Σελίδες

Translate

Τρίτη 14 Μαρτίου 2017

Τούρκοι Πασάδες κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821

Τούρκοι Πασάδες κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821

Μαχμούτ Β΄

Ο Μαχμούτ Β΄ (20 Ιουλίου 1785 – 1 Ιουλίου 1839) ήταν ο τριακοστός Σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από το 1808 μέχρι τον θάνατο του το 1839. Γεννήθηκε στο Τοπ Καπί το 1785, στην Κωνσταντινούπολη και ήταν γιος του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Α΄ και της Νακσιντίλ Σουλτάν η οποία ήταν ξαδέρφη της Ιωσηφίνας.

Ο Μαχμούτ Β΄ πήρε την εξουσία το 1807 με την βοήθεια του ξαδερφού του Σελίμ Γ΄ και του Αλεμαντάρ Μουσταφά.Ο Σελίμ σε μία εξέγερση σκοτώθηκε αλλά ο Μαχμούτ επέζησε και γύρισε πίσω στην Κωνσταντινούπολη.Τελικά κατάφερε να ανατρέψει τον ετεροθαλή αδερφό του, Μουσταφά Δ΄.Αφού έγινε σουλτάνος έκανε τον Αλεμαντάρ Μουσταφά βεζίρη του κράτους.Ο Αλεμαντάρ Μουσταφά πέθανε το 1808 και ο Μαχμούτ διέκοψε τις μεταρρυθμίσεις που είχε αρχίσει από την αρχή αλλά και μετά τον θάνατο του Αλεμαντάρ συνέχισε τις μεταρρυθμίσεις του.

Τα επόμενα χρόνια ο κυβερνήτης της Αιγύπτου,Μεχμέτ Αλή Πασάς κατέλαβε τις ιερές πόλεις της Μέκκας (1812) και της Μεδίνας (1813).Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση.Τότε προσπάθησε να διαλύσει την επανάσταση αλλά δεν τα κατάφερε και μετά την ήττα του τουρκικού στόλου στην Ναυμαχία του Ναβαρίνου ο Μαχμούτ υποχώρησε και έτσι το 1832 με τη συνθήκη της Ανδριανούπολης η Ελλάδα έγινε ανεξάρτητο κράτος και μετά απο αυτό το γεγονός άρχισε η σταδιακή διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατοριάς και η εξάρτησή της από την ευρώπη.
Ο Μαχμούτ Β΄ έχει συνδέσει το όνομά του με πολλές μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούσαν στην αντιμετώπιση του φεουδαρχικού κατακερματισμού της Αυτοκρατορίας και αποβλέπανε να της προσδώσουν μία όψη εξευρωπαϊσμού.Οι κυριότερες μεταρρυθμίσεις του ήταν η κατάργηση του σώματος των γενιτσάρων,η κατάργηση του συστήματος των στρατιωτικών τιμαριών,η ίδρυση υπουργείων σύμφωνα με τα Ευρωπαϊκά πρότυπα και η ίδρυση ορισμένων κοσμικών σχολειών και στρατιωτικών σχολών.
Οι αλλαγές αυτές δεν πέτυχαν να εξαλείψουν τη ρίζα των αιτιών παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατοριάς. Ο Μαχμούτ υπέταξε του Μαμελούκους του Ιράκ.Ο Μαχμούτ ήταν λάτρης της τοξοβολίας και προσπάθησε να αναβιώσει αυτό το άθλημα. Ο Μαχμούτ πέθανε το 1839 σε ηλικία 54 χρονών από Φυματίωση.Χιλιάδες κόσμος παρεβρέθηκε στην κηδεία του προκειμένου να πεί το τελευταίο αντίο στον Σουλτάνο.Τον διαδέχθηκε ο γιός του Αμπντούλ Μετζίτ Α΄.

Ιμπραήμ Πασάς

Ο Ιμπραήμ Πασάς (1789-10 Νοεμβρίου 1848) ήταν αντιβασιλέας της Αιγύπτου και στρατιωτικός. Γεννήθηκε στην Καβάλα, ή κατά μερικούς ιστορικούς στο χωριό Νουσρατλί (σημ. Νικηφόρος) της Δράμας, όπου η οικογένεια του είχε βρει προσωρινό καταφύγιο, κατά τη διάρκεια μιας επιδημίας πανώλης που είχε ξεσπάσει στην Καβάλα. Ήταν κατά πάσα πιθανότητα γιος του χεβίδη Μεχμέτ Αλή, αν και μερικοί υποστηρίζουν ότι ήταν θετός γιος του, και κάποιας χριστιανής, χήρας του Τουρματζή.

Το 1818 κατέλαβε την πρωτεύουσα των Βαχαβιτών, Ντεραγιέ, και αιχμαλώτισε τον αρχηγό τους, Αμπντουλάχ. Τότε ο Σουλτάνος τον ονόμασε Πασά της Μέκκας και βεζίρη με τρεις Ιππουρίδες. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Κάιρο, όπου ξεκίνησε την αναδιοργάνωση του στρατού και του ναυτικού σύμφωνα με ευρωπαϊκά πρότυπα. Το 1821-1822 έλαβε μέρος στην εκστρατεία στο Σουδάν.

Το 1824, κατά τη διάρκεια της Ελληνικής επανάστασης, στάλθηκε από τον πατέρα του στην Πελοπόννησο για να βοηθήσει τους Οθωμανούς, επικεφαλής στρατιάς Αιγυπτίων που κάποτε έφτασε τουλάχιστον τις 35.000 άνδρες. Αφού πρώτα στάθμευσε στην Κρήτη, τον Φεβρουάριο του 1825, αποβιβάστηκε στον Μωριά. Κυρίευσε αρχικά την Τρίπολη και το Ναυαρίνο, ωστόσο η επίθεσή του τον Ιούνιο στην Αργολίδα στους Μύλους Αργολίδας αποκρούστηκε από τον Δημήτριο Υψηλάντη. 
Το 1826 κατέλαβε το Μεσολόγγι και το 1828, και αφού ο στόλος του είχε καταστραφεί στο Ναυαρίνο, αποχώρησε από την Ελλάδα μετά την παρέμβαση των Γάλλων με την Εκστρατεία του Μωριά. Κατά την εκστρατεία αυτή προκάλεσε μεγάλες καταστροφές στην Πελοπόννησο, πυρπολώντας οικισμούς, κόβοντας οπωροφόρα δένδρα και καλώντας τον πληθυσμό να προσκυνήσει.

Το 1831 στράφηκε εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κατέλαβε πόλεις της Συρίας και τον επόμενο χρόνο κατατρόπωσε τον οθωμανικό στρατό στο Ικόνιο. Ύστερα από παρέμβαση όμως της Ρωσίας, σταμάτησε την προέλασή του στην Κωνσταντινούπολη. Το 1839 έγιναν ξανά εχθροπραξίες μεταξύ των δύο χωρών, που είχαν σαν αποτέλεσμα την ήττα της Τουρκίας στο Νεζίπ. Απεβίωσε στις 10 Νοεμβρίου του 1848 στο Κάιρο από φυματίωση.


Αλή Πασάς

Ο Αλή Πασάς Τεπελενλής (1744 - 24 Ιανουαρίου 1822) ήταν Μουσουλμάνος Τουρκαλβανός στην καταγωγή πασάς των Ιωαννίνων που διαδραμάτισε για περισσότερα από 40 χρόνια σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Ηπείρου και όχι μόνο, από το 1788 όταν και διορίστηκε πασάς των Ιωαννίνων μέχρι τις αρχές της Ελληνικής Επανάστασης. Στο απόγειο της δόξας του κατείχε μια μεγάλη περιοχή του ελλαδικού χώρου της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Για τον τρόπο με τον οποίο διοίκησε το Πασαλίκι του αλλά και για τον χαρακτήρα του, έμεινε γνωστός σαν Ασλάνι (λιοντάρι) των Ιωαννίνων.

Το 1788 εκμεταλλευόμενος την απουσία του πασά των Ιωαννίνων, Αλή Ζότ λόγω εκστρατείας στον Δούναβη άρπαξε το πασαλίκι των Ιωαννίνων, πράξη την οποία τελικά ενέκρινε και η Υψηλή Πύλη, δίνοντας του μάλιστα δικαιοδοσία και στη Στερεά Ελλάδα.

Ως πασάς των Ιωαννίνων συμμετείχε στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1787 - 1792, η συμμετοχή του όμως διεκόπη διότι αναγκάστηκε να εκστρατεύει το 1790 και το 1792 κατά των επαναστατημένων Σουλιωτών χωρίς όμως αποτέλεσμα. Το 1796 κατέκτησε την Άρτα και το 1798 υπέταξε τη Χειμάρρα (Χιμάρα) και κατέλαβε την Πρέβεζα μετά από σύντομη πολιορκία. Μετά την Πρέβεζα κατέλαβε την Βόνιτσα και το 1803 υπέταξε το Σούλι και εξόρισε τους κατοίκους του. 
Μάλιστα, για αυτό του το επίτευγμα διορίστηκε από την Υψηλή Πύλη ως διοικητής της Ρούμελης και ο γιος του, Βελής, διοικητής της Θεσσαλίας και τουΜοριά ενώ προσωρινά η δικαιοδοσία του επεκτάθηκε μέχρι την Θράκη. Μεταγενέστερες του επιτυχίες ήταν η κατάληψη του Αργυροκάστρου το 1812 και η αγορά της Πάργας από τους Άγγλους το 1819. Όντας ήδη σχετικά αυτόνομος από την κεντρική εξουσία, ο Αλή είδε το κράτος του να εκτείνεται στη μέγιστη του εξάπλωση από την Πελοπόννησο μέχρι την Μακεδονία.

Το 1820, ύστερα από την αποκάλυψη ότι δυο Αλβανοί σταλμένοι από τον Αλή αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν τον Πασόμπεη, ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ ενοχλημένος από αυτό το γεγονός και θορυβημένος διότι ο Αλή ήταν εμπόδιο στο μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα και κίνδυνος για τη συνοχή της Αυτοκρατορίας του, διέταξε την απομάκρυνσή του από το Πασαλίκι των Ιωαννίνων με σκοπό να τον περιορίσει στο Τεπελένι.

Ο Αλή προσπάθησε να εξευμενίσει τον σουλτάνο, ζήτησε τη μεσολάβηση της Ρωσίας και της Αγγλίας ενώ κατέδωσε ακόμα και τη Φιλική Εταιρεία της οποίας την ύπαρξη γνώριζε από το 1819. Τελικά το 1820 η Πύλη τον κήρυξε ένοχο εσχάτης προδοσίας και τον κάλεσε να εμφανιστεί εντός 40 ημερών στην Κωνσταντινούπολη για να απολογηθεί. Εκείνος φυσικά αρνήθηκε, ερχόμενος σε σύγκρουση με τα στρατεύματα της Αυτοκρατορίας.

Ως χαρακτήρας ο Αλή ήταν αντιφατικός: συνδύαζε αρετές όπως οι ηγετικές ικανότητες, η κοινωνική δικαιοσύνη (με τα δεδομένα της εποχής), η ευστροφία, η πολιτική διάνοια και η θρησκευτική ανεκτικότητα με ελαττώματα όπως η φιλαργυρία και η βαναυσότητα. Αν και αγράμματος ευνοούσε την ανάπτυξη των γραμμάτων, ήθελε να οργανώσει το κράτος του στα πρότυπα των αντίστοιχων της Ευρώπης και μπορούσε να ελίσσεται πολιτικά με επιτυχία, ακόμη και με τη Δύση όντας μεγάλος διπλωμάτης αλλά και δολοπλόκος.

Παρόλο που ήταν επίορκος και είχε εξοντώσει αρκετούς πρώην συμμάχους του (από τον πεθερό του μέχρι τους πρώην συντρόφους του ληστές) δεν δίσταζε να παίρνει υπό την προστασία του γόνους άλλων παλιών του φίλων (όπως π.χ. ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, γιος του παλιού γνωστού του Αλή, Ανδρέα Βερούση). Ακόμα και στα βαθιά του γεράματα, διατήρησε πάνω από 100 παλλακίδες, ωστόσο έτρεφε αληθινά αισθήματα προς την προστατευόμενη και μετέπειτα τελευταία του σύζυγο, Βασιλική Κονταξή, η οποία όμως δεν ξέχασε ποτέ την εθνική της καταγωγή και το γεγονός πως την άρπαξε και την έκανε γυναίκα του σε ηλικία 12 ετών. 
Παρά το γεγονός ότι ήταν άθρησκος (ο ίδιος δήλωνε Μπεκτάσης ή Ιακωβίνος) ήταν ταυτόχρονα και δεισιδαίμονας με αποτέλεσμα να δέχεται αδιαμαρτύρητα τους προπηλακισμούς και τον ελέγχο των δερβίσηδων για την άστατη ζωή του, ενώ προσκύνησε με ευλάβεια το λείψανο του Κοσμά του Αιτωλού όταν αυτό μεταφέρθηκε κάποτε στα Ιωάννινα.

Τον Ιανουάριο του 1822 έπειτα από σκληρές διαπραγματεύσεις ο Αλή δέχτηκε να παραδοθεί με τον όρο να του δινόταν αμνηστία και κατέφυγε στο μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα που βρίσκεται στο νησί της λίμνης των Ιωαννίνων. Εκεί, στις 24 του ίδιου μήνα σκοτώθηκε μετά από σύντομη συμπλοκή, από τον απεσταλμένο του Χουρσίτ, Κιοσέ Μεχμέτ (κατά άλλους ήταν ο Αλή Χασάν), που είχε έρθει δήθεν με το χαρτί της αμνηστίας. Το πτώμα του αποκεφαλίστηκε και το κεφάλι του στάλθηκε ταριχευμένο από τον Χουρσίτ στην Κωνσταντινούπολη, όπου αργότερα θάφτηκε σε μια περιοχή έξω από τα τείχη της πόλης.

Το ακέφαλο σώμα του ενταφιάστηκε στον οικογενειακό τάφο του σεραγιού, στο Ιτς Καλέ, κοντά στο Φετιγιέ Τζαμί. Ο τάφος αυτός (που περιβαλλόταν ως το 1944 με ωραίο ψηλό κιγκλίδωμα το οποίο αφαιρέθηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής για να αντικατασταθεί τα τελευταία χρόνια από καινούργιο) φαίνεται πως ήταν τόπος προσκηνύματος για τους, Αλβανούς κυρίως, Μουσουλμάνους της Ηπείρου και της Αλβανίας ακόμα και κατά τα τέλη του 19ου αιώνα.

Χουρσίτ Μεχμέτ Πασάς

Ο Χουρσίτ Μεχμέτ Πασάς, ή Χουρσίτ Αχμέτ Πασάς, ο επιλεγόμενος Χουζιρέτ ήταν καυκάσιος γενίτσαρος που γεννήθηκε στην σημερινή Γεωργία. Υπήρξε υψηλόβαθμος αξιωματούχος, στρατηγός (σερασκέρης) και Μέγας Βεζίρης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, χάριν ευνοίας του Σουλτάνου Μαχμούτ Β'. Θεωρούνταν γιος ορθόδοξου ιερέα που είχε εξισλαμιστεί. Στην Ελληνική ιστορία έγινε γνωστός από την ανάμιξή του στα πρώτα στάδια της Ελληνικής επανάστασης.

Από μικρή ηλικία με την εύνοια του φίλου του ναύαρχου Κουτσούκ Χουσείν Πασά μπήκε στην δημόσια υπηρεσία. Το 1803 σκοτώνει τον Πασά κι στάλθηκε από τον Σελίμ Γ΄στην Αίγυπτο για να καταστείλει την εκεί εξέγερση που βρισκόταν σε εξέλιξη μετά την αποχώρηση των Γάλλων. Για τον σκοπό αυτό διορίσθηκε αντιβασιλέας και Βεζίρης του Καΐρου , στη θέση αυτή παρέμεινε έως την 21 Οκτωβρίου 1806. Έχοντας καταστείλει την εξέγερση των Μαμελούκων στην Αίγυπτο τον Οκτώβριο του 1806 διορίζεται από τον σουλτάνο Βαλής της Ρούμελης. Τον Ιούλιο του 1808 μετατίθεται από τον νέο σουλτάνο Μαχμούτ Β΄ στην Σατραπεία του Χαλεπίου.

Το 1812 διορίστηκε Μέγας Βεζίρης μέχρι το 1813 όταν ηγήθηκε εκστρατείας όπου και κατέστειλε βίαια τις υπό του Μίλος Ομπρένοβιτς Σερβικές εξεγέρσεις του 1813. Μετά την επιτυχία της καταστολής της εξέγερσης στην Σερβία μετετέθη ξανά Βαλής της Ρούμελης. Στη συνέχεια, το 1818, εστάλη στο Χαλέπι όπου και εκεί κατέπνιξε με επιτυχία διάφορες εξεγέρσεις που είχαν σημειωθεί, περισσότερο θρησκευτικού χαρακτήρα.


Αργότερα το 1820 εστάλη στην Πελοπόννησο στην Τριπολιτσά, αναλαμβάνοντας πασάς του Μορέα όπου και εφάρμοσε τρομοκρατικές μεθόδους κατά του πληθυσμού. Πεπεισμένος όμως από την υποδοχή των προκρίτων ότι δεν ευσταθούσαν οι φήμες περί εξέγερσης εκστράτευε στη συνέχεια, κατ΄ εντολή του Σουλτάνου, στα Ιωάννινα (Ιανουάριος του 1821) κατά του επαναστάτη Αλή Πασά, αφήνοντας πίσω του στη διοίκηση (καϊμακάμη) τον Μεχμέτ Σαλίχ πασά και σώμα 1500 Αλβανών.

Μετά τη σύλληψη και την εκτέλεση του Αλή Πασά, όπου και απέστειλε την κεφαλή του στη Κωνσταντινούπολη, που είναι και η τελευταία επιτυχία του, αφ΄ ενός η άλωση της Τριπολιτσάς, (Σεπτέμβριος 1821), που ακολούθησε και αφετέρου οι ραδιουργίες ανταγωνιστών του στην Υψηλή Πύλη, περί σφετερισμού των θησαυρών του Αλή Πασά, του στέρησαν τη δυνατότητα να καταπνίξει την ελληνική επανάσταση και ταυτόχρονα έπεισαν τον Σουλτάνο να τον θανατώσει.

Προκειμένου να αποφύγει την ταπείνωση, στις 30 Νοεμβρίου 1822 ευρισκόμενος στη Λάρισα σε προετοιμασία εκστρατείας κατά της Πελοποννήσου, πληροφορηθείς τις προθέσεις του Σουλτάνου, αυτοκτόνησε με δηλητήριο, εντολή την οποία ούτως ή άλλως θα λάμβανε από τον Σουλτάνο.

Μαχμούτ Πασάς Δράμαλης

Ο Μαχμούτ Πασάς Δράμαλης ήταν Οθωμανός αρχιστράτηγος, επικεφαλής μεγάλης Τουρκικής στρατιάς που στάλθηκε το 1822 στην Πελοπόννησο, προκειμένου να καταπνίξει την Ελληνική Επανάσταση. Γεννήθηκε το 1780 στην Δράμα, γεγονός στο οποίο όφειλε την προσωνυμία του Δράμαλης. Συμμετείχε σε πολλές εκστρατείες στα Βαλκάνια όπου και διακρίθηκε για της στρατιωτικές του ικανότητες. Το 1808 διαδέχτηκε τον πατέρα του Χαλίλ Μεχμέτ στην τοπαρχία της Δράμας. Το 1820 διορίστηκε διοικητής της Λάρισας. 
Τον ίδιο χρόνο συμμετείχε μαζί με τον Χουρσίτ Πασά στην εκστρατεία εναντίον του Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Τον επόμενο χρόνο αντιμετώπισε με επιτυχία τις εξεγέρσεις των Ελλήνων στα Άγραφα και το Πήλιο. Μετά το θάνατο του Αλή Πασά ανακηρύχτηκε «Μόρα βαλεσής» δηλαδή διοικητής του Μωριά αντικαθιστώντας τον Χουρσίτ Πασά που είχε πέσει στην δυσμένεια του Σουλτάνου. Με αυτή του την ιδιότητα το καλοκαίρι του 1822 ξεκίνησε την εκστρατεία του στην Πελοπόννησο.

Ο Δράμαλης επικεφαλής μιας στρατιάς 30000 περίπου ανδρών φτάνει την 1 Ιουλίου του 1822 στη Θήβα και την πυρπολεί. Στην συνέχεια καταλαμβάνει διαδοχικά την Αττική, την Κόρινθο και στις 12 Ιουλίου φτάνει στο Άργος. Εκεί συναντά την πεισματική αντίσταση 700 Ελλήνων υπό τον Δημήτριο Υψηλάντη που βρίσκονται κλεισμένοι στην ακρόπολη του Άργους. Όσο οι Τούρκοι πολιορκούσαν την ακρόπολη με διαταγή του Κολοκοτρώνη καίγονται τα σπαρτά της πεδιάδας του Άργους και μολύνονται οι πηγές προκειμένου να λιμοκτονήσει ο Τουρκικός στρατός. 
Όταν οι τροφές εξαντλούνται, ο Δράμαλης αποφασίζει να επιστρέψει στην Κόρινθο περνώντας από τα Δερβενάκια. Στις 26 Ιουλίου οι Τούρκοι επιχειρούν να περάσουν από τα στενά των Δερβενακίων αλλά κατατροπώνονται από τους Έλληνες που έχουν καταλάβει τους γύρω λόφους και οπισθοχωρούν. Δύο μέρες αργότερα επιχειρούν να διαφύγουν από τα στενά του «Αγιονορίου» αλλά και εκεί υπέστησαν πανωλεθρία.


Ο ίδιος ο Δράμαλης κατάφερε τελικά να φτάσει στην Κόρινθο αλλά εκστρατεία στην Πελοπόννησο ήταν καταστροφική. Από τους 30000 περίπου άνδρες που συμμετείχαν στην εκστρατεία, έφτασαν στην Κόρινθο μόνο 6000. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους ο Δράμαλης πέθανε στην Κόρινθο από τύφο σε ηλικία 42 ετών.

Ομέρ Βρυώνης

Ο Ομέρ Βρυώνης ήταν Τουρκαλβανός Πασάς. Μεγάλωσε στην αυλή του Αλή Πασά στα Ιωάννινα. Αργότερα πήγε στην Αίγυπτο, όπου βοήθησε το Μωχάμετ Άλη στις πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Μαμελούκων. Γρήγορα απέκτησε φήμη ικανού στρατιωτικού και πλούτη. Επιστρέφοντας στα Ιωάννινα, χρησιμοποιήθηκε από τον Αλή στους αγώνες του τελευταίου εναντίον των άλλων πασάδων και του σουλτάνου. Τελικά όμως, προβλέποντας την ήττα του Αλή, τον πρόδωσε και ανταμείφθηκε με το πασαλίκι του Βεράτιου.

Μετά την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης πήρε εντολή να κατεβεί στην ανατολική Ελλάδα, να καταπνίξει την επανάσταση της περιοχής και να συνεχίσει προς την Πελοπόννησο. Έφυγε από τα Ιωάννινα στις 9 Απριλίου 1821 και προσπάθησε να συνθηκολογήσει με μερικούς οπλαρχηγούς, αλλά απέτυχε. Μετά απ' αυτό διέλυσε σε μάχη τα τμήματα του Δυοβουνιώτη και Πανουργιά στη Χαλκομάτα και του Αθανασίου Διάκου στην Αλαμάνα τον οποίο, αφού αιχμαλώτισε, σούβλισε.

Στη συνέχεια προχώρησε προς την Άμφισσα, για να περάσει με πλοία στην Πελοπόννησο. Στο Χάνι της Γραβιάς συνάντησε τρομερή αντίσταση από ένα μικρό τμήμα Ελλήνων με υπό την αρχηγία του Οδυσσέα Ανδρούτσου χάνοντας ένα μεγάλο τμήμα του στρατού του. Δεδομένης της τακτικής ήττας και του μεγέθους των απωλειών στη μάχη αυτή φοβήθηκε πλέον να προχωρήσει στην Πελοπόννησο οπότε πέρασε στα ορεινά χωριά της Γκιώνας, στη Λιβαδειά και έπειτα στην Εύβοια. 

Στα Βρυσάκια συνάντησε ισχυρή αντίσταση και υπέστει περαιτέρω σοβαρές απώλειες. Μετά βάδισε κατά της Αθήνας και έλυσε την πολιορκία της Ακρόπολης. Στο μεταξύ είχε επαναστατήσει η Δυτική Στερεά οπότε ο Χουρσίτ Μεχμέτ Πασάς ανακάλεσε το Βρυώνη στα Ιωάννινα, όπου διέσπασε τη συμμαχία των Σουλιωτών με κάποια άτακτα τμήματα Αλβανών και ανάγκασε τους Σουλιώτες σε συνθηκολόγηση (2 Σεπτεμβρίου 1822) μετά από αποκλεισμό.


Μετά την πτώση του Σουλίου, οι Τούρκοι με αρχηγούς Κιουταχή και Βρυώνη πολιόρκησαν το Μεσολόγγι. Μετά την αποτυχημένη απόπειρα κυρίευσης, τη νύκτα των Χριστουγέννων 1822, έλυσαν την πολιορκία κι αυτό προκάλεσε τη δυσμένεια του Σουλτάνου. Αργότερα κατέβηκε πάλι στη Δυτική Στερεά και προσπάθησε για την αποτυχία των άλλων Τούρκων αρχηγών, για να δικαιολογήσει τη δική του. Τέλος, διέλυσε οριστικά το στρατόπεδό του και γύρισε στα Ιωάννινα, από εκεί στο Βεράτι και τέλος στηΘεσσαλονίκη. Μετά χάνονται τα ίχνη του.

Μεχμέτ Ρεσίτ Πασάς Κιουταχής

Ο Μεχμέτ Ρεσίτ πασάς (Κιουταχής), 1780-1839) ήταν Οθωμανός στρατηγός κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης και Μέγας Βεζίρης. Γεννήθηκε στην Γεωργία το 1780 και ήταν γιος ορθόδοξου ιερέα. Αιχμαλωτίστηκε σε μικρή ηλικία από τους Τούρκους και οδηγήθηκε στο σαράι της Κωνσταντινούπολης όπου απέκτησε τη φιλία του μετέπειτα Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄.

Σε ηλικία μόλις 20 ετών έλαβε το αξίωμα του "Πεσκήρ Αγά" και εξετέλεσε πολλές διπλωματικές αποστολές, μεταξύ των οποίων και στην Ύδρα προς συνεννόηση με τον Ρώσο ναύαρχο Σενιάβιν.Το 1809 διορίστηκε Βελής (κυβερνήτης) της Κιουτάχειας, απ' όπου πήρε και το προσωνύμιο Κιουταχής. Το 1820 στάλθηκε επικεφαλής τουρκικού στρατού εναντίον του αποστάτη Αλή Πασά στα Ιωάννινα, τον οποίο και κατόρθωσε να νικήσει ενώ μετά το τέλος της εκστρατείας διορίστηκε πασάς των Τρικάλων και κατέπνιξε στο αίμα την αποστασία των Αγράφων (1821).

Με τη γενίκευση της επανάστασης, και αφού είχε νικήσει τους Έλληνες στη μάχη του Πέτα, ο Κιουταχής διορίστηκε Σερασκέρης της Ρούμελης (διοικητής των στρατευμάτων της Ρούμελης) και ουσιαστικά ανέλαβε επικεφαλής της εκστρατείας που είχε ως σκοπό να προβεί σε γενικές εκκαθαρίσεις από κάθε επαναστατικό στοιχείο, ότι δεν μπόρεσαν δηλαδή οι προκάτοχοί του, ο Ομέρ Βρυώνης, ο Αμπάς Πασάς, ο Ντίμπρα Πασάς και ο Μουσταή Πασάς Σκόδρας. Έτσι το 1823 αφού κατέλαβε όλη τη Στερεά Ελλάδα προχώρησε στο Μεσολόγγι το οποίο και πολιόρκησε. 
Η πεισματώδης όμως αντίσταση των πολιορκούμενων, σε συνδυασμό με την καταστροφή από τον Γεώργιο Σαχτούρη της τουρκικής αρμάδας που μετέφερε πολεμοφόδια στους πολιορκητές στην ναυμαχίας της Άνδρου, (γνωστή και ως ναυμαχία του Καφηρέα) οδήγησε τον Κιουταχή να ζητήσει τη βοήθεια του Ιμπραήμ και τελικά ανάγκασε τους Μεσολογγίτες στην ηρωική έξοδό τους στις 10 Απριλίου του 1826.

Στη συνέχεια ο Κιουταχής στράφηκε κατά της Αθήνας και πολιόρκησε για περίπου ένα χρόνο (Φθινόπωρο του 1826- τέλη Μαΐου του 1827) τους επαναστάτες που ήταν κλεισμένοι στην Ακρόπολη. Μετά από πολλές μάχες στις οποίες διακρίθηκαν πολλοί Έλληνες οπλαρχηγοί και κυρίως ο αρχιστράτηγος των Ελλήνων Γεώργιος Καραϊσκάκης ο Κιουταχής στις 24 Μαΐου του 1827 πέτυχε την παράδοση της Ακρόπολης.

Τον επόμενο χρόνο ο Κιουταχής ανέλαβε Σερασκέρης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες ενώ επίκειντο Ρωσοτουρκικό πόλεμο. Στη συνέχεια διορίστηκε μέγας Βεζίρης θέση από την οποία ηγήθηκε του τουρκικού στρατού κατά των Ρώσων, πλην όμως ηττήθηκε από τον στρατηγό Δίεβιτς στη περιοχή της Αδριανούπολης. Αργότερα επιχείρησε όμοια εκστρατεία στην Αλβανία όπου εκεί κατάφερε να συγκεντρώσει τους κυριότερους φύλαρχους στο Μοναστήριο όπου και τους κατέσφαξε.


Το 1832 στράφηκε εναντίον του Ιμπραήμ Πασά εισβάλλοντας στη Συρία πλην όμως, κοντά το Ικόνιο, ηττήθηκε κατά κράτος και αιχμαλωτίσθηκε μαζί με 60.000 στρατιώτες του. Ύστερα από την παρέμβαση των Ρώσων και την καταβολή πλούσιων ανταλλαγμάτων, απελευθερώθηκε τον επόμενο χρόνο και ανέκτησε το αξίωμά του Μεγάλου Βεζύρη. Απεβίωσε το 1839 στη Σεβάστεια σε ηλικία 59 ετών, από εγκεφαλίτιδα, ενώ προσπαθούσε να καταστείλει την εξέγερση των Κούρδων.

Κοτζά Μεχμέτ Χιουσρέφ Πασάς

Ο Μεχμέτ Χιουσρέφ Πασάς, ή κατά τους Έλληνες Χοσρέφ Πασάς, ο επιλεγόμενος "Τοπάλ" (= χωλός) , ή Τουρκικά "Κοτζά Μεχμέτ Χιουσρέφ Πασάς", ήταν αρχιναύαρχος του Οθωμανικού στόλου στη περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και αργότερα πολιτικός, Μέγας Βεζίρης επί βασιλείας Σουλτάνου Αμπντούλ Μετζίτ Α΄. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους αναμορφωτές του οθωμανικού στρατού.

Ήταν αυτός που κατ΄ εντολή του Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄ κατάφερε και διέλυσε τα τάγματα των Γενιτσάρων και που καθιέρωσε το φέσι. Γεννήθηκε περί το 1769 στη Κιρκασία και πέθανε το 1855. Αρχικά ήταν δούλος που απελευθερώθηκε και στη συνέχεια χάρη στα προσόντα του, τη φιλομάθειά του, κατέλαβε τα ανώτατα αξιώματα. Διακρίνονταν για την ευφυΐα του, την πολιτική του και την ανεξιθρησκεία του.

Το 1801, μετά την αποχώρηση των Γαλλικών στρατευμάτων από την Αίγυπτο, διορίστηκε διοικητής (Μπέης) της Αιγύπτου με την εντολή να καταπνίξει την επανάσταση των Μαμελούκων οι οποίοι όμως αντίθετα κατάφεραν να τον συλλάβουν και να τον παραδώσουν στον Μωχάμετ Άλη, αντίπαλό του και αντιβασιλέα της Αιγύπτου, ο οποίος με τη σειρά του τον έστειλε στη Κωνσταντινούπολη.

Το 1822 διορίστηκε Καπουδαν Πασάς (= αρχιναύαρχος) του Οθωμανικού στόλου και εστάλη κατά των ελληνικών νήσων που είχαν στο μεταξύ επαναστατήσει και ειδικότερα κατά της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών. Αρχικά γνωρίζοντας τη ψυχολογία των Ελλήνων ναυτικών μερικούς εκ των οποίων είχε στα πληρώματα των πλοίων του και βασιζόμενος σ΄ αυτό, προσπάθησε με διπλωματία και με την πειθώ να τους υποτάξει. 
Όταν όμως αντελήφθη την αποφασιστικότητα εκείνων και πείσθηκε ότι ο τρόπος αυτός ήταν πλέον αδύνατος για να τους καταστείλει την άρνησή τους αποφάσισε τη χρήση των όπλων και την καταστροφή των νήσων αυτών που ηγούνταν της επανάστασης. Γεγονός ήταν ότι το μεγαλύτερο μέρος των πληρωμάτων του ήταν κυρίως άτομα ανεκπαίδευτα που είχαν στρατολογηθεί τυχαία και που κατά τις επιχειρήσεις προέβαιναν σε μεγάλες λεηλασίες και σφαγές που φέρονταν τελικά ο ίδιος να μη μπορούσε να τις είχε αποσοβήσει όπως αργότερα ο ίδιος εξιστορούσε.

Ένα φοβερό όπλο που είχαν αναπτύξει την εποχή εκείνη οι Έλληνες στον κατά θάλασσα αγώνα τους ήταν το πυρπολικό που είχε σκορπίσει τόσο φόβο στα τουρκικά πληρώματα που κάθε πλοίο ελληνικό που έβλεπαν το θεωρούσαν πυρπολικό και αυτός ήταν ο λόγος της «εν όψει» αυτού φυγής και όχι ότι διέταζε τούτο ο ναύαρχος. Τελικά μετά τη καταστροφή των Ψαρών ο οθωμανικός στόλος καταδιωκόμενος από τον ελληνικό κατέφυγε στη Λέσβο. Επιχειρώντας στη συνέχεια να καταλάβει τη Σάμο υπέστη μεγάλη ήττα στη ναυμαχία της Σάμου όπου και αργότερα μετά και από τη ναυμαχία του Γέροντα που υπέστη πολύ μεγαλύτερη ήττα, αντικαταστάθηκε.


Στη συνέχεια ο Σουλτάνος τον διόρισε διοικητή στο Βιλαέτι της Τραπεζούντας προκειμένου να καταστείλει αυτονομήσεις τοπικών επάρχων. Μετά τις εκεί επιτυχίες του ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ , το 1826, τον διόρισε στρατηγό με την εντολή της εξόντωσης των γενιτσάρων που ήδη αποτελούσαν κίνδυνο της αυτοκρατορίας, δημιουργώντας στη θέση του ένα νέο στρατιωτικό σώμα με στολή και εκπαίδευση ευρωπαϊκών προτύπων τις λεγόμενες δυνάμεις «Μανσούρ». 
Μάλιστα λέγεται ότι την πρώτη επιλογή συγκρότησης αυτών είχε κάνει ο ίδιος υιοθετώντας 100 παιδιά προερχόμενα από σκλαβοπάζαρα δίνοντάς τους στη συνέχεια διοικητικές θέσεις. Επίσης στα πλαίσια της γενικότερης εμφάνισης των στρατιωτών αλλά και των ανωτέρων διοικητικών υπαλλήλων ήταν αυτός που κατάργησε το μέχρι τότε φερόμενο τουρμπάνι εισάγοντας το φέσι που ήδη φοριόταν από τους Μπέηδες της Τυνησίας, στην Αλγερία και το Μαρόκο, το οποίο και τελικά καθιερώθηκε απ΄ όλους τους Τούρκους της Αυτοκρατορίας.

Στις 2 Ιουλίου του 1839 επί Σουλτάνου Αμπντουλμετζήτ Α΄ ανέλαβε Μέγας Βεζίρης όπου και βοήθησε τον Σουλτάνο στην εφαρμογή των μεγάλων μεταρρυθμίσεων. Τη θέση του αυτή διατήρησε για ένα έτος μέχρι τον Ιούνιο του 1840. Αργότερα, το 1853 διατηρώντας κάποια άλλη θέση, συμβούλεψε την τότε οθωμανική κυβέρνηση να έλθει σε συμβιβασμό με την Ρωσία για το ζήτημα των Αγίων Τόπων, αλλά όμως δεν εισακούσθηκε λόγω της έκρηξης του Κριμαϊκού Πολέμου.

Μεχμέτ Αλή Πασάς

Ο Μεχμέτ Αλή ή Μωχάμετ Αλή Πασάς (4 Μαρτίου 1769, 2 Αυγούστου 1849) ήταν αντιβασιλέας της Αιγύπτου. Γεννήθηκε στην Καβάλα, γιος ενός Τουρκαλβανού Ιμπραήμ, αγροφύλακα της Οθωμανικής περιφέρειας. Όταν έμεινε ορφανός υιοθετήθηκε από τον φρούραρχο της Καβάλας και από αυτόν διορίσθηκε το 1788 υπαρχηγός σώματος στρατού, που στάλθηκε στην Αίγυπτο κατά των Γάλλων.

Στην Αίγυπτο ως αρχηγός πιστού σώματος τεσσάρων χιλιάδων Αλβανών, διακρίθηκε γρήγορα και αφού προσεταιρίστηκε τους Μαμελούκους, αναδείχθηκε με πραξικόπημα και με απαίτηση των Αλβανών, των Μαμελούκων και του λαού, διοικητής της Αιγύπτου και αναγνωρίσθηκε από την Πύλη το 1805. Αφού στερέωσε τη θέση του, άσκησε δικτατορική εξουσία στην Αίγυπτο, γιατί αφενός απέναντι στο Σουλτάνο έγινε κατ' ουσίαν ανεξάρτητος, αφετέρου στο εσωτερικό κατόρθωσε να εκμηδενίσει κάθε αντίσταση.

Το 1811 εξόντωσε με δόλο όλους τους αρχηγούς των Μαμελούκων και με τους γιους του νίκησε τους Βαχαβίτες της Αραβίας. Η εσωτερική του διακυβέρνηση ήταν ευεργετική για τη χώρα. Κατασκεύασε αρδευτικά έργα, προστάτευσε και προήγαγε τη γεωργία, διευκόλυνε τις μεταφορές με μεγάλο στόλο ποταμόπλοιων, αναδιοργάνωσε το στρατό και το στόλο της Αιγύπτου με τη βοήθεια Ευρωπαίων. Το 1822 κατέκτησε τη Νουβία, το Σεναάρ, το Κουρδιστάν και τμήμα της Αβησσυνίας.

Μετά από πρόσκληση του Σουλτάνου Μαχμούτ, έστειλε τον γιο του Ιμπραήμ με ισχυρό στρατό και στόλο να υποτάξει την επαναστατημένη Ελλάδα. Την περίοδο 1831 με 1833 κατέκτησε τη Συρία και ζήτησε να την κρατήσει αφού νίκησε επανειλημμένως τα στρατεύματα του Σουλτάνου. Επενέβησαν όμως οι Μεγάλες Δυνάμεις και τον ανάγκασαν να φύγει από την Ασία. Πέτυχε όμως την αναγνώριση κληρονομικού δικαιώματος επί της αντιβασιλείας για την οικογένεια του.


Συνεχίζοντας την αναδιοργάνωση της Αιγύπτου, ανοικοδόμησε την Αλεξάνδρεια, προήγαγε την καλλιέργεια του βαμβακιού και ίδρυσε διάφορες σχολές. Το 1844 επειδή αρρώστησε, παραιτήθηκε υπέρ του γιου του Ιμπραήμ, ο οποίος όμως πέθανε μετά από δύο μήνες. Αυτόν διαδέχθηκε ο Αμπάς ο Α' επί της βασιλείας του οποίου πέθανε ο Μωχάμετ Άλη.

πηγη:  http://greekworldhistory.blogspot.gr/2014/03/1821_24.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου