστρεψαν εὐθύς.
83.
Ἀφοῦ ἐδῶ στὴν παλαιά σου
κατοικία καὶ ἄλλη φορὰ
μὲ διχόνοιες τὰ παιδιά σου
σοὺ ἑτοιμάσανε ἐξοριά,
139.
Ἀρχινάει τοῦ ξεσκεπάζει
ἄλλον κόσμο ὁ λογισμὸς
καὶ κάθε ἄλλο σκοταδιάζει,
καὶ τοῦ κρύβεται ἀπ᾿ ἐμπρός.
28.
Χαῖρε! Κι ὅποιος σὲ μισάει,
καὶ πικρὰ σὲ λοιδορεῖ,
εὐτυχιὰ νὰ πιθυμάει,
καὶ ποτὲ νὰ μὴ τὴν δεῖ.
84.
ἀπὸ τότες ὁποῦ ἐσώθη
στὴν Ἑλλάδα ὁ Στρατηγός,
ὁποῦ ὁ Ἕλληνας εἰπώθη
καὶ τώρα ὄχι ὁ στερινός,
140.
Ἀλλὰ ἀντίκρυ ἀπὸ τὰ πλάσματα
τοῦ νοὸς τὰ ἀληθινά,
τοῦ προβαίνουν δυὸ φαντάσματα
ὁλοζώντανα καὶ ὀρθά.
29.
καὶ νὰ κλαίει πὼς ἦλθε ἡ ὥρα
ἡ πατρίς του νὰ δεθεῖ
μὲ τὰ σίδερα, ποὺ τώρα
πᾶς συντρίβοντας Ἐσύ.
85.
ἕως ποὺ ὁ κόσμος ἐβαστοῦσε
τὸν ἀπάνθρωπον Ἀλή,
ποὺ ὅσον αἷμα καὶ ἂν ρουφοῦσε
τόσο ἐγύρευε νὰ πιεῖ.
141.
Ἡ ἀκριβή του θυγατέρα,
καθὼς ἔμεινε μικρή,
ἐνῶ ἡ τύχη τὸν πατέρα,
ἐκαλοῦσε ἀλλοῦ, καὶ Ἐσύ,
30.
Χαίρου ὡστόσο ὅλους τοὺς τόπους,
ποῦ ἐξανάλαβαν γοργὰ
πάλι ἐλεύθερους ἀνθρώπους.
Καὶ τοῦ Μπάϋρον τὴ χαρά.
86.
Ἐπερνοῦσαν οἱ αἰῶνες
ἢ σὲ ξένη ὑποταγή,
ἢ μὲ ψεύτικες κορῶνες,
ἢ μὲ σίδερα καὶ ὀργή.
142.
Ἐσύ, θεία τοῦ ἀνθρώπου εἰκόνα,
μὲ τὰ φέγγη σου, καὶ αὐτὴ
ὅπου σ᾿ ἔφθανε στὸ γόνα
μὲ τὴν ὤρια κεφαλή,
31.
Χαίρου, ἀνάμεσα στὰ ἄλλα
πράγματα ποὺ σὲ τιμοῦν.
Οἱ μεγάλοι τὰ μεγάλα,
ποῦ τοὺς μοιάζουνε, ἀγαποῦν.
87.
Καὶ ἦλθε τότες καὶ ἐπερπάτει
ὅπου ἐπάταγες Ἐσύ,
καὶ τοῦ δάκρυζε τὸ μάτι,
καὶ ἐπιθύμαε νὰ Σὲ ἰδεῖ.
143.
γιὰ λίγη ὥρα τοῦ σηκώνεται
τοῦ ἄλλου κόσμου τὴ θωριά,
καὶ σ᾿ ἐσᾶς ἀντισηκώνεται
μὲ τὴν πρόθυμη ἀγκαλιά.
32.
Βλέποντας σὲ ἀναγαλλιάζει
ἡ θλιμμένη τοῦ ψυχή,
καὶ τοῦ λέει. Ὄπλα φωνάζει
τώρα ἡ Ἑλλάδα. Πᾶμε ἐκεῖ.
88.
κι ἔλεε: πότε ἔρχεσαι πάλι!
Καὶ δὲν εἶναι ἀληθινό,
πῶς μας εἶχε ἀδικοβάλει
μὲ βρισιὲς καὶ μὲ θυμό.
144.
Ἔτσι ὁ Ἄνθρωπος τοῦ Αἰῶνος,
ὅταν ἔπαυε νὰ ζεῖ,
καθὼς ἤθελεν ὁ φθόνος,
σ᾿ ἕνα ἀγνώριστο νησί,
33.
Καὶ κινάει νὰ σ᾿ ἀπαντήσει
καὶ ἡ Φήμη τοῦ Ποιητοῦ,
ποῦ τὸν κόσμο εἶχε γυρίσει,
καὶ τὴ δέχτηκαν παντοῦ,
89.
Ἐζωγράφιζαν οἱ στίχοι
τὸν γαλάζιον οὐρανό,
καὶ ἐκλαιόνταν μὲ τὴν τύχη
καὶ μὲ τ᾿ ἄστρο τὸ κακό,
145.
καὶ εἶχε μάρτυρα εἰς τὸ βράχο
τοῦ Θεοῦ τὸν ὀφθαλμό,
καὶ τριγύρω τοῦ μονάχο
τοῦ πελάου τὸ γογγυτό.
34.
μπροστοπάταε, νὰ σὲ κράξει
μὲ ὄνομα τόσο γλυκύ,
ποὺ ὅποιο μάτι σὲ κοιτάξει
σὲ ξανοίγει πλέον σεμνή.
90.
εἰς τὸ ὁποῖον ἔχει νὰ σκύψει
κάθε δύναμη θνητή,
καὶ ἡ πατρίδα του νὰ στρίψει
παντελῶς δὲν ἠμπορεῖ.
146.
Ἐνῶ ἀνάδινε ἡ ψυχῆ του
μόνους ἄφησε νὰ ἐλθοῦν
ἡ Γαλλία καὶ τὸ παιδί του
πρὸς τὰ μάτια, πρὶν σβησθοῦν.
35.
Τὸν ἀκολούθησεν ὁ πλοῦτος,
θεῖος στὰ χέρια τοῦ καλοῦ,
καὶ κακόπραχτος, ἂν οὕτως
καὶ εἶν᾿ στὰ χέρια τοῦ κακοῦ.
91.
Τώρα ἀθάμπωτη ἔχει δόξα,
καὶ μὲ φέρσιμο τερπνὸν
βλέπει ἀδύνατα τὰ τόξα
τῶν ἀντίζηλων ἐθνῶν.
147.
Καὶ ὄχι ἡ μοίρα, ὁποῦ σαράντα
νίκες τοῦ ἄδραξε ἡ σκληρή,
καὶ βαρύτερη εἶναι πάντα
σὲ καρδιὰ βασιλική.
36.
Μ᾿ ἕνα βλέμμα ὁποῦ φονεύει
τὰ φρονήματα τὰ αἰσχρά,
τρομερὴ τὸν συντροφεύει,
στέκοντάς του εἰς τὴ δεξιά.
92.
Καὶ λαοὺς ἁλυσοδένει,
καὶ εἰς τὰ πόδια τοὺς πατεῖ,
καὶ τὸ πέλαγο σωπαίνει
ἂν τοῦ σύρει μία φωνή.
148.
Ὄχι ἡ δόξα ἡ περασμένη,
ποὺ μὲ βία πολεμικὴ
τοῦ ἔδειχνε τὴν Οἰκουμένη,
λέγοντάς του: Ἀκαρτέρει,
37.
Καὶ ὄντας ἄφαντη στοὺς ἄλλους,
τοῦ Ἀλκαίου ἡ σκιά,
καὶ τοὺς ὤμους τοὺς μεγάλους
λίγο γέρνοντας, κρυφά,
93.
Τέχνες, ἅρματα, σοφία,
τῆνε κάνουν δοξαστῆ,
ὅμως θὰ βροῦνε εὐκαιρία
νὰ τὴ φθείρουνε οἱ καιροί,
149.
Στὴν ταφή του μὲ τὴν πάχνη
χύν᾿ ἡ βρύση τὸ νερό,
ποὺ τοῦ δρόσισε τὰ σπλάχνη,
εἰς τὸ ψυχομαχητό.
38.
λόγια ἀθάνατα τοῦ λέει,
μὲ τὰ ὁποῖα στὰ σωθικὰ
τὸ θυμό του ξανακαίει
ἐναντίον στὴν ἀδικιά.
94.
καὶ νὰ ἰδῆ τὸ ριζικό της
καθὼς εἶναι ἡ καταχνιά,
ποὺ εἰς τὸ κλίμα τὸ δικό της
κρύβει τὴν ἀστροφεγγιά.
150.
Τὲς ἡμέρες, ὁποῦ ἂν μόνο
τ᾿ ὄνομά του ἤθελε πεῖς,
ὁλογόστευαν στὸ θρόνο
τὴν αὐθάδεια οἱ βασιλεῖς,
39.
θυμόν, τρόμο ὅλον γεμάτον,
ποῦ νικάει τὴν ταραχὴ
τῶν βροντόκραυγων ἁρμάτων,
καὶ πετιέται ὁλοῦ μὲ ὁρμή,
95.
«Ποῦ εἶν᾿, θὰ λένε σαστισμένοι,
τὸ Λεοντάρι τὸ Ἀγγλικό;
Εἶναι ἡ χήτη τοῦ πεσμένη,
καὶ τὸ μούγκρισμα βουβό».
151.
κατά μας καὶ Αὐτὸς ἀκόμη
εἶχε ρίξει μία ματιά.
Εἶναι ἡ δάφνη ὡραῖα στὴν κόμη,
ὅταν φέρνει ἐλευθεριά.
40.
καὶ τοῦ τύραννου χτυπάει
τὴ βουλή, καὶ τὴν ξυπνά,
στὴ στιγμὴ ποὺ μελετάει
τῶν λαῶν τὴ συμφορά.
96.
Ἀλλ᾿ ἡ Ἑλλὰς νὰ ξαναζήσει
ἦταν ἄξια, καὶ νὰ ἰδεῖ
ὁ ἐρχομὸς νὰ τὴν τιμήσει
τοῦ ὑψηλότατου Ποιητή.
152.
Ὤ! νὰ μάθαινε ὁ Μεγάλος
πόσην ἔδειξε χαρὰ
ἀγροικώντας ἕνας Γάλλος:
ἐχαθῆκαν τὰ Ψαρά.
41.
Μόνον ἄκουε τοῦ Κοράκου
τῆς Αὐστρίας τὸ κραυγητό,
ποῦ δὲν ἔκρωζε τοῦ κάκου,
καὶ ἐπεθύμαε τὸ κακό.
97.
Ἔστεκε στὸ μισημένο
τὸ ζυγὸ μ᾿ ἀραθυμιά.
Τὸ ποδάρι εἶχε δεμένο,
ἀλλὰ ἐλεύθερη καρδιά.
153.
Φωνὴν τρόμου ἡ Ἑλλάδα σύρνει,
σύρνει, καὶ ἔπειτα σιωπεῖ.
Ὅμως κρότους μὲς στὴ Σμύρνη
ὅλη ἡ νύχτα ἠχολογεῖ.
42.
Ὁμοίως ἔστρεφεν ἡ Μοίρα,
ποῦ εἶχε πάντοτε σταθεῖ
μές᾿ στῆς Κόλασης τὴ θύρα
μὲ τὸ κρίμα ἀνταμωτή,
98.
Ἐκαθότουνε εἰς τὰ ὄρη
ὁ Σουλιώτης ξακουστός.
Νὰ τὸν διώξει δὲν ἠμπόρει
πείνα, δίψα, καὶ ἀριθμός.
154.
Νά, ἀνθοστόλιστο τραπέζι.
Δὲν εἶν᾿ γέννημα Τουρκῶν,
ὁποῦ τρώοντας περιπαίζει
τὴν ἀντρεία τῶν Ψαριανῶν.
43.
ἔστρεφε κατὰ τὴ Χτίση,
γιατί ἐμύριζε νεκρὴ
μυρωδιά, ποὺ χὲ σκορπίσει
ἡ πικρὴ μεταβολή.
99.
Συχνὰ σπώντας τὰ θηκάρια
μὲ τὰ χέρια τὰ λιγνά,
ὁρμοῦν σ᾿ ἄπειρα κοντάρια.
Τὲς γυναῖκες τῶν συχνά,
155.
Μύρια λόγια, γέλια μύρια,
καὶ χτυποῦν τὰ φωτερὰ
στὰ ὁλογέμιστα ποτήρια,
καὶ στὰ γέλια τὰ τρελλά.
44.
Καὶ ἀπὸ τ᾿ ἄπειρο διάστημα
ἀντισήκωνε ψηλὰ
τὸ μιαρό της τὸ ἀνάστημα,
νὰ χαρεῖ τὴ μυρωδιά.
100.
μεγαλόψυχα τραβάει
τὸν ἴδιον αἴσθημα τιμῆς,
ποὺ κοιτώντας τὸν Κομβάϋ
εἶχε ὁ ἀνδρεῖος Τραγουδιστής.
156.
Μὲ ἁρμονίες τοὺς κράζει ἡ λύρα,
καὶ ἐπετάχτηκαν ὁμού,
λυσσιασμένοι ἀπὸ τὴν πύρα
τῆς χαρᾶς καὶ τοῦ κρασιοῦ.
45.
Στὴν Ἑλλάδα χαροκόπι.
Γιατί Ἐκεῖνον, ποὺ ζητεῖ,
βλέπει νάρχεται, καὶ οἱ τόποι
ποὺ ἡ σκλαβιὰ καταπατεῖ,
101.
Τὲς ἐμάζωξε εἰς τὸ μέρος
τοῦ Τσαλόγγου τὸ ἀκρινὸ
τῆς ἐλευθεριᾶς ὁ ἔρως
καὶ τὲς ἔμπνευσε χορό.
157.
Καὶ χορεύουνε τριγύρου...
Γειά σας, Γάλλοι εὐγενικοί!
Εἶν᾿ τὰ χώματα τοῦ Ὁμήρου
ποὺ τὸ πόδι σας πατεῖ!
46.
χαμηλὴ τὴν κεφαλήν τους,
ἀγροικώντας τὴ βουή,
ἐδακρύζαν, καὶ οἱ δεσμοί τους
τοὺς ἐφάνησαν διπλοί.
102.
Τέτοιο πήδημα δὲν τὸ εἶδαν
οὔτε γάμοι, οὔτε χαρές,
καὶ ἄλλες μέσα τους ἐπήδαν
ἀθωότερες ζωές.
158.
Γιατί μες᾿ στ᾿ ἀχρεία τους σπλάχνη
τὸ φαγὶ καὶ τὸ ποτὸ
σὲ φαρμάκι δὲν ἀλλάχνει,
νὰ τοὺς φάει τὸ σωθικό;
47.
Ἀλλὰ ἀμέσως ὅλοι οἱ ἄλλοι
ποῦ εἶχαν ἐλευθερωθεῖ,
καὶ ἔχουν δάφνη στὸ κεφάλι
ποῦ δὲν θέλει μαραθεῖ,
103.
Τὰ φορέματα ἐσφυρίζαν
καὶ τὰ ξέπλεκα μαλλιά,
κάθε γύρο ποὺ ἐγυρίζαν
ἀπὸ πάνου ἔλειπε μία.
159.
Καὶ ἀπ᾿ τὴ μάνητα ν᾿ ἀνάψει
ἀρμοδιώτερος χορός,
τὸν ὁποῖον μόνος νὰ πάψει
σκληρὸς θάνατος καὶ ἀργός,
48.
τὲς σημαῖες τοὺς ξεδιπλώνουν,
καὶ τὲς δάφνες ποὺ φοροῦν
χαιρετώντας τὸν σηκώνουν,
καὶ μ᾿ αὐτὲς τὸν προσκαλοῦν.
104.
Χωρὶς γόγγυσμα κι ἀντάρα
πάρα ἐκείνη μοναχά,
ὁποῦ ἔκαναν μὲ τὴν κάρα,
μὲ τὰ στήθια, στὰ γκρεμά.
160.
γιὰ ν᾿ ἀρχίσουν τὴ χαρά τους,
ὄντας φάσματα ἐλαφρά,
ἐμπροστὰ στὸ βασιλιά τους,
καὶ στὸ Μπάϋρον ἐμπροστά,
49.
Ποῦ θὰ πάει; Βουνὰ καὶ λόγγοι
καὶ λαγκάδια ἀϊλογοῦν.
Ποῦ θὰ πάει; - Στὸ Μεσολόγγι,
καὶ ἄλλοι ἂς μὴ ζηλοφθονοῦν.
105.
Στὰ ἴδια ὅρη ἐγεννηθῆκαν
καὶ τὰ ἀδάμαστα παιδιά,
ποὺ τὴν σήμερο ἐχυθῆκαν
πάντα οἱ πρῶτοι στὴ φωτιά.
161.
ὁποῦ φθάνοντας κεῖ κάτου
ἴσως τούμεινε ὡς ἐκεῖ
ἡ ἀέρινη ἀγκαλιά του,
σὰν πρωτύτερα, ἀνοιχτή!
50.
Τέτοιο χῶμα, ἀπ᾿ τὴν ἡμέρα
τὴ μεγάλη του Χριστοῦ,
ποῦ εἶχε φέρει ἀπ᾿ τὸν αἰθέρα
τιμὴ ἐμᾶς καὶ δόξα Αὐτοῦ,
106.
Γιατί, ἀλίμονον! γυρίζοντας
τοὺς ηὖρε ὁ Μπάϋρον σκυθρωπούς;
Ἐγυρεύανε δακρύζοντας
τὸν πλέον ἔνδοξο ἀπ᾿ αὐτούς.
162.
Τόνε βλέπω! Τοῦ προβαίνουν
ἄλλα φάσματα γοργά,
ποὺ ἀκατάπαυστα πληθαίνουν
σφόδρα, καὶ εἶναι Ἑλληνικά.
51.
εἰς ἱερὸ προσκυνητάρι,
καὶ δὲ θέλει πατηθεῖ
ἀπὸ βάρβαρο ποδάρι,
πάρεξ ὅταν χαλαστεῖ.
107.
Ὅταν στῆς νυχτὸς τὰ βάθη
τὰ πάντα ὅλα σιωποῦν,
καὶ εἰς τὸν ἄνθρωπο τὰ πάθη,
ποῦναι ἀνίκητα, ἀγρυπνοῦν,
163.
Γιὰ τὴν ποθητὴν Ἑλλάδα
τόσο πρόθυμα ρωτοῦν,
σὰν νὰ ἐζήτααν τὴ γλυκάδα
τοῦ φωτὸς νὰ ξαναϊδοῦν.
52.
Δὲν ἦταν τὴ μέρα τούτη
μοσχολίβανα, ψαλμοί.
Νά, μολύβια, νά, μπαρούτι,
νά, σπαθιῶν λαμποκοπή.
108.
καὶ γυρμένοι εἰς τὸ πλευρό τους
οἱ στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ,
μύρια βλέπουν στ᾿ ὄνειρό τους
ξεψυχίσματα τοῦ ἐχθροῦ,
164.
Κλάψες ἄμετρα χυμένες,
χέρια ἁπλότρεμα, κραυγές,
ποὺ ἀπ᾿ τ᾿ς ἀντίλαλους πωμένες
εἶναι πλέον τρομαχτικές.
53.
Στὸν ἀέρα ἀνακατώνονται
οἱ σπιθόβολοι καπνοί,
καὶ ἀπὸ πάνου φανερώνονται
ἴσκιοι θεῖοι πολεμικοί.
109.
αὐτὸς ἄγρυπνος στενάζει,
καὶ εἰς τὴν πλάκα τὴν πικρή,
ποὺ τὸν Μπότσαρη σκεπάζει,
γιὰ πολλὴ ὥρα ἀργοπορεῖ.
165.
Κειὸς σεβάσμια προχωρώντας,
καὶ μὲ ἀνήσυχες ματιές,
τὰ προσώπατα κοιτώντας,
καὶ κοιτώντας τὲς πληγές:
54.
Καὶ εἶναι αὐτοί, ποὺ πολεμώντας
ἐσκεπάσανε τὴ γῆ,
πάνου εἰς τ᾿ ἅρματα βροντώντας
μὲ τὸ ἐλεύθερο κορμί.
110.
Ἔχει πλάγιασμα θανάτου
καὶ ἄλλος ἄντρας φοβερὸς
εἰς τὰ πόδια τοῦ ἀποκάτου,
καὶ εἶναι ἀντίκρυ τοῦ ὁ ναός.
166.
«Ἡ Διχόνοια κατατρέχει
τὴν Ἑλλάδα. Ἂν νικηθεῖ,
ΜΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΧΕΙ,
τ᾿ ὄνομά σας ξαναζεῖ».
55.
Καὶ ἀγκαλιάσματα ἐκεῖ πλήθια,
δάφνες ἔλαβαν, φιλιά,
ὅσα ἐλάβανε εἰς τὰ στήθια
βόλια τούρκικα, σπαθιά.
111.
Ἀκριβὸ σὰν τὴν ἐλπίδα
ποὺ ἔχει πάντοτε ὁ θνητός,
γλυκοφέγγει ἀπ᾿ τὴ θυρίδα
τῆς Ἅγιας Τράπεζας τὸ φῶς.
56.
Ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ πολεμάρχοι
περιζώνουνε πυκνοὶ
τὴν ψυχὴ τοῦ Πατριάρχη,
ποὺ τὸν πόλεμο εὐλογεῖ.
112.
Μέσαθε ἔπαιρνε ὁ ἀέρας
μὲ δροσόβολη πνοὴ
τὸ λιβάνι τῆς ἡμέρας,
καὶ τοῦ τόφερνε ὡς ἐκεῖ.



A. ETHIOU Προσωπογραφία του Λόρδου Βύρωνα,1829, χαλκογραφία, 19,5 x 15,5 εκ.