Σελίδες

Translate

Τρίτη 15 Απριλίου 2014

Φιλέλληνες

"Η Κατάρα της Αθηνάς" Λόρδος Βύρων

 

 

Μετά τους βανδαλισμούς και τις κλοπές των θαυμαστών γλυπτών του Παρθενώνα από τον αρχαιοκάπηλο Λόρδο ΄Ελγιν και την φυγάδευσή τους στην Βρετανία, ο φιλέλλην και μετέχων της κλασσικής ελληνικής παιδείας Λόρδος Βύρων, έγραψε το ακόλουθο ποίημα, στο οποίο δεν διστάζει και να στηλιτεύσει την θρασύτατη κίνηση του ΄Ελγιν να χαράξει στις ιερά προπύλαια το όνομά του καθώς και της συζύγου του :
                                                           

Μεγαλόπρεπα κι αγάλια τώρα ο ήλιος κατεβαίνει
πάνω στου Μοριά τους λόφους με θωριά χαριτωμένη·
όχι όπως εις τις χώρες του βορρά, σκοτεινιασμένος,
αλλ' αστραφτερός σαν φλόγα, ζωντανός, φωτολουσμένος.
Στα βαθιά νερά μια ρίχνει απαλή, χρυσή αχτίνα
και το πράσινο χρυσώνει, το ρυτιδωμένο κύμα.
Και στης Αίγινας το βράχο τον αρχαίο και στην Ύδρα
ο θεός του κάλλους βάζει του φιλιού του τη σφραγίδα.
Πάνω απ' το βασίλειό του ρίχνει τη φωτοχυσία,
αν κι ο κόσμος έχει πάψει να του κάνει πια θυσία.
Των κοφτών βουνών οι ίσκιοι μες στον κόλπο σου ριγμένοι,
τον φιλούν και τον χαϊδεύουν, Σαλαμίνα δοξασμένη!
Οι γαλάζιες τους οι άκρες μες στην απεραντοσύνη
βάφονται σαν την πορφύρα που ο βασιλιάς τη ντύνει.
Απαλά τα χρώματά του πάνω στις κορφές τα ρίχνει
και στολίζει ό,τι αγγίζει με τα χρυσαφένια ίχνη.
Ώσπου ο ήλιος, χαιρετώντας την πανώρια τούτη πλάση,
πίσ' απ' των Δελφών τα βράχια κρύβεται για να πλαγιάσει.
Τέτοιο, Αθήνα μου, ένα δείλι ήτανε που ο σοφός σου
εχαιρέτησε για πάντα τα' απαλό, το χρυσό φως σου.
Με τι θλίψη οι καλοί σου οι πολίτες τη στερνή του
την αχτίδα την κοιτούσαν που 'παιρνε και την πνοή του...
Όχι ακόμα, όχι ακόμα, στα βουνά ο ήλιος μένει,
ειν' απρόθυμος να δύσει και ακόμα περιμένει.
Αλλά πριν στου Κιθαιρώνα την κορφή να γείρει, πίνει
το πικρό ποτήρι ο γέρος και το πνεύμα παραδίνει.
Κι έφυγε η ψυχή που τα 'χε όλα περιφρονημένα,
που 'χε ζήσει και πεθάνει έτσι σαν άλλου κανένα.
Αλλά και στον κάμπο η νύχτα η βασίλισσα προβαίνει
απ' του Υμηττού τα ύψη, δίχως όμως να υγραίνει
το ωραίο πρόσωπό της και να προμηνάει μπόρα.
Στη μαρμάρινη κολόνα τα φιλιά του στέλνει τώρα
το φεγγάρι. Κι εκεί κάτω, στου τζαμιού τον πύργο, λάμπει
το σημάδι του και γύρω αστραποβολούν οι κάμποι.
Οι πυκνοί μαύροι ελαιώνες κάτω είναι απλωμένοι
και ο Κηφισός κυλώντας απαλά γοργοδιαβαίνει.
Στο τζαμί τριγύρω – γύρω στέκονται τα κυπαρίσσια
και ο τρούλος του γυαλίζει με λαμπρότητα περίσσια.
Κι ένας φοίνικας θλιμμένος, στη θρησκευτική γαλήνη,
εκεί δίπλα στο Θησείο, μόνος έχει απομείνει.
Τί μαγευτικό τοπίο που προσφέρει εδώ η φύση,
και αναίσθητος θα είναι όποιον δεν τον συγκινήσει.
Του Αιγαίου πάλι ο φλοίσβος, που ακούγεται πιο πέρα,
νανουρίζει το περγιάλι μες στον καθαρό αέρα
και το ζαφειρένιο κύμα στη χρυσή ακτή χτυπάει
και τη γλύκα των χρωμάτων αλαργότερα την πάει.
Των νησιών εκεί στο βάθος η σκιά τραχιά μαυρίζει,
όταν απαλού πελάγου το χαμόγελο ανθίζει.
Έτσι αγνάντευα της γης μας και της θάλασσας τα κάλλη,
σαν τα βήματα σε τούτον το ναό με φέραν πάλι,
μόνο, δίχως να υπάρχουν φίλοι ή ανθρώποι άλλοι
στο μαγευτικό ετούτο και πανώριο ακρογιάλι,
που η τέχνη κι η ανδρεία είναι σαν μια οπτασία
και που βρίσκονται μονάχα σε ποιητικά βιβλία.
Κι όπως έστρεψε η ψυχή μου το ναό για να θαυμάσει
της θεάς, που οι ανθρώποι τώρα έχουν ατιμάσει,
οι παλιοί καιροί γυρίσαν, το παρόν πια είχε σβήσει
και ο Δόξα στην Ελλάδα γύριζε να κατοικήσει!
Επερνούσανε οι ώρες. Της Αρτέμιδας τα' αστέρι
είχε φτάσει πια στου θόλου τα ψηλότερα τα μέρη
κι εγώ γύριζα μονάχος δίχως να 'μαι κουρασμένος,
σε θεού ναό που ήταν εντελώς λησμονημένος.
Αλλά πιο πολύ σ' εκείνον τον δικό σου, ω Παλλάδα,
ετριγύριζα, 'κει όπου της Εκάτης η λαμπράδα
στις ψυχρές κολόνες πέφτει απαλά μα και θλιμμένη
κι ήχος την καρδιά παγώνει σαν από νεκρό να βγαίνει.
Ονειροπολώντας είχα για πολύ 'κει απομείνει,
θεωρώντας τι απ' τη δόξα την παλιά είχε απομείνει,
όταν, ξάφνου, εκεί μπροστά μου, μια γιγάντια θεότης,
η Παλλάδα, με σιμώνει πάνω εκεί, μες στο ναό της!
Η Αθηνά ήταν η ίδια, αλλά πόσο αλλαγμένη
από τότε που στα τείχη των Δαρδάνων οπλισμένη
έτρεχε μ' ορμή. Μα τώρα η μορφή της διαφέρει
από κείνη που 'χε πλάσει του Φειδία τα' άξιο χέρι.
Του προσώπου της εκείνον δεν τον δείχνει πια τον τρόμο
κι η γοργόνα της ασπίδας είχε πάρει άλλο δρόμο.
Νά το κράνος της, κομμάτια. Τσακισμένο το κοντάρι,
κι ούτε τους νεκρούς δεν σκιάζει. Της ελιάς το νιο βλαστάρι
π' ολοένα το κρατούσε, νά το, είναι μαραμένο
και ξερό καθώς το σφίγγει με το χέρι παγωμένο.
Αν κι από τους αθανάτους τα λαμπρότερα είχε νιάτα,
δακρυσμένη είναι τώρα η θεά η γαλανομάτα.
Και η γλαύκα της στο κράνος το σπασμένο καθισμένη
την κυρά μοιρολογάει με λαλιά απελπισμένη.
«Ω θνητέ, – έτσι μου είπε – της ντροπής σου αυτό το χρώμα
Βρετανός μου λέει να 'σαι, όνομα ανδρείου ακόμα
μέχρι χτες λαού, ελευθέρου, με ωραία πεπρωμένα,
τώρα περιφρονημένου, και ιδίως από μένα.
Η Παλλάδα πρώτος θα 'ναι της πατρίδας σου εχθρός·
την αιτία θες να μάθεις; Κοίτα γύρω σου κι εμπρός.
Έχω δει πολλούς πολέμους κι ερημώσεις να πληθαίνουν
κι άλλες τόσες τυραννίες να ανεβοκατεβαίνουν.
Απ' του Τούρκου τη μανία γλίτωσα και του Βανδάλου,
μα η χώρα σου έναν κλέφτη μου 'χει στείλει πιο μεγάλο.
Κοίτα, άδειος ο ναός μου, κατοικία ρημαγμένη,
και στοχάσου τι μιζέρια είναι γύρω απλωμένη.
Τούτα ο Κέκροπας, κι εκείνα τα 'χε ο Περικλής στολίσει,
κι ο Αδριανός τις Μούσες για να τις παρηγορήσει,
και ευγνωμονώ και όσους το ναό μου έχουν χτίσει,
μα ο Αλάριχος κι ο Έλγιν μ' έχουν άγρια συλήσει.
Και σαν να 'πρεπε ο κόσμος το κατόρθωμα να μάθει,
ο Ελγίνος στο ναό μου πάει και τα' όνομά του γράφει,
σα να νοιάστηκε η Παλλάδα να δοξάσει τ' όνομά του,
κάτω η υπογραφή του, πάνω το κατόρθωμά του.
Κι ο απόγονος των Πίκτων είναι φημισμένος όσο
ειν' ο αρχηγός των Γότθων, πιθανόν και άλλο τόσο.
Αλλ' ο Αλάριχος τα πάντα είχε αγρίως καταστρέψει
με το δίκιο του πολέμου, μα ο 'Ελγιν για να κλέψει
όσα οι βάρβαροι αφήσαν, που 'τανε απ' ό,τι εκείνος
είναι βάρβαρος πιο λίγο, γιατί το 'κανε ο Ελγίνος;
Το 'κανε όπως τη λεία παρατάει το λιοντάρι
και ακολουθεί ο λύκος ή ο τσάκαλος να πάρει
και να γλείψει κάποια σάρκα που απόμεινε ακόμα
απ' του λιονταριού ή του λύκου το αχόρταγο το στόμα.
Αλλά των θεών το κρίμα τους κακούργους θα τους πιάσει.
Κοίτα τι ο Έλγιν πήρε, κοίτα και τι έχει χάσει.
Τ' όνομά του μ' άλλο ένα το ναό μου τον λερώνει
και το φως της να το ρίξει η Αρτέμιδα θυμώνει.
Αν και έχει η Αφροδίτη τη μισή ντροπή ξεπλύνει,
η Παλλάδα όμως δεν πρέπει χωρίς γδικιωμό να μείνει».
Κι όταν σώπασε για λίγο, έτσι είχα αποτολμήσει,
απαντώντας ν' απαλύνω της οργής της το μεθύσι:
Κόρη του Διός, της λέω, γι' όνομα της Αλβιόνος,
και σαν γνήσιος Εγγλέζος, διαμαρτύρομαι εντόνως.
Μην κακίζεις την Αγγλία. Ξέρεις από ποιο 'ταν μέρος
ο ληστής και συλητής σου; Μάθε, Σκώτος ήταν βέρος.
Τη διαφορά να μάθεις αν το θες και την αιτία,
από της Φυλής το ύψος κοίταξε τη Βοιωτία.
Του νησιού μας Βοιωτία, μάθε, είναι η Σκωτία,
και καλά το ξέρω ότι απ' αυτή τη νόθα χώρα
της σοφίας η θεά μας δεν τιμήθηκε ως τώρα.
Χώρα άγονη, που η φύση απλοχέρα δεν εστάθη,
και που έμβλημά της έχει το ψηλό γαϊδουραγκάθι,
που το μόνο προϊόν της είναι τα πηχτά σκοτάδια
κι οι τσιγκούνηδες κι αχρείοι που γυρίζουν σα ρημάδια.
Των βουνών και των ελών της το υγρό εκείνο αγέρι
στα κεφάλια τα κουτά τους σκοτισμό και άγνοια φέρει.
Τα μυαλά τα νερουλά τους άγονα 'ναι σαν το χώμα
και ψυχρά, όπως το χιόνι που δεν έλιωσε ακόμα.
Για τον πλούτο χίλιους τρόπους μηχανώνται τα παιδιά της
και το κέρδος τα τραβάει και τα πάει μακριά της.
Στην ανατολή, στη δύση, μόνο προς βορράν δεν πάνε:
κέρδη να βρουν δίχως κόπο, γη και θάλασσες περνάνε.
Ά, καταραμένη ώρα και καταραμένη μέρα,
που τον Πίκτο για ληστεία είχε στείλει κι εδώ πέρα!...




John Keats, ένας ρομαντικός φιλέλλην ποιητής


              Πορτρέτο του Τζoν Κητς από τον Γουίλιαμ Χίλτον. National Portrait Gallery, Λονδίνο

 Ο Τζoν Κητς (John Keats) (1795 - 1821) ήταν ΄Αγγλος ρομαντικός λυρικός ποιητής που γεννήθηκε στο Λονδίνο  και πέθανε στην Ρώμη. Αφιέρωσε τη σύντομη ζωή του στην τελειοποίηση μιας ποίησης που χαρακτηρίζεται από δυνατές εικόνες και σχήματα λόγου, τη μεγάλη αισθητική έλξη που ασκεί και την προσπάθεια να εκφράσει μια φιλοσοφική στάση μέσα από τους μύθους της κλασικής αρχαιότητας.  Πέθανε στα 25 του χρόνια από φυματίωση . Τα γνωστότερα ποιήματα του είναι ο Ενδυμίων (Endymion), Η ωραία χωρίς οίκτο (La Belle Dame sans Merci), Ωδή στην μελαγχολία (Ode on melancholy), Ωδή σ'ένα αηδόνι (Ode to a Nightingale), Ωδή σε μια ελληνική Υδρία (Ode to a Grecian Urn), Ωδή στην ψυχή (Ode to Psyche), Η παραμονή της Αγίας Αγνής (The eve of St. Agnes) και ο Υπερίων (Hyperion).

Βιβλιογραφία στα Ελληνικά


  • Επτά Ωδές, Μετάφραση: Κώστας Μπουρναζάκης - Εκδόσεις: Ίκαρος, Αθήνα 1997- 
  • Όθων ο Μέγας - Εκδόσεις: Έλλην-
  • Το εντευκτήριον, Μετάφραση: Στυλιανός Αλεξίου (Περιλαμβάνει και άλλους ποιητές)- Εκδόσεις: Στιγμή, Αθήνα 2004
  • Την παραμονή της αγίας Αγνής - Εκδόσεις: ΟΜΒΡΟΣ-




 Ωδή σε μια Ελληνική Υδρία (1819)
 
Ανέγγιχτη εσύ ακόμα νύφη της σιωπής!
Παιδί της σιγαλιάς και του αργού χρόνου,
παραμυθά του δάσους, μια ιστορία θα πείς
γλυκύτερα απ’ το στίχο το δικό μου:
ποιος θρύλος ανθοστόλιστος έχει στοιχειώσει
τριγύρω σου, για αθάνατους ή για θνητούς μιλάει;
Είναι στα Τέμπη ή σε κοιλάδα αρκαδική;
Θεοί είναι ετούτοι ή άνθρωποι; Γιατί διστάζουν
οι κόρες; Ποιος ξεφεύγει; Ποιος παλεύει να γλυτώσει;
Τι ντέφια και φλογέρες; Τι μανία τρελή;

Γλυκές οι μελωδίες που ακούς, μα πιο γλυκές
οι ανάκουστες. Γι’ αυτό φλογέρες σιγανές, ηχήστε.
Όχι στ’ αυτιά μας, μα, πιο αισθαντικές,
άηχους σκοπούς στο πνεύμα τραγουδήστε.
Νιότη ωραία, κάτω απ’ τα δέντρα, δεν μπορείς
να πάψεις το τραγούδι, ούτε ποτέ θα γυμνωθούν τα κλώνια.
Γενναίε εραστή, δε θα φιλήσεις την καλή σου
κι ας είσαι πλάι της – μα μη λυπηθείς.
Δε θα σου φύγει, κι ας μη γίνεται δική σου.
Αιώνια θ’ αγαπάς, κι ωραία θα ’ναι εκείνη αιώνια.

Ευτυχισμένα δέντρα! Που δε ρίχνετε ποτέ
τα φύλλα σας, κι ούτε την άνοιξη αποχαιρετάτε.
Κι ευτυχισμένοι, ακούραστοι τραγουδιστές,
για πάντα νέους σκοπούς θα τραγουδάτε.
Και χαίρε εσύ, έρωτα! Χαίρε, χαίρε, έρωτα!
Πάντα θερμός, πάντα ευτυχία θα σε προσμένει,
πάντα θα νοιώθεις πόθο, νέος για πάντα!
Θα ζεις μακριά απ’ τα πάθη μας τ’ ανθρώπινα,
που αφήνουν την καρδιά χορτάτη και θλιμμένη,
το μέτωπο καυτό, στεγνή τη γλώσσα.

Ποιοι να ’ναι που ’χουν ξεκινήσει για θυσία;
Σε ποιο χλοερό βωμό, παράξενε ιερέα,
πας τη δαμάλα που φωνή σέρνει στα ουράνια
μ’ άνθη γύρω στα μεταξένια της πλευρά;
Ποια μικρή πόλη, σε ποτάμι ή ακρογιαλιά
ή σε βουνό, που ακρόπολη την κλείνει ειρηνική,
τούτο το άγιο πρωΐ την έχουν όλοι αφήσει;
Οι δρόμοι σου, πόλη μικρή, αιώνια πια
θα μείνουν σιωπηλοί. Κι ούτε ποτέ ψυχή
να πει το πώς ερήμωσες δε θα γυρίσει.

Σχήμα αττικό! Στάση ωραία! Ολόγυρά σου
μορφές μαρμάρινων αντρών και κοριτσιών,
χορτάρια πατημένα και κλαριά του δάσους.
Συ, σιωπηλή μορφή, ειδύλλιο παγερό,
παράλογα, σαν αιωνιότητα, μας τυραννάς.
Όταν ο χρόνος θ’ αφανίσει τούτη τη γενιά,
στη μέση νέων δεινών εσύ θα ζήσεις,
φίλη του ανθρώπου, για να του μηνάς:
‘‘Η ομορφιά είναι αλήθεια, η αλήθεια ομορφιά’’ –
να ποια είναι η γνώση κι ό,τι αξίζει να γνωρίσεις.






Thou still unravished bride of quietness,
      Thou foster child of silence and slow time,
Sylvan historian, who canst thus express
      A flowery tale more sweetly than our rhyme:
What leaf-fringed legend haunts about thy shape
      Of deities or mortals, or of both,
            In Tempe or the dales of Arcady?
What men or gods are these? What maidens loath?
      What mad pursuit? What struggle to escape?
            What pipes and timbrels? What wild ecstasy?
Heard melodies are sweet, but those unheard
      Are sweeter; therefore, ye soft pipes, play on;
Not to the sensual ear, but, more endeared,
      Pipe to the spirit dities of no tone.
Fair youth, beneath the trees, thou canst not leave
      Thy song, nor ever can those trees be bare;
            Bold Lover, never, never canst thou kiss,
Though winning near the goal---yet, do not grieve;
      She cannot fade, though thou hast not thy bliss
            Forever wilt thou love, and she be fair!
Ah, happy, happy boughs! that cannot shed
      Your leaves, nor ever bid the Spring adieu;
And, happy melodist, unweari-ed,
      Forever piping songs forever new;
More happy love! more happy, happy love!
      Forever warm and still to be enjoyed,
            Forever panting, and forever young;
All breathing human passion far above,
      That leaves a heart high-sorrowful and cloyed,
            A burning forehead, and a parching tongue.
Who are these coming to the sacrifice?
      To what green altar, O mysterious priest,
Lead'st thou that heifer lowing at the skies,
      And all her silken flanks with garlands dressed?
What little town by river or sea shore,
      Or mountain-built with peaceful citadel,
            Is emptied of this folk, this pious morn?
And, little town, thy streets for evermore
      Will silent be; and not a soul to tell
            Why thou art desolate, can e'er return.
O Attic shape! Fair attitude! with brede
      Of marble men and maidens overwrought,
With forest branches and the trodden weed;
      Thou, silent form, dost tease us out of thought
As doth eternity. Cold Pastoral!
      When old age shall this generation waste,
            Thou shalt remain, in midst of other woe
Than ours, a friend to man, to whom thou say'st,
      "Beauty is truth, truth beauty"---that is all
            Ye know on earth, and all ye need to know. 


Louis Dupré( 1789-1827)

 O Louis Dupré ήταν Γάλλος ζωγράφος και λάτρης της Ελλάδος .Γεννήθηκε το 1789 και πέθανε το 1827.Το Φεβρουάριο του 1819, επισκέφθηκε την Ελλάδα, ταξίδεψε σε διάφορα μέρη και συνέχισε το ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια στο Βουκουρέστι , ως προσκεκλημένος του Μιχαήλ Σούτσου. Τα έργα του από την Ελλάδα δημοσιεύθηκαν  το 1825, στο μνημειώδες εικονογραφημένο ταξιδιωτικό χρονικό Voyage à Athènes et à Constantinople ou collection de portraits, de vues et de costumes grecs et ottomans peints sur les lieux, d`après nature, lithographiès et coloriès par L.Duprè èlève de David. Περιλαμβάνει σαράντα έγχρωμες λιθογραφίες και έντεκα βινιέτες. Περιέχουν ποικίλους τύπους προσωπογραφίας, πολύ λιγότερα τοπία και ηθογραφικές σκηνές. Μετά το θάνατό του κυκλοφόρησε και το Album Grec. Πρόκειται για ένα λεύκωμα μικρού σχήματος που περιέχει δώδεκα λιθογραφίες μη επιχρωματισμένες, εκτός από εκείνη του εξωφύλλου. Εκδόθηκε στο Παρίσι, από τον H. Gache.
 ΄Ενας ΄Ελληνας,(Ανδρέας Λόντος)
Σουλιώτης στην Κέρκυρα - Ο Νικολός Περβόλης

΄Ελληνας και Τούρκος ιερέας (Art Com)

Πίνδος ( Art Com)

Ελληνίδα απ τη Λειβαδιά


Αρβανίτης  

Κωνσταντίνος Κανάρης



Γάμος στην Αθήνα

Δημήτρης Μαυρομιχάλης

Ο Νικολάκης Μητρόπουλος υψώνει τη σημαία στα Σάλωνα, Πάσχα του 1821

Ο Αλή Πασάς στην λίμνη των Ιωαννίνων

Βασίλης Γούδας

Ο Σουλιώτης Φώτος Πίκος

Ελληνας πολεμιστής  από Γιάννενα

Πολεμιστής από την Σελλαίδα

Σουλιώτης στην Κέρκυρα

Ελένη Σούτσου

Ιωάννης Λογοθέτης

Μιχάλης Σούτσος

Νεαρός Θεσσαλός
Αθηναία

Ερνέστος Ρενάν

Προσευχή, επάνω στην Ακρόπολη


Ο Ερνέστος Ρενάν (Ernest Renan) (1823-1892), αυτός ο Γάλλος φιλόσοφος και ιστοριογράφος, ήταν από τους ηγέτες της κριτικής φιλοσοφίας στη Γαλλία. Σπούδασε σε διάφορα εκκλησιαστικά κολλέγια και σεμινάρια και στην αρχή ασπάστηκε το ιερατικό σχήμα. Όμως αργότερα (1845) ξαναέγινε λαϊκός. Μελέτησε ιδιαίτερα τη σημιτική φιλολογία και καρπός των μελετών του υπήρξε το έργο "Γενική ιστορία των σημιτικών γλωσσών" (1846), που τιμήθηκε με το Βραβείο Βολνύ. Έγραψε επίσης: "Το Μέλλον της Επιστήμης" και "ο Αερόης", που τον καθιέρωσε σαν φιλόσοφο και διανοούμενο με φιλελεύθερες ιδέες.

 Άλλα έργα του είναι: "Αποστολή στη Φοινίκη", "Ο Βίος του Ιησού", "Απόστολοι", "Απόστολος Παύλος", "Φιλοσοφικοί Διάλογοι", "Αρχές του Χριστιανισμού" (6 τόμοι) και πολλά άλλα.  

Προσευχή, επάνω Στην Ακρόπολη
 Ω ευγένεια ! ω απλή κι αληθινή ομορφιά ! Θεά, που η λατρεία σου φανερώνει
την ορθή κρίση και τη φρόνηση, εσύ που ο ναός σου είναι ένα αθάνατο μάθημα
συνειδήσεως και ειλικρινείας, αργά φθάνω στο κατώφλι του ιερού ναού σου , φέρνω
μαζί μου για να προσφέρω στο βωμό σου πολλές τύψεις.
Για να σ' εύρω χρειάστηκε να κάνω άπειρες προσπάθειες,
την μυσταγωγία, που εχάριζες εσύ στον αρχαίον Αθηναίο,
όταν γεννιόταν μέσα από ένα χαμόγελο, εγώ την απέκτησα ύστερα
από μακροχρόνιες αναζητήσεις και μετά από πολλούς συλλογισμούς.

Γεννήθηκα, μεγαλομάτα Θεά, από Κιμμερίους, καλόκαρδους και ενάρετους
ανθρώπους, που κατοικούν στις όχθες μιας σκοτεινής θάλασσας, γεμάτης από
απότομους βράχους, που συνεχώς τους δέρνουν οι βαρειές καταιγίδες. Εκεί, μόλις
ξέρουν τον ήλιο, για λουλούδια τους έχουν τα φύκια της θάλασσας και τα χρωματιστά
κογχύλια, που συναντά κανείς στο βάθος των ερημικών κόλπων.
Τα σύννεφα εκεί φαίνονται σαν να μην έχουν χρώμα, και η ίδια η χαρά ακόμη, είναι
κι αυτή, εκεί, κάπως θλιμμένη, όμως μέσα από τους βράχους αυτούς ξεπροβάλλουν
βρυσούλες με κρυστάλλινα νερά, και τα μάτια των κοριτσιών
μοιάζουν σαν τις καταπράσινες πηγές, που πάνω από την κυματιστή πρασινάδα τους
καθρεφτίζεται, στο βάθος, ο ουρανός.

Οι πρόγονοί μου, όσο μακρινή κι αν είναι η καταγωγή μας, είχαν καταγίνει με μακρινά
ταξίδια, που ούτε οι Αργοναύτες δεν εγνώρισαν.
Είχα ακούσει, σαν ήμουν μικρός, τα τραγούδια των πολικών ταξιδιών, ενανουρίστηκα
με τις αναμνήσεις των πάγων, που πλέουν πάνω στις καταχνιασμένες σαν το γάλα
θάλασσες, με την ανάμνηση νησιών κατοικημένων από πουλιά, που κελαιδούν με τις
ώρες τους, και ύστερα πετώντας όλα μαζί σκοτεινιάζουν με μιας τον ουρανό.
Ιερείς μιας ξένης, ιδιαίτερης, απ' τη δική σου θρησκείας, Σύροι, που ήλθαν από τη
Παλαιστίνη, επήραν τη φροντίδα να με μορφώσουν.
Οι παπάδες αυτοί ήταν σοφοί και άγιοι.

Με εδίδαξαν τις ατέλειωτες ιστορίες του Κρόνου που έπλασε τον κόσμο, και του γιου
του, του Δία, που, καθώς λένε, επραγματοποίησε ένα ταξίδι πάνω στη γη. Οι ναοί
τους είναι τρεις φορές πιο υψηλοί από τον ιδικό σου, ω Ευρυθμία, και μοιάζουν με
δάση, μονάχα που δεν είναι στερεοί, πέφτουν και γίνονται ερείπια μέσα σε διάστημα
πέντε - έξι αιώνων. Αυτά είναι φαντασίες βαρβάρων, που θαρρούν πως μπορούν να
κάνουν κάτι ωραίο, έξω από τους κανόνες, που έχεις χαράξει.
Εσύ στους εμπνευσμένους σου, ω Φρόνηση.

Μα οι ναοί αυτοί μου ήταν τότε ευχάριστοι, δεν είχα μελετήσει ακόμη
τη Θεία Τέχνη σου, εκεί μέσα εύρισκα τον Θεό.
Έψαλλαν εκεί ψαλμούς, που ακόμη τους θυμάμαι :

Χαίρε, άστρο της θάλασσας, βασίλισσα αυτών, που στενάζουν μέσα στην κοιλάδα των δακρύων .
Ή ακόμη καλύτερα : " Ρόδο μυστικό, ελεφάντινε Πύργε, χρυσό Παλάτι, Άστρο της αυγής ".
Παράβλεψε Θεά, όταν ξαναθυμάμαι αυτούς τους ψαλμούς, η καρδιά μου πλημμυρίζει
από πίστη, γίνομαι, σχεδόν αποστάτης σου. Συγχώρα μου αυτή τη γελοιότητα, δεν
μπορείς να φαντασθής τη γοητεία, που οι βάρβαροι αυτοί μάγοι εσκόρπισαν μέσα σ'
αυτούς τους στίχους, και πόσο μου στοιχίζει να ακολουθήσω τώρα ολοφάνερη την Αλήθεια.

Ύστερα απ' όλα αυτά, αν ήξερες πόσο δύσκολο είναι να σε λατρεύει κανείς !
Όλη η ευγένεια έχει εξαφανισθεί σήμερα. Οι Σκύθες έχουν κατακτήσει τον κόσμο. Δεν
υπάρχει πια δημοκρατία από ελευθέρους ανθρώπους, δεν υπάρχουν πια βασιλιάδες
από ταπεινή καταγωγή, μεγαλειότητες, που θα μειδιούσες γι' αυτές. Αμόρφωτοι
υπερβόρειοι ονομάζουν ελαφρόμυαλους αυτούς που σε λατρεύουν.
Μια τρομερή παμβοιωτία ένας συνασπισμός από όλες τις ανοησίες, απλώνει στον
κόσμο κάποιο παγωμένο και βαρύ, σαν μολύβι, σκέπασμα, που πεθαίνει κανείς
από ασφυξία κάτω απ' αυτό. Κι αυτοί ακόμη, που σε τιμούν, τόσο θα πρέπει να
σε λυπούνται ! Θυμάσαι αυτόν τον Καληδόνιο ( τον Σκώτο ), που εδώ και πενήντα
χρόνια κομμάτιασε τον ναό σου με τα κτυπήματα του σφυριού του για να πάρει
μαζί του τα κομμάτια του ναού σου στο νησί της Θούλης ; Έτσι άραγε κάνουν όλοι;

Έχω γράψει, σύμφωνα με μερικούς κανόνες που αγαπάς, ω Θεονόη, τη ζωή του
νέου Θεού, που ελάτρεψα στα παιδικά μου χρόνια. Με θεωρούν σαν να είμαι ο
φιλόσοφος Ευήμερος, μου γράφουν για να με ρωτήσουν τι σκοπό έχω στο μυαλό
μου, αυτοί όμως ενδιαφέρονται μόνον για κάθε τι που εξυπηρετεί τα οικονομικά τους.
Και γιατί λοιπόν γράφει κανείς την ζωή των Θεών, ω ουρανέ, αν αυτό δεν ήταν να
μας κάνει ν' αγαπήσουμε το Θείον, που υπήρχε μέσα σ' αυτούς, και για να δείξει, ότι
το Θείον αυτό ζει και θα ζει αιώνια μέσα στη καρδιά της ανθρωπότητος ;
Θυμάσαι την ημέρα εκείνη, κάτω από το αρχοντικό του Διονυσόδωρου, όπου ένας
κακοφτιαγμένος, μικρόσωμος Ε β ρ α ί ο ς μιλώντας την Ελληνική γλώσσα των
Σύρων, ήρθεν εδώ, προσπέρασε βιαστικά τα προπύλαια, χωρίς να σε καταλάβει,
διάβασε με μεγάλη προσοχή τις επιγραφές σου και πίστεψε πως βρήκε στον
περίβολο σου ένα βωμό αφιερωμένο, σ' ένα Θεό, σ' αυτόν που ήταν : Ο Άγνωστος
Θεός. Ε, λοιπόν, ο μικρόσωμος αυτός Εβραίος απήγαγε τον βωμό σου. Επί χίλια
χρόνια σε θεωρούσαν σαν ψεύτικο είδωλο, σ' αυτά τα χίλια χρόνια ο κόσμος ήταν μια
ερημιά, όπου δεν εφύτρωνε λουλούδι.

Σ' όλο αυτό το χρονικό διάστημα σιωπούσες, ω Αθηνά Σάλπιγξ, σαλπικτήριον
όργανο του νου, Θεά της ευταξίας και του ρυθμού, εικόνα της ουράνιας
σταθερότητος. Γινόταν ένοχος κανένας, όταν σ' αγαπούσε, και σήμερα, που ύστερα
από ευσυνείδητη εργασία καταφέραμε να σε πλησιάσωμε, μας κατηγορούν, πως
έχουμε κάμει έγκλημα στο ανθρώπινο πνεύμα,
αψηφώντας τις θεωρίες επάνω στις οποίες εδίδαξεν ο Πλάτων.
Μόνη εσύ είσαι νέα, ω Κόρη, μόνη εσύ είσαι αγνή,
ω Παρθένος, εσύ μόνη είσαι αγία,
ω Υγεία, εσύ μόνη είσαι δυνατή, ω Νίκη.
Τις μεγάλες πόλεις εσύ τις προστατεύεις, ω Πρόμαχος.
Έχεις ότι πρέπει από τον Άρη, ω " Αρεία " Αθηνά.
Η ειρήνη είναι ο σκοπός σου, ω Ειρηνική Θεά.

Νομοθέτρια, πηγή των δικαίων θεσμών, " Δημοκρατία ", εσύ που βασικό δόγμα σου
είναι, ότι κάθε καλό προέρχεται από τον λαό, και ότι, παντού, όπου δεν υπάρχει
λαός για να θρέψει και να εμπνεύσει τη διάνοια, εκεί δεν υπάρχει τίποτε, μάθε μας να
διαλέγωμε τα διαμάντια μέσα από τους ακάθαρτους σωρούς.
Θεϊκή Πρόνοια, που κατάγεσαι από τον Δία, ιερή εργάτρια, μητέρα κάθε πνευματικής
εργασίας, ω Εργάνη, εσύ που κάμνεις τον εργάτη να γίνει πολιτισμένος και τον
τοποθετείς τόσο πιο ψηλά από τον οκνηρό Σκύθη, Θεά της Σοφίας, εσένα που
σ' εγέννησεν ο Δίας από το κεφάλι του, παίρνοντας βαθιά την αναπνοή του , εσύ
που κατοικείς μέσα στη συνείδηση του πατέρα σου, ενωμένη ολοκληρωτικά με την
ύπαρξή του, εσύ που είσαι η συνοδός του και η συνείδησή του, Αθηνά Ενέργεια,
σπίθα που ανάβεις και διατηρείς την φωτιά στους ήρωες και στους ανθρώπους του
πνεύματος, κάνε μας να γίνουμε πνευματικά τέλειοι.
Διάλεξες να κατοικήσεις με τους Αθηναίους, σαν πιο σοφούς, την ημέρα που οι ίδιοι
οι Αθηναίοι και οι Ρόδιοι αγωνίστηκαν ευλαβικά για την ιερή θυσία. Μα ο πατέρας
σου έστειλε σε τούτους τον Θεό Πλούτο μέσα σ' ένα χρυσό σύννεφο στη μεγάλη
πόλη των Ροδίων, γιατί είχαν προσφέρει κι αυτοί μεγάλες τιμητικές θυσίες στην κόρη
του. Οι Ρόδιοι έγιναν τότε πλούσιοι, αλλά οι Αθηναίοι απέκτησαν πνεύμα, δηλαδή :
την αληθινή χαρά, την παντοτινή ευθυμία, την Θεϊκή παιδικότητα της καρδιάς !
Ο κόσμος δεν θα σωθεί παρά μόνον, όταν ξαναγυρίσει πίσω σε σένα, αφού ξεχάσει

και αποβάλει τις βάρβαρες συνήθειές του, ας τρέξουμε, ας έλθουμε όλοι μαζί.
Πόσο όμορφη θα είναι αυτή η ημέρα, όπου όλες οι πόλεις, που πήραν κάτι από
τα υπολείμματα του ναού σου : η Βενετία, το Παρίσι, το Λονδίνο, η Κοπεγχάγη, θα
ξαναδώσουν πίσω τα κλοπιμαία τους, επανορθώνοντας έτσι την αδικία που έκαναν !
Θα σχηματίσουν επίσημες αντιπροσωπείες, αρχαιολογικές αποστολές, στα ιερά
μέρη της Ελλάδος για να ξαναδώσουν τα αρχαία μνημεία, που κρατούν ακόμα στη
κατοχή τους, λέγοντας : " Συγχώρεσέ μας Θεά " ! Τα πήραμε για να τα σώσωμε από
τους βαρβάρους, από τα κακά δαιμόνια της νύχτας, και θα ξαναχτίσουν τα τείχη σου,
κάτω από τους ήχους της φλογέρας σου,
για να ξεπλύνουν το κρίμα του ανόσιου Λύσανδρου, που τα γκρέμισε.

Πιστός σε σένα, θα αντισταθώ στους επικίνδυνους και μοιραίους συμβούλους μου :
στον σκεπτικισμό μου, που με κάνει να αμφιβάλλω, στην ανησυχία του πνεύματός
μου, που κι όταν ακόμα βρεθεί η αλήθεια με κάμνει να την αναζητώ διαρκώς στη
φαντασία μου που δεν μ' αφήνει ποτέ να ησυχάσω, και ύστερα από την διαπίστωσή
της από την ίδια τη λογική.
Ω αρχηγέτιδα Αθηνά, ιδανικό, που ο κάθε μεγαλοφυής άνθρωπος ενσαρκώνει
στα αριστουργήματά του, προτιμώ να είμαι ο τελευταίος στη πατρίδα σου,
παρά ο πρώτος οπουδήποτε αλλού.
Ναι, θα προσκολληθώ στον στυλοβάτη του ναού σου, θα ξεχάσω κάθε άλλη
πειθαρχία, εκτός απ' τη δική σου, θα γίνω στυλίτης στις κολώνες σου,
στο επιστήλιο σου επάνω θα στήσω το κελί μου.

Κάτι πιο δύσκολο ακόμη :
Για να σε ευχαριστήσω, για χάρη σου, θα γίνω αν μπορώ,
Ασυμβίβαστος, μεροληπτικός, φανατικός, θα αγαπώ μόνο εσένα. Θα μάθω τη δική
σου τη γλώσσα, θα ξεμάθω όλα τ' άλλα, δεν θ' αγαπώ κανέναν άλλο, παρά μόνον εσένα.

Θα γίνω άδικος γι αυτόν, που δεν σε λατρεύει, θα γίνω ο υπηρέτης και του τελευταίου
από τους απογόνους σου. Τους σημερινούς κατοίκους της γης, που έδωκες
στον Ερεχθέα, θα τους εξυψώσω θα τους περιποιηθώ, θα τους συμπαθήσω. Θα
προσπαθήσω να πείσω τον εαυτό μου, ω Ιππία Αθηνά, ότι οι νεώτεροι Έλληνες
κατάγονται από τους ιππείς, που πανηγυρίζουν εκεί ψηλά, επάνω στο μάρμαρο του
διαζώματος του ναού σου, την παντοτινή γιορτή τους. Θα ξεκολλήσω απ' την καρδιά
μου κάθε χορδή, που δεν είναι καθαρή λογική και αληθινή Τέχνη.
Θα σταματήσω ν' αγαπώ τις αρρώστιες μου, να ενδιαφέρομαι για τον πυρετό μου.
Υποστήριξέ με στη σταθερή μου απόφαση, ω Αθηνά Σώτειρα, εσύ που σώζεις.
Πόσες δυσκολίες, πραγματικά, βλέπω μπροστά μου !
Πόσες πνευματικές συνήθειες θα πρέπει ν' αλλάξω !
Πόσες γοητευτικές αναμνήσεις θα πρέπει να ξεριζώσω απ' την καρδιά μου ! Θα
προσπαθήσω όσο μπορώ αλλά δεν είμαι βέβαιος για τον εαυτό μου.
Αργά σ' έχω γνωρίσει, τέλεια, ασύγκριτη, καλλονή !

Θα έχω πολλές μεταβολές μέσα μου, μεταπτώσεις, αδυναμίες. Μία φιλοσοφία
κακόβουλη, χωρίς αμφιβολία, μ' έκανε να πιστεύω ότι :
Η καλοσύνη και η κακία, η χαρά και η θλίψη, η ομορφιά και η ασχήμια, η λογική και
η τρέλα, αλλάζουν μεταξύ τους, με λεπτούς χρωματισμούς, τόσον αδιόρατους, όσο
είναι και οι λεπτότατες αποχρώσεις στο λαιμό ενός περιστεριού.
Να μην αγαπά κανείς τίποτε, να μην μισεί κανείς απολύτως τίποτε, αυτό καταντάει
να λέγεται φρονιμάδα. Αν μια κοινωνία, αν μια φιλοσοφία, αν μια θρησκεία, θα
μπορούσε να κατείχε την απόλυτη αλήθεια, αυτή η κοινωνία, αυτή η φιλοσοφία, αυτή
η θρησκεία, θα είχε νικήσει όλες τις άλλες και θα ζούσε μόνη αυτή την ώρα. Όλοι
αυτοί, που ως τώρα έχουν πιστέψει ότι έχουν δίκαιο, έχουν απατηθεί. Το βλέπουμε ολοφάνερα.
Μπορούμε, χωρίς ανόητον εγωισμό να πιστέψωμε, ότι το μέλλον δεν θα μας κρίνει
καθώς και μεις κρίνομε το παρελθόν ; Να οι βλαστήμιες, που μου υπαγορεύει το
βαθιά ανήσυχο, το κακομαθημένο μυαλό μου. Μια φιλολογία, που, όπως η δική σου,
θα ήταν εντελώς υγιής, δεν θα ενέπνεε τώρα πια παρά την πλήξη.

Είμαστε κακομαθημένοι, τι να γίνει ;
Θα τραβήξω μακρύτερα ακόμη στις σκέψεις μου, Θεά της λογικής,
θα σου πω την βαθύτερη διαστροφή της καρδιάς μου :
Νους και ευθυκρισία δεν είναι αρκετά για να εξηγήσουν τον κόσμο.
Υπάρχει κάποια ποίηση στον παγωμένο Στρυμόνα και στο μεθύσι της Θράκης.
Θ'αρθούν αιώνες, που οι μαθητές σου θα λογίζονται σαν οπαδοί της Ανίας.
Ο κόσμος είναι πιο μεγάλος απ' ότι νομίζεις. Εάν είχες ιδεί τα χιόνια των πόλων και
τα μυστήρια του μεσημβρινού ουρανού, το παντοτινά γαλήνιο μέτωπό σου,
Θεά, δεν θα ήταν τόσον ήρεμο, η κεφαλή σου, πιο πλατειά απ' ότι είναι,
θα χωρούσε κάθε λογής ομορφιές.
Είσαι αληθινή , αγνή, τέλεια. Το μάρμαρό σου δεν έχει κανένα ψεγάδι, μα και ο ναός
της Αγίας Σοφίας, που βρίσκεται, στο Βυζάντιο, γεννά επίσης μια Θεϊκήν εντύπωση
με τα τούβλα του και τα ψηφιδωτά του. Είναι η εικόνα του ουράνιου θόλου, θα
καταρρεύσει και αυτός με τον καιρό. Όμως, κι αν ακόμη η αίθουσα του ναού σου, θα
ήταν τόσον ευρύχωρη για να χωρέσει ένα αμέτρητο πλήθος, πάλι θα γκρεμιζόταν.
Ένα απέραντο ποτάμι λησμονιάς μας παρασύρει μέσα σε μιαν άβυσσο, χωρίς όνομα.

Ω άβυσσος, εσύ είσαι ο μοναδικός Θεός !
Τα δάκρυα όλων των λαών είναι αληθινά δάκρυα,
Τα δάκρυα όλων των σοφών κλείνουν μέσα τους ένα μέρος Αλήθειας.
Όλα εδώ κάτω δεν είναι παρά ένα σύμβολο και όνειρο.
Οι Θεοί περνούν και χάνονται, όπως και οι άνθρωποι, και δεν θα ήταν καλό να έμεναν αθάνατοι.
Η πίστη, που δέχθηκαν κάποτε δεν μπορούσε ποτέ να συνεχισθεί αιώνια, έχει
ξεπεραστεί πια γι' αυτούς, αφού έχει κυλήσει απαλά μέσα στο πορφυρένιο σάβανο
της Λήθης, όπου κοιμούνται οι " νεκροί " Θεοί.

ΕΡΝΕΣΤΟΣ ΡΕΝΑΝ 1865
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου